31 Ιαν 2010

αυτοκριτική



Οι Αλβανοί είναι όλοι κλέφτες, οι μαύροι πρεζόνια. Οι Ιταλοί; Μαφιόζοι, το ίδιο και οι Κινέζοι. Φονιάδες των λαών οι Αμερικάνοι και τα παιδιά τους: αμερικανάκια. Οι Άγγλοι αδερφές, οι Γάλλοι βρωμιάρηδες σωβινιστές, σωβινιστές κι οι Γερμανοί και επιπλέον ξενέρωτοι σαν όλους τους κεντροευρωπαίους. Εσωστρεφείς και μονόχνωτοι οι Σκανδιναβοί, ρομποτάκια οι Ιάπωνες, παραδόπιστοι και ύπουλοι οι Εβραίοι, για τους Τούρκους ας μη γίνει λόγος…

Δε μπορώ παρά να αισθάνομαι ευτυχής που γεννήθηκα Έλληνας.

Δεν υπάρχει, ρε, άλλη τέτοια φυλή στον πλανήτη! Υπάρχουν βέβαια κι εδώ πλήθος ζωντόβολα που τη μολύνουν με την ύπαρξή τους, όπως αυτός ο μαλάκας ο Αλέξανδρος, κρίμα τ’ όνομα! Συνάδελφος στη δουλειά, ακαμάτης, άχρηστος, αρβανίτης από πάππο σίγουρα. Κι η ξινή η δασκάλα του μικρού, η φραγκολεβαντίνα που θαρρεί πως κρατά απευθείας απ’ τους Δόγηδες της Βενετίας. Κι όλοι αυτοί οι χόμο-ερέκτους που βρίζουν και ρεύονται μπύρες στα γήπεδα και τα πορνίδια με τα ξέκωλα κι οι τεμπελχανάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι, χαραμοφάηδες όλοι τους! Κι ασφαλώς οι ταξιτζήδες, μα μήπως οι υπόλοιποι οδηγοί είναι καλύτεροι; Ανίδεοι οι περισσότεροι κι επικίνδυνοι. Οι γιατροί; –χασάπηδες, οι μπάτσοι; –γουρούνια, αμ οι δικηγόροι; Ουδείς μωρότερος, εξαιρουμένων βεβαίως των διδασκάλων.

Και μία λέξη μόνο θα πω: δη-μο-σι-ο-γρά-φοι! Δεν είναι επάγγελμα. Είναι μάστιγα, συγκρινόμενη μόνο μ’ εκείνη των πολιτικών.

Τώρα, βέβαια, που το καλοσκέφτομαι, ποιος ήταν που έλεγε πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν; Σοφός! Τι τα θες, ραγιάς ο Έλληνας (τετρακόσια χρόνια και τα λοιπά), το βλέπεις στο μάτι του, γυαλίζει το κόμπλεξ. Το βλέπεις παντού, το βλέπεις στους διαδρόμους και στις τράπεζες και στα φουαγιέ των θεάτρων, στις εθνικές εορτές, στις δεξιώσεις, στα «πού πας κυρά μου!» και στα «τι λες, αγοράκι μου!», στις ψευτοπαλληκαριές και στα «ξέρεις ποιος ειμ’ εγώ, ρε;» και στους τσαμπουκάδες των φαναριών. Το βλέπεις στα ζαρωμένα μάτια του εργολάβου με τις κακοτεχνίες, το βλέπεις στο βάδισμα της χοντρής στο σουπερμάρκετ και στο τουπέ της ψωνάρας που απαιτεί εξυπηρέτηση και στη γλοιώδη φάτσα του εμπόρου που κοιτάει να σε ρίξει στο ζύγι και στο μωρό της διπλανής και στο καζανάκι του αποπάνω και στα πιτσιρίκια με το εμεσέν και στους κουλτουριάρηδες και τους δήθεν κι όλους αυτούς που έχουνε βρωμίσει τον τόπο μ’ αυτά τα μπλογκς… Και το ακούς στις φωνές τους και το ακούς στους ψιθύρους τους και τ’ ακούς ακόμα και στις ανάσες τους…Γι αυτό σου λέω.


Τελικά, η ανώτερη φυλή του πλανήτη είμαι εγώ.




.jpg



πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα

27 Ιαν 2010

κάτι ν' αξίζει



Μίλησα σήμερα με τον καθηγητή σου.

Ποιον απ’ όλους;

Εκείνον που είχαμε δει τις προάλλες στο σούπερ-μάρκετ. Με το σκουλαρίκι.

Τον Αλεξόπουλο;

Νομίζω. Τον μαθηματικό.

Τον Αλεξόπουλο. Τι είπε;

Τι να πει; Τα μάσαγε. Προσπαθεί, αλλά δεν προσπαθεί. Προσέχει, αλλά δεν προσέχει. Πολλές απουσίες… Διαγώνισμα δεν μου έγραψε…



Δεν έχεις να πεις τίποτα;

Τι να πω;

Τι να πεις; Ξέρω γω τι να πεις; Τι κάνεις στη ζωή σου. Να με κοιτάξεις στα μάτια μια φορά και να …να… ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ!

Μη φωνάζεις, σ’ ακούω.

Μ’ ακούς και χορεύεις. Σταμάτα να κουνιέσαι και κοίταξέ με. Τι είσαι και κουνιέσαι…

Κουνιστός.

Τι πράμα;

Κουνιστός! Έτσι δεν είπες την άλλη φορά; Έτσι δεν τους λέγανε στην εποχή σου;

Ποιους;… Δεν πάμε καλά, δεν πάμε καλά. ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΟΥ! …Σου μιλάω γαμώ την… σταμάτα να κουνιέσαι και να κοιτάς αλλού. Έλα δω ρε γαμώτο, μη με κάνεις να παραφέρομαι. Έλα δω, βγάλε αυτό το πράγμα απ’ τ’ αυτί σου.

Σταμάτα ρε, τι τραβάς; ΤΙ ΤΡΑΒΑΣ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ;

Έλα μπράβο… Βλέπεις… Αφού μπορούμε να ‘μαστε φίλοι.

Άσε με ήσυχο.

Έχεις ό,τι θέλεις. Έχετε ό,τι θέλετε, ποιο είναι το πρόβλημά σας. Εγώ…

Εσύ…

Με ειρωνεύεσαι;



Με ειρωνεύεσαι.



Ειρωνευτείς δεν ειρωνευτείς, αγόρι μου, εγώ ότι είχα να πετύχω στη ζωή μου, το πέτυχα κι αυτό δεν αλλάζει. Χάρη σ’ αυτό έχετε και τρώτε και πίνετε και γυρνάτε στις καφετέριες και μιλάτε στα κινητά και στα φέισμπουκ και ειρωνεύεστε κι από πάνω…



Έχω άδικο;

Τι θέλεις να σου πω;

Να μου πεις αν έχω άδικο.

Όχι, δεν έχεις.

Δεν έχω;

Ε, όχι λέμε!

Τι δεν έχω; Δίκιο ή άδικο;

Ε;

Άκουσες τίποτα απ’ όσα είπα;

Φυσικά και άκουσα. Εσύ πέτυχες στη ζωή σου… κι έχεις λεφτά και μας τα παρέχεις όλα. Ήξερες να βάζεις στόχους, όπως ο πατέρας σου και γι αυτό πετύχατε και οι δύο και φτιάξατε την επιχείρηση με τα κρέατα κι αν έχουμε μυαλό μέσα στο κεφάλι μας, εγώ κι ο αδερφός μου, θα μάθουμε πέντε γράμματα να τη συνεχίσουμε και να τη μεγαλώσουμε. Τα ‘χω ακούσει πολλές φορές, τα ‘χω μάθει απέξω. Μόνο που ο Χάρης έχει λίγο μυαλό, έκανε ό,τι έκανε, και τις κοπάνες και τα γκομενιλίκια, άκουσε τα βρισίδια του κι έστρωσε και τώρα σπουδάζει, ενώ εγώ λέω να παραμείνω άχρηστος…

Δεν… Άχρηστος; Ποιος είπε ότι είσαι άχρηστος;

Ποιος αλήθεια;

Είπα εγώ πως είσαι άχρηστος; …. Κι αν το ‘πα θα το ‘πα στα νεύρα μου απάνω. Εσύ το πήρες κατάκαρδα;




Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι το εννοούσα… Και εν πάση περιπτώσει, τι θέλεις τώρα; Να σου ζητήσω συγγνώμη; … Ε; Αν θέλεις…

Όχι.

Τι όχι;

Δεν θέλω συγγνώμες.

Κοίταξε να δεις… αν υπάρχει κάτι άλλο που θέλεις… εγώ, ξέρεις.



Τι με κοιτάς; Ό,τι ζητήσατε μέχρι τώρα δεν το είχατε; Τελευταία τάξη είναι γαμώ την πουτάνα μου, κάνε μια προσπάθεια. Νομίζεις δεν ξέρω τι ζόρια τραβάτε; Δεν τα ξέρω; Και το στριμοκώλιασμα με τα μαθήματα και τα διαβάσματα, και το αίμα που βράζει και θες να τα παρατήσεις όλα, και τους καθηγητές που στη σπάνε πολλές φορές, τα ‘χω περάσει κι εγώ και ξέρω. Όμως πρέπει να ‘χεις στόχους, παιδί μου. Να ‘χεις κάτι να περιμένεις και να γουστάρεις, να το φαντάζεσαι και να παίρνεις δύναμη. Γι αυτό σου λέω, πέρνα εσύ στο Πανεπιστήμιο και ζήτα μου ό,τι θέλεις…

Μην τάζεις, πατέρα. Μη βιάζεσαι να υποσχεθείς…

Γιατί ρε μπαγάσα, τι έχεις στο μυαλό σου; Έλα δω ρε… έλα σου λέω.

Πατέρα… άστο καλύτερα, άκου που σου λέω.

Κοίτα τον, τον… θέλει παρακάλια. Τι, να βάλω τη μάνα σου να σε ψαρέψει, όπως όταν είσαστε μικρά που ‘κανα μετά τον Αη Βασίλη; Σ’ απογοήτευσα ποτέ; Ε; Πες μου! Τώρα όμως μεγάλωσες, ρε μπαγάσα, κοντεύεις να με περάσεις στο μπόι, πες μου λοιπόν αντρίκια, τι θέλεις κι εγώ θα κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου. Φτάνει να μη μ’ απογοητεύσεις κι εσύ… Τι είναι; Αυτοκίνητο;

Όχι, ρε πατέρα, ασ’ το σου λέω…

Τι άστο και άστο, αντρίκια είπαμε, τι είναι; Τζιπ, εξωλέμβιο τι; Μπας κι έχεις κάνει τίποτα, μπας και χρωστάς λεφτά; Δημήτρη, κοίταξέ με… Αν δε βοηθήσει ο γέρος σου, τότε ποιος…;

Δεν μπορεί να βοηθήσει ο γέρος μου, το καταλαβαίνεις; Ούτε αυτός ούτε κανένας. Δεν μπορείς να μου αγοράσεις αυτό που θέλω, δεν μπορείς να τ’ αγοράζεις όλα… Και το πιο αστείο, ξέρεις, είναι ότι το είχες -αυτό που θέλω περισσότερο από κάθε τι το είχες κάποτε στα χέρια σου, αλλά δεν ήταν… δεν ήταν στους στόχους σου…

Τι λες τώρα;

Τον κόσμο θέλω, πατέρα, μπορείς να μου αγοράσεις τον κόσμο; Όχι. Ούτε και να τον φέρεις πίσω μπορείς. Κείνον τον κόσμο που σου χάρισε ο δικός σου πατέρας, κείνον τον κόσμο που τόσο μας έχεις παινέψει: στα δικά μου τα χρόνια και στα δικά μου τα χρόνια! Πού είναι κείνος ο κόσμος λοιπόν; Αφού ήτανε τόσο καλύτερος από τούτον εδώ, γιατί δεν μας τον φύλαξες… λίγο, ένα τόσο δα, να ‘χουμε κάτι να φανταζόμαστε και να παίρνουμε δύναμη, πατέρα, κάτι να περιμένουμε και να γουστάρουμε… κάτι όμορφο ρε πατέρα… όχι αυτά τα χάλια…. Όχι αυτά τα σκατά…

10 Ιαν 2010

μια απόλαυση



-Τι ώρα είπαν ότι θα 'ρθουν;

-Γύρω στις εννιά. Ετοιμάσου.

-Από τώρα; Αφού ξέρεις, όταν λέει η φιλενάδα σου εννιά σημαίνει καλές έντεκα.

-Η φιλενάδα μου;;

-Ε, τι να πω, η φιλενάδα μας; Η Καίτη, τέλος πάντων. Φιλενάδες δεν είστε;

-Όρεξη έχεις μου φαίνεται...

-Καλά εντάξει, πάλι θα μου πεις για...

-Ε, ναι, πάλι θα σου πω. Το ξέρεις το πρόβλημά μου.

-Έλα μωρέ. Αφού είναι καλά παιδιά. Και ταιριάζουμε. Θα πιούμε το κρασάκι μας, θα παίξουμε τη μπιρίμπα μας...

-Θα φλομώσουμε το σπίτι στο...

-Ωχ, μην αρχίζεις! Θ' ανοίξουμε λιγάκι το παράθυρο. Δεν είναι πια και τόσο τρομερό για ένα βράδυ.

-Για μένα, είναι. Ξέρεις πως έχω πρόβλημα. Κι όχι τίποτ' άλλο, σε παρασέρνουν και σένα και θα το ξαναρχίσεις, τόσο αγώνα που έκανες για να το κόψεις!

-Μη σε νοιάζει για μένα μωρό μου, ο άντρας σου είναι βράχος. Πού στο διάολο... Το μυστικό είναι να το ελέγχεις. Κι αν κάνεις και κανένα μια στις τόσες δεν έγινε και τίποτα. Μια απόλαυση είναι. Να τα κόψουμε όλα δηλαδή; Γαμώτο μου, πού τους βάζω τους αναπτήρες; Έχεις φωτιά;

-Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Απόλαυση-ξεαπόλαυση, η βρώμα είναι βρώμα. Κι ύστερα, τι απόλαυση είναι αυτή, όλη την ώρα με την μαλακία στο στόμα; Να κάνεις ένα με το ποτό σου, πάει στο διάολο. Αλλά να κουβαλάς πακέτο... είναι μαλακία. Συγγνώμη, αλλά είναι μαλακία. Χλάτσα-χλούτσα όλη την ώρα!

-Σου είπα: το παν είναι να το ελέγχεις. Και για τη βρώμα μη σε νοιάζει, θα τους πάρω να βγούμε στη βεράντα.

-Να βγείτε να γίνετε αρχαίοι, σας χρειάζεται! Κι εγώ να βάλω ένα μανταλάκι στη μύτη, να μη μυρίζω τα χνώτα σας. Νομίζεις ότι τα ξέχασα; Που πήγαινες να με φιλήσεις και μου 'ρχόταν εμετός; Άσε πια εκείνα τα ρούχα. Να πλένω-να πλένω και να μην ξεβρωμίζουν...

-Ε, αυτό είναι δικό σου κόλλημα. Κανείς άλλος δεν έχει πρόβλημα με τα ρούχα.

-Ναι, βγάλε με και προβληματική από πάνω. Πες με πάλι υστερική!

-Σσστ! Κάτι ακούω. Νομίζω πως ήρθανε... Όχι, ο διπλανός είναι.

-Να σου πω... Πώς σου φαίνομαι;

-Τι; Α... εεε...

-Καλέ αυτός έμεινε κάγκελο! Τόσο χάλια είμαι;

-Μωρέ, κούκλα είσαι... Αλλά αυτό το... Πότε το πήρες αυτό;

-Χτες. Δεν είναι καλό; Πίστευα πως θα σ' αρέσει.

-Μ' αρέσει... Αλλά μες στο σπίτι; Θα λέει η Καίτη ότι προσπαθείς να καυλώσεις τον άντρα της.

-Τι λες! Τόσο σέξυ είμαι; Εσύ δηλαδή τώρα... για να δω...

-Ε, σταμάτα!

-Γιατί μωρό μου, αφού σε βρίσκω ντούρο... Να σου πω, κοίτα αυτό το φερμουάρ, κάνεις μια έτσι και...

-Χριστέ μου! Ω, ρε μάνα μου!!!

-Δεν μου λες, άλλο από Χριστούς και μανάδες έχει το ρεπερτόριο;

-Μα... ωχ, τι να πω; Έχω μείνει άφωνος. Μωρρρό μου!

-Βλέπεις τι έχανες τόσον καιρό με τη βρώμα;

-Ποια βρώμα;

-Τη βρώμα και τη δυσωδία! Άκου να σου πω... σ' αρέσει αυτό που πιάνεις, ε; Ωραία, πάρε όμως τώρα τα χέρια σου γιατί ανεβαίνουν. Ωχ, έφτασαν, μαζέψου!

-Πούστη μου!

-Βρε καλώς τα παιδιά! Τι κάνεις Καίτη; Αργύρη;

-Τι γίνεται ρε παιδιά; Τι κουβαλήσατε πάλι;

-Αγάπη μου, απ' τη Χαρά, το συνηθισμένο. Είναι στρωμένο το τραπέζι; Ετοιμαστείτε να σας πατήσουμε.

-Καθίστε. Τώρα θα στρώσουμε...

-Κάτι καλό μυρίζει!

-Ωχ, οι πίτσες! Τρέχω!

-Τι κάνατε πάλι ρε παιδιά; Ένα κρασί δεν είπαμε;

-Ε, και κάτι να το συνοδέψουμε... Να σου πω, Αργύρη...

-Έλα.

-Αν είναι για το άλλο... αν θέλουμε να μασήσουμε, λέω, πάμε έξω στη βεράντα. Ξέρεις, τη Γιωργία την ενοχλεί...

-Ποιο πράμα; Α, τι, το μάσημα λες; Τώωωρα! Καλά, από πότε έχουμε να βρεθούμε; Το χουμε κομμένο δυο μήνες.

-Τι λες; Μπράβο ρε παιδιά!

-Τι ακούω, κόψατε το μάσημα;

-Ε, ναι, καιρός ήτανε... Παστουρμάς, τέλος! Μαχαίρι, μιλάμε.

-Έλα ρε, μπράβο! Εδώ που τα λέμε, μια απόφαση είναι. Πήρατε τσίχλες ή...

-Όχι μωρέ, τι τσίχλες και μαλακίες, είπαμε θα το κόψουμε και το κόψαμε!

-Ε, πώς, δεν είναι εύκολο πράμα! Άλλοι προσπαθούνε χρόνια... Όπως και να το κάνεις, είναι εξάρτηση. Κι αυτά που λένε ότι βάζουνε μέσα... για να εθίζεσαι...

-Μωρέ, όταν έκανα εγώ το τεστ κοπώσεως... Και είδα και τις εξετάσεις... Οι αρτηρίες, ρε μαλάκα, ενενηντατόσο τοις εκατό φραγμένες. Αυτό το πράγμα είναι σκέτη χοληστερίνη! Το κοψα και βρήκα την υγειά μου, ανάσανα. Ασε η τσέπη!

-Και η βρώμα...

-Η βρώμα; Ποια βρώμα;

-Άσε μας ρε Γιωργία με τη βρώμα!Έτσι είναι οι απολαύσεις... Και τζατζίκι να φας, βρωμάς!

-Ε, να φας, αλλά όχι όλη την ώρα! Στους δρόμους, στις καφετέριες, στις τράπεζες, ο παστουρμάς, χλάτσα-χλούτσα, χλάτσα-χλούτσα... Στις εφορίες...

-Ναι, οι εφορίες μας μάραναν! Τα παιδιά, σου λέει το κόψανε. Τέρμα! Να πιούμε να το γιορτάσουμε. Φέρε ρε αγάπη μου το κρασί.

-Ναι, Γιωργία... και κανένα τασάκι.

-Ωχ, με συγχωρείτε ρε παιδιά. Το πήρα να το αδειάσω. Ορίστε.

-Μπα τι βλέπω, πουράκι;

-Ε, ή κάνουμε ή δεν κάνουμε! Της Καίτης δεν της αρέσει, είναι λέει βαρύ. Πάρε να δοκιμάσεις. Πάρε κι εσύ, Γιωργία... Ποιος κάνει φύλλα;

-Φχαριστώ Αργύρη, εγώ το στριφτό δεν το αλλάζω.

-Ρε συ, Αργύρη! Ωραίο πράμα ρε! Αλλά θα κοστίζει...

-Δε βαριέσαι, φίλε. Μια απόλαυση είναι. Μας έχουνε βάλει στο λούκι και τρέχουμε. Να τα κόψουμε όλα δηλαδή; Ανακάτεψα, θα κόψεις; Ε, καλά δεν λέω; Μια απόλαυση μας έμεινε -κόψε Γιωργία- να την κόψουμε κι αυτή;