10 Ιουλ 2010

η κουβέντα στον δεύτερο, το όνειρο, η παγίδα


συνέχεια από τα τρία προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια, με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον)


Δευτέρα 21 Αυγούστου

Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τα τελευταία λόγια που άκουσα όμως αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου και βουίζουν και τσιμπάνε σαν σφίγκες. Στεκόντουσαν εκεί και συζητούσανε για μένα κι εγώ καθόμουν ζαρωμένη στη γωνιά μου και τους άκουγα σαν να μιλούσαν για κάποιαν άσχετη και για πράγματα αόριστα γνωστά αλλά αδιάφορα σαν αυτά που μαθαίνουμε στο σχολείο.
Της τα είπε όλα, για τα τριαντάφυλλα και που κατάλαβε πως ήμουνα "τσιμπημένη" μαζί του κι ότι το έβρισκε πολύ "συγκινιτικό" που είχα όλη αυτή την τόλμη χωρίς να είμαι καμιά "δυνατή" γκόμενα, μάλλον ασκημούλα αλλά γλυκιά (έτσι ακριβώς) κι ότι δεν ήθελε να νιώσω ότι με απορίπτει γι αυτό περίμενε να του μιλήσω ανοιχτά για να μου εξηγήσει και να μου μιλήσει σαν μεγάλος αδερφός και μπλα μπλα κι ότι εγώ του ζήτησα το τηλέφωνό του γιατί φοβόμουν αλλά προτίμησε να μην της πει τίποτα γιατί δεν θέλει να γίνουν φασαρίες και να ταπεινωθώ περισσότερο. Αυτό ακριβώς το ρήμα χρησιμοποίησε μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Να ταπεινωθώ..

Δεν ξέρω αν αυτή τον πίστεψε, δεν ξέρω αν κοιμήθηκε ήσυχη μετά, εγώ πάντως όλη τη νύχτα στριφογύριζα σα να με είχανε πετάξει μες στα καζάνια της κόλασης. Τα λόγια ερχόντουσαν και ξαναρχόντουσαν στο μυαλό μου και...σα να μη μπορούσα να τα πιάσω, σα να παίζανε μαζί μου και να με κοροϊδεύανε.
Ξέρεις, κάτι δεν μου κολάει στην ιστορία κι αυτό το κάτι είμαι εγώ. Πού είμαι εγώ; Σα να μιλούσανε
για κάποια άλλη, κάποια άγνωστη ή κάποια ανύπαρκτη, ένα πρόσωπο φανταστικό από κάποιο σήριαλ της τηλεόρασης. Πού είμαι εγώ, πού είναι ο φόβος μου, η αγάπη μου, η ζήλεια μου; Πού είναι τα θέλω μου; Αν θέλεις κάτι πάρα πολύ στο τέλος γίνεται, έτσι δε λένε; Κι αφού εγώ τον θέλω ρε πούστη μου, τον παπάρα, τον θέλω σαν τρελή, θα έκανα τα πάντα, ακόμα και να ξεφτιλιστώ όπως ξεφτιλίστικα, γιατί λοιπόν δεν μπορώ να τον έχω; Ε; Γιατί; Σε ρωτάω μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Σε ρωτάω.

Τρίτη 22 Αυγούστου

Δεύτερο βράδυ που δεν κοιμήθηκα. Το μυαλό μου είναι σα σφιγκοφωλιά (αυτό το έγραψα και παραπάνω.) Περίοδος γιοκ.
Άκου και μια περίεργη κουβέντα που είχα. Με την αποκάτω του δεύτερου. Όχι την κάργια, την άλλη. Την κυρα-Πηνελόπη, μια δεν λέω γριά μια κάπως μεγάλη, κατάλαβες. Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ. "Είσαι καλά κοριτσάκι μου;" με ρωτάει. "Τι καλά να είμαι, δεν με βλέπετε;" Αφού έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαζα. Πήρα τα ψώνια της να τη βοηθήσω. "Άστα" μου λέει "κι έλα κάθισε. Να σου ψήσω έναν καφέ;" Μόνη της μένει η κακομοίρα κι ήθελε παρέα. Μου 'πιασε λοιπόν την κουβέντα. Ότι είμαι νέο κορίτσι και δεν αξίζει να βασανίζομαι κι ότι έτσι είναι οι άντρες, δε νιάζονται για τα αισθήματά μας μόνο τους νιάζει να κάνουνε "τη δουλειά τους" και να φύγουνε.
"Και ποια είναι η δουλειά τους κυρία Πηνελόπη;" ρωτάω εγώ που άρχισα να διασκεδάζω με τη γυναικούλα. Και τη γυρνά και μου λέει; "Να κάνουνε την ανάγκη τους. Όπως πάνε στην τουαλέτα. Να ξεκουμπώνοντε, να μας βρομίζουνε κι ύστερα πάλι να τα μαζέβουνε και να μας παρατάνε έτσι δα. Δεν είμαι εγώ κουτσομπόλα παιδί μου, αυτί δεν έστησα. Απ' το κρεβάτι μου πετάχτηκα, μία η ώρα τη νύχτα. Θέλοντας και μη τα άκουσα...όλοι τ' ακούσανε. Σε ξεφτίλισε και σε παράτησε. Η πρώτη είσαι για η τελευταία; Μπας ήσουνα και παρθένα;"
Θα 'βαζα τα γέλια, αλλά είχα κολήσει με το άλλο που είπε. "Κυρία Πηνελόπη" ρωτάω "τι ώρα είπατε πως ήτανε;" "Μία η ώρα κορίτσι μου, αφού κοιμόμανε." "Είστε σίγουρη πως ήτανε μία; Μήπως ήταν λίγο ποιο νωρίς;" "Ε δε νομίζω, πόσο ποιο νωρίς; Όχι, όχι, ήτανε μία περασμένες."
Εγώ καρφώθηκα. Δωδεκάμιση ώρα τον πήρα. Τι κάναμε μέχρι τη μία; Για σκέψου;

Τρίτη (αργά)

Πάλι δεν μου κολάει ύπνος. Κοιμήθηκα μια ώρα τ' απόγευμα ίσα να μην κλείνει τώρα το μάτι μου. Είδα κι ένα παράξενο όνειρο. Ήμουν λέει σ' ένα τηλεπαιχνίδι κι ο παρουσιαστής με ρωτάει πια είναι η ενδέκατη εντολή. Εγώ τα χάνω, πάω να πω "μα οι εντολές είναι δέκα", ύστερα θυμάμαι ένα αστείο που έχω ακούσει και λέω "το ου σηληφθείς" και τότε ακούγεται αυτή η σπαστικιά κόρνα κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου στη θέση του παρουσιαστή είναι ο πατέρας μου φορώντας αυτά τα μαύρα που φοράνε οι δικαστές και μ' αγριοκοιτάζει. Το κοινό αρχίζει να φωνάζει, ε-νο-χη, ε-νο-χη κι αυτός τους κάνει να ησυχάσουν κι ύστερα λέει "Ένοχη! Δεκαενιά...ή μάλλον όχι, είκοσι..." "μέρες;" ρωτάω εγώ. "Χρόνια, ανόητο κορίτσι! Είκοσι χρόνια. Δεν ντρέπεσαι καθόλου;" "Ντρέπομαι" λέω εγώ και τότε όλοι αρχίζουν να φωνάζουν α-να-στο-λη, α-να-στο-λη κι εγώ τρέχω και σκαρφαλώνω στα πόδια του κι αυτός με τυλήγει με τα τεράστια χέρια του, χαμογελάει και λέει "άκου αναστολή! είσαι μια εσύ!"

Τα σαγόνια μου έχουν ξεβιδοθεί απ' το χασμουρητό. Κι η ζέστη-ζέστη. Αφύσικα πράματα, που λέει κι η μάνα μου. Μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο. Να κάνω υπομονή λέει ως το τέλος της βδομάδας που έρχεται ο πατέρας μου, εκείνη μπορεί να μείνει λίγο ακόμα μέχρι να τακτοποιηθεί "το παιδί". Ύστερα άρχισε να με ρωτάει τι έκανα για δουλειά και νευρίασα. Τέτοια να με ρωτάει στην κατάσταση που είμαι!

Έχω δέκα μέρες καθυστέρηση. Ακόμα και λάθος να 'χω κάνει, πάλι περισέβουν μέρες. Δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό πως κάτι έχει γίνει. Κι αυτά που λέει αυτός ειν' όλα ψέματα. Αφού καλά τι δεν είμαι ηλίθια. Με ήθελες κύριε, με ήθελες! Γιατί τα γυρίζεις τώρα;

Τετάρτη 23 Αυγούστου (ξημέρωμα)

Όλη νύχτα σκεφτόμουν. Απ' όπου και να το πιάσω, σ' ένα συμπέρασμα καταλήγω. Μάγια! Κάπως τον κρατάει η εκφιλόφατσα. Την έχεις δει; Δεν την έχεις δει, αλλιώς θα με καταλάβαινες. Έχει αυτό το μάτι το θαλασσί το ξεπλυμένο. Με μια πουτανιά μέσα, μια κακία. Κι οι έγκυες αν θες να ξέρεις δεν βάφουν τα μαλλιά τους. Όλοι το ξέρουν αυτό. Ενώ αυτή, το ξανθό-ξανθό! Ούτε ρίζες είδαμε ούτε τίποτα.
Του 'χει κάνει μάγια! Ή έχει λεφτά πολλά δεν ξέρω (αν και δεν της φαίνεται) Αυτός πάντως πρώτα ήθελε εμένα, σαν τρελός με ήθελε κι αν τώρα έπαψε να ζορίζεται και πάει με τα νερά της είναι φαίνεται γιατί έκανε "τη δουλειά του" που λέει κι η Πηνελόπη και ξεθήμανε. 100%! Κι ας λέει ότι θέλει. Τι κάναμε δηλαδή απ' τις δωδεκάμιση μέχρι τη μία; Τις κουμπάρες;
Και μέσα απ' όλες αυτές τις σκέψεις, το σατανικό μου μυαλό άρχισε να κατεβάζει ιδέες. Έχω ένα σχέδιο. Σήμερα κιόλας θα το βάλω σε εφαρμογή. Αν όλα πάνε καλά θα στα πω το βράδυ.

Τετάρτη βράδυ

Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή. Απ' την αγωνία κι απ' τη χαρά! Δεν έχω μυαλό να γράψω τώρα. Αύριο καλύτερα.

Πέμπτη 24 Αυγούστου

αναφορά ημέρας Τετάρτης 23 Αυγούστου:

ώρα 06:45... Περιμένω να φύγει εκείνος. Αμέσως καβαλάω το χώρισμα. Η άλλη ως συνήθως κοιμάται. Πηδώ στο μπαλκόνι τους και μπαίνω απ' την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Βρίσκω εύκολα το κινητό της, είναι στην πρίζα και φορτίζει. Ευτυχώς..ανοιχτό! Ψάχνω γρήγορα στο ευρετήριο και βρίσκω τον καλό της όμορφα-όμορφα καταχωρημένο στο Κ: Κυριάκος. Πάω επεξεργασία, σβήνω τον αριθμό του και στη θέση του καταχωρώ το δικό μου. Ύστερα καλώ. Αφήνω να χτυπήσει δυο φορές και μετά το κλίνω. Τώρα έχω τον αριθμό της. Αφήνω το τηλέφωνο στη θέση που το βρήκα και γυρνώ να φύγω. Μην κάνω θόρυβο-μην κάνω θόρυβο. Η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο.

ώρα 06:59... Είμαι ήδη πίσω. Βάζω εκτροπή απ' τον αριθμό μου προς τον δικό του. Μετά το πέμπτο χτύπημα. Καλού-κακού. Βάζω και τον ήχο ειδοποίησης στο μέγιστο. Περιμένω.

ώρα 11:50... Ανοίγω λεξικό και πληκτρολογώ το μύνημα: "Ματίνα συγχώρεσέ με. Περίμενέ με στη μία. Σε χρειάζομαι. Κ." Το στέλνω στη Ρίτα. Η παγίδα έχει στηθεί.

ώρα 12:50... Ανοίγω αθόρυβα. Βγαίνω και καλώ το ασανσέρ. Προσέχω την πόρτα της. Καμία κίνηση. Μόλις φτάνει το ασανσέρ, ανοιγοκλίνω την πόρτα του κι ύστερα μπαίνω και κλίνω τη δική μου. Σιγανά..αλλά όχι και τόσο. Βάζω το κινητό μου στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα ώστε αν χτυπήσει να ακουστεί καθαρά έξω. Περιμένω. Μία και πέντε. Μία και δέκα. Μία και τέταρτο. Μία και δεκαοχτώ. Το κινητό χτυπά. Είναι αυτή. Το αφήνω να χτυπήσει τέσσερις φορές και το κλίνω. Το απενεργοποιώ κινούμενη νευρικά στο χωλ και ψυθιρίζοντας μόνη μου. Ρίχνω ένα ποτήρι που γίνεται κομάτια. Έχουμε πολλά. Χτυπά το κουδούνι. Εννοείται πως δεν ανοίγω. Με τίποτα.