20 Απρ 2012

Το πρόβλημά του στην έκθεση



Η πρώτη φορά που ψήφισα ήταν, θυμάμαι, το ’81. Φοιτητής. Ο γέρος μου -απόστρατος αστυνομικός, αξιωματικός της πάλαι-ποτέ χωροφυλακής- ονειρευόταν να με κάνει στρατιωτικό. Σιγά μην του περνούσε. Στο εφηβικό μου μυαλό, ο στρατός ήταν συνδεδεμένος με τους φονιάδες των παλικαριών. Τα παλικάρια του Πολυτεχνείου, αυτοί ήταν οι ήρωές μου εμένα. Κι η Αρχιτεκτονική, βέβαια, το όνειρό μου. Όταν το κατάλαβε ο γέρος άλλαξε βιολί. «Αφού θες το Μετσόβιο, πήγαινε τουλάχιστον στους Χημικούς. Θα σε βάλω στο Χημείο του κράτους να κονομάς.» Είχε τα κονέ, βλέπεις. «Απλός υπάλληλος θα ’μαι ρε πατέρα, πώς θα κονομάω;» «Όπως κονομάνε όλοι.» Εννοείται ότι ούτε και σ’ αυτό του πέρασε. Διότι αν δεν κάνεις στα δεκαοκτώ (και με πατέρα χωροφύλακα της χούντας) την επανάστασή σου, πότε θα την κάνεις; Δεν κατάφερα βέβαια να πιάσω την Αρχιτεκτονική (είχα ανέκαθεν πρόβλημα με την έκθεση), μπήκα όμως στους Πολιτικούς. Πήγε να πάθει έμφραγμα, ειδικά όταν του έσκασα το καλύτερο: «Εμένα η καρδιά μου χτυπάει αριστερά.» «Θα τ’ αφήσω όλα στον αδερφό σου», με απείλησε. «Σ’ αυτόν τον ηλίθιο; Αποκλείεται. Εγώ είμαι το καμάρι σου.» Ήμουνα, μέχρι τότε -και σ’ αυτό ποντάριζα. Μιλάμε για σκληρό πόκερ. «Αρκεί να μην ψηφίσεις τους κομμουνιστάς.» Έκανα ότι υποχώρησα. Έτσι κι αλλιώς, εγώ τον Αντρέα θα ψήφιζα. 


Στη σχολή, άρχισαν να φανερώνονται τα ταλέντα μου. Συνδικάλα. Ουρά έκαναν οι φοιτήτριες, αλλά εγώ κολλημένος με το Μαράκι. Φανταστείτε τι μου είπε όταν της τα 'ριξα: «Εμένα η καρδιά μου χτυπάει αριστερά.» «Κι εσένα; Κι εμένα!» της λέω. Και τι μου απαντάει; «Καλά, είσαι τελείως μαλάκας; Αριστερά ο Παπανδρέου; Που γλύφει τ’ αρχίδια των Αμερικάνων;» Αν δεν είναι αυτό κακοπιστία, τότε τι είναι; Αλλά ήταν πολύ γαμάτη γκόμενα κι έτσι αποφάσισα να περιμένω το «μομέντουμ». Ήξερα ότι, με τη μαλακία που έδερνε τους «συντρόφους» της στο κρεβάτι, αυτό δεν θ’ αργούσε να έρθει. Πράγματι, τη βρήκα μια μέρα, το ’85, βουτηγμένη στο κλάμα. «Μην είσαι κουτό», της είπα θωπεύοντας παρηγορητικά τον υπέροχο πισινό της. «Κι εγώ με την επανάσταση είμαι, αλλά δεν είναι η στιγμή. Πρέπει να βοηθήσουμε το ΠΑΣΟΚ να παραμείνει στην εξουσία, ώστε να φθαρεί και να χάσει τα ερείσματά του στα μικροαστικά στρώματα.» Όπερ και εγένετο. 

 Το ’89 είχα μόλις απολυθεί από φαντάρος. Μου πήρε λίγο παραπάνω, αλλά όταν είσαι αεροπορία και δίπλα στο σπίτι σου (ας είναι καλά ο ανιψιός της γραμματέως του υπουργού) δεν μπορείς να τα θέλεις όλα. Δεν είχα δυο μέρες πολίτης που μου ’ρθαν τα μαντάτα: «όσο υπηρετούσες, η Μαρία έμεινε έγκυος. Έκανε και έκτρωση στο Μητέρα.» «Ποιος πούστης;» ρώτησα. «Ο ανιψιός της γραμματέως του υπουργού.» Το βρωμόσκυλο! Πρωτοκλασάτο στέλεχος, βλέπεις (μετράνε αυτά στις γκόμενες, ειδικά όταν νιώθουν μόνες) μού ’κανε και το μέντορα και τον καθοδηγητή, η οχιά. Δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι. Απαίτησα –εδώ και τώρα- κάθαρση. Και ψήφισα Μητσοτάκη. 

Βέβαια, κανείς δεν το ήξερε. Λίγο πριν τις εκλογές, εκμεταλλεύτηκα τον πανικό που επικρατούσε στη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» και χώθηκα στο δημόσιο, στην τεχνική υπηρεσία του Δήμου. Το ’χα πάρει απόφαση, έπρεπε να την κάνω δική μου! Θα δούλευα σκληρά γι’ αυτό. Συμφωνήσαμε (με τον εαυτό μου) ότι η εντελώς παρορμητική εκλογική συμπεριφορά μου τον Ιούνιο του ’89 (η οποία επαναλήφθηκε τον Απρίλιο του ’90) ήταν πολιτικώς επιπόλαιη και στρατηγικώς λανθασμένη. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1993, ξαναψηφίζω ΠΑΣΟΚ. Και το 1994 βάζω υποψηφιότητα και εκλέγομαι δημοτικός σύμβουλος. Ένα μήνα αργότερα, Νοέμβρης του ’94 ήταν που παντρευτήκαμε με τη Μαρία. 

1994-2004 ήταν η χρυσή δεκαετία μας. Εγώ υπεύθυνος τεχνικών έργων σε Ολυμπιακό δήμο και το Μαράκι στην Πολεοδομία, αγοράσαμε τη μεζονέτα στο Πανόραμα, χτίσαμε τη βιλίτσα ανάμεσα Παλαιά Φώκαια και Θυμάρι πήραμε και το Καγιέν σαν αγροτικό (ο πεθερός να ’ναι καλά). Γεννήσαμε και δυο φορές, τι άλλο να θέλει κανείς απ’ τη ζωή του; Εκλογές 1996 και 2000: δαγκωτό (εννοείται) στον «Κινέζο». 

Φαίνεται πως ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτά που έχει. 
2002: κατεβαίνω ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος αλλά χάνω το χρίσμα στις λεπτομέρειες. Παραιτούμαι από την τεχνική υπηρεσία και συμμετέχω στην επενδυτική ομάδα νεοσύστατης εταιρείας πιστοποίησης (παίζανε και κάτι κονδυλάκια της κοινότητας) της οποίας αναγορεύομαι γενικός επιθεωρητής. 
2003: σκάει ένα μίνι σκάνδαλο με κάτι ολυμπιακά ακίνητα. Ευτυχώς, έχω καλύψει τον κώλο μου. Εκεί που δεν φρόντισα να καλυφθώ ήταν με τη Νάντια. Συγγνώμη, αλλά αυτές οι Ρωσίδες (ή μήπως ήταν Ουκρανή) είναι μεγάλος πειρασμός κι όποιος διαφωνεί ας δοκιμάσει πρώτα κι ύστερα να ’ρθει να μου πει. Η Μαρία απαιτούσε διαζύγιο, τα παιδιά είχαν φρικάρει, στο τέλος βέβαια την τουμπάρισα. Είπα κομμένα τα δίμμετρα, μια χαρά μου φτάνει η Σούλα του λογιστηρίου που ’ναι και διακριτική. 
2004: ανακαλύπτω ότι η Μαρία μου τα φοράει. Σκέφτομαι ότι παίρνει ρεβάνς, αλλά όχι. Φαίνεται ότι την πηδούσε χρόνια ένας κατασκευαστής, «πελάτης» στην πολεοδομία. Την εκβίαζε, λέει. Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή πουτάνα; Τα πήρα πολύ άσκημα. Δεν είναι λαός αυτός! Ο ένας να βγάζει το μάτι του άλλου. Κι όλη αυτή η σπέκουλα με τους Ολυμπιακούς, τι ξεφτίλα! Έτσι μου ’ρχότανε να ρίξω μαύρη πέτρα και να πάω για μπιζνες κατά Σερβία που χρειαζόταν ανοικοδόμηση κι ήτανε της μόδας. Στο τέλος, όμως, νίκησε το πατριωτικό μου: θα έμενα να πολεμήσω γι’ αυτήν. Εξάλλου, είχε έρθει και «η ώρα του Καραμανλή». 

Δεν έχω παράπονο. Τέσσερα χρόνια με τον Κωστάκη, ηρεμήσαμε. Μια γλυκιά νιρβάνα, θαρρείς, κατέλαβε απ’ άκρη σ’ άκρη τη χώρα. Τα έργα των Ολυμπιακών ετοιμάστηκαν στην ώρα τους, οι ξένοι υποκλίθηκαν, πήραμε και το γιούρο. Στο τέλος μας τα σκάτωσε μόνο. Οι επιχειρήσεις γονάτισαν από ρευστό κι όσοι φανήκαν λίγο περισσότερο τολμηροί με το χρηματιστήριο (καλή ώρα!) και τις αναδυόμενες αγορές (μαύρη κι άραχλη!) βρεθήκανε με τις απειλές των κατασχέσεων. Που πάει να πει, μας πήδηξαν οι τραπεζίτες. Κυριολεκτικά, αφού έπιασα το Μαράκι με κείνο το αρχίδι, το δεξί του Αλογοσκούφη. Την έπαιρνε απ’ τον κώλο, το κάθαρμα. Που εμένα, είκοσι χρόνια την παρακαλούσα κι ακόμα. Εσύ τι θα ’κανες στη θέση μου; Ορκίστηκα, αν ξαναψηφίσω αυτά τα καθίκια να μου κοπεί το χέρι απ’ τη ρίζα. Πρωί-πρωί, 4 Οκτώβρη του 2009, πήγα και το ’ριξα στο Γιωργάκη. Που να το ’χα κόψει -απ’ ό,τι φάνηκε- καλύτερα. 

Είμαι ένας Έλληνας οικογενειάρχης. Προσπάθησα να είμαι καλός πατέρας, αν και πολλοί θα βρουν πατήματα να μου αμφισβητήσουν ακόμα κι αυτό. Δεν ήμουν πρότυπο νομοταγούς ή αμέμπτου ηθικής πολίτη, το παραδέχομαι. Κι από την εφορία έκρυψα, και επίσημα στοιχεία παραποίησα, και πελάτες κορόιδεψα, και υπαλλήλους εκμεταλλεύτηκα κι έναν αιγιαλό καταπάτησα Αλλά δεν μου άξιζε αυτό, παιδιά μου, σε κανέναν δεν αξίζει. Να δω τη γυναίκα μου, τη μητέρα σας, στην εντατική από καρδιακή ανεπάρκεια. Και γύρω της αυτά τα, τα -θεέ μου, συγχωρήστε μου τη δυσκολία να εκφραστώ, ειδικά εσύ κουκλίτσα μου που πέρασες φέτος στη Νομική και θα δικάσεις στο μέλλον πολλές φορές τον πατέρα σου. Κι εσύ γιε μου που ζητάς να σε στείλω στο εξωτερικό γιατί δεν βλέπεις εδώ μέλλον- τα τρία όρνεα, τα τρία κοράκια με τις άσπρες μπλούζες που εγώ ο ίδιος -πόσο αφελής!- κουβάλησα απ’ τα καλύτερα νοσοκομεία της αλλοδαπής να τη θεραπεύσουν, να την έχουν στημένη στα τέσσερα και ν’ ασελγούν στο κορμάκι της και να ’χουν και το θράσος να μου πουν ότι είναι η μόνη της ελπίδα –ωμός εκβιασμός. Γιατί -αυτό ήταν το πρόβλημά μου εξαρχής ξέρετε- είναι πανέμορφη η Μαρία μου. Είναι πανέμορφη και τους τρελαίνει. Και μ’ εκβιάζουν ότι αλλιώς δεν έχει σωτηρία και πρέπει τώρα εγώ να κόψω και τα δυο μου τα χέρια απ’ τη ρίζα και με τα δόντια (όπως εξάλλου έκανα πάντα ο μαλάκας) να πάω να ψηφίσω κάποιον από τους δυο (δεν το ’χω αποφασίσει ακόμα «μπλε» ή «πράσινο») για κείνην, για χάρη της και για χάρη σας κι ας σας ακούγεται παράλογο αυτό –ειδικά σε σένα κουκλίτσα μου, που, όπως κάποτε η μαμά σας κι όπως ο ίδιος εγώ ο ανόητος, μου είπες χτες πως η καρδιά σου εσένα χτυπάει αριστερά- κι ας σας φανεί παρανοϊκό ίσως που είναι δυνατόν να συνεργήσω ξανά σ’ αυτήν την τραγωδία. Θα το κάνω. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί αυτό τούτη την ώρα μου φαίνεται λογικό, γιατί μου φαίνεται διέξοδος να πω δεν ξέρω. Πάντα είχα αυτό το πρόβλημα με την έκθεση. 



η εικόνα από εδώ