5 Ιουν 2012

αναφορά ΙΙΙ



Δυο τοίχους χρώμα θαλασσί κι ένα στενό
Μου 'χουν χρεώσει να φυλάω στους αιώνες
Σκοπός να στέκω ν’ αποκρούω και να ξερνώ
Τοξότες φάλαγγες ορδές και λεγεώνες

Στης Χελιδόνας τις πλαγιές έχει βραδιάσει
Κι όλο προσμένω καβαλάρη να σε δω
Ήταν μακρύς για σένα ο δρόμος ως εδώ
Απ’ της Γρανάδας τους αγρούς στα μαύρα δάση

Μπουλούκια αρτίστες θεατρίνοι και τσιγγάνες
Το τραγουδάνε σ’ άλλη γλώσσα σ’ άλλη γη
Μ’ ένα γαρύφαλλο στο στήθος μου πληγή
Μες απ’ τα μάτια σου κοιτώ τις μαύρες κάννες

Τα όνειρά σου γιε μου χίλιες πυρκαγιές
Σαν θα πεθαίνω θάλασσα είπες ν’ αντικρίζω
Βουλιάζει η οθόνη από τις ζητωκραυγές
Για μια πατρίδα που βυθίζεται στο γκρίζο

Του Ψηλορείτη σταυραητέ της Γκιώνας ταίρι
Παντιέρα δωσ’ μου κόκκινη να επιταχτώ
Κι αυτό το σκούφο τον ωραίο σου με τ’ αστέρι
Ασπίδα να ’χω λάβαρο και φυλαχτό

Γενναία λόγια θα σκεφτείς μιας αλληνής
Γεννιάς που χάθηκε νωρίς μάνα μου φταίχτρα
Μην κλαις για μένα είναι τ’ όνομα Ελληνίς
Κι αυτό το πένθος δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα

Χαρά μονάχα γέλια γλέντι και χοροί
Κίτρινοι μαύροι και λευκοί να ’ναι μια ράτσα
Κι ο κόσμος όλος να κοιτάει και ν’ απορεί
Με τους τρελούς που τραγουδούν την Κουκαράτσα

Το ξέρω πόσο μοιάζει πόθος ευσεβής
Ή παραλήρημα μιας εμπυρέτου νόσου
Όταν φωνές ξυπνούν τις μνήμες στο βουνό σου
Τουρίστες θα ’ναι λέω της Παρασκευής

Χέρια που ανοίγουνε γυρεύοντας αγάπη
Μάτια που κλείνουνε γυρεύοντας ψωμί
Νεκροί που ζούνε με το γυάλινό τους χάπι
Άλλοι που σβήνουν ξάφνου δίχως αφορμή

Κι εγώ χαμένος με το μάτι μου θαμπό
Στη μέση στέκομαι γυρεύοντας μια ρήση
Έναν αέρα το μυαλό να καθαρίσει
Μ’ άλλο δεν βρίσκω από τούτο που θα πω

Δυο τοίχους χρώμα θαλασσί μου ’χουν χρεώσει
Λυσσάνε οι νύχτες σαν σκυλί που αγωνιά
Ντύσε μ’ αλήθεια το παιδί να μην κρυώσει
Κάνει μεσαίωνα βαρύ και παγωνιά



 εικόνα, "ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο" του Picasso