8 Ιουλ 2010

ο νέος γείτονας




Κυριακή 12 Ιουνίου

Ξύπνησα μ' ένα τρομερό πονοκέφαλο. Το πάρτυ της Έλενας γαμάτο αλλά το παράκανα με τη βότκα και τους μπάφους. Η Μίλυ είχε φέρει και χάπια που εγώ βέβαια δεν τα βάζω στο στόμα μου. Κάθομαι τώρα νεκρή στη βεράντα, πρώτη φορά που δεν μπορώ τον ήλιο. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά κι έχω αδειάσει ήδη μια κανάτα νερό (και ποιος σηκώνεται να τη γεμίσει;)
Ο Σταύρος πολύ μαλάκας। Μ' έχει ταράξει στα μηνύματα. Δεν γουστάρω πια αγοράκι μου...ΔΕΝΝΝ-ΓΟΥΣΤΑΡΩ! Ε μα!

Πεινάω!!! Τι καλά να 'ρχότανε τώρα η μάνα μου μ' αυτές τις μαλακίες που της αρέσει ν' αλίβει (πώς σκατά γράφεται αυτό;) ή μ' ένα μεγάλο μπολ κορνφλέικς. Αλλά λείπει βλέπεις η μαλάκω. Τέσπα.
Άσχετο. Μας ήρθε καινούργιος γείτονας;

Δευτέρα 13 Ιουνίου

Ο Σταύρος μου τα 'κανε πάλι νταούλια. ΔΕΝ-ΠΑΕΙ-ΑΛΛΟ!!!

Δευτέρα 20 Ιουνίου

Πολύ παιδί ο γείτονας. Χτες πιάσαμε την κουβέντα. Δουλεύει στο νοσοκομείο (γαμάτο;) κάτι σα γιατρός αλλά δεν κατάλαβα. Πάντως φοράει άσπρη μπλούζα την είδα στη μπουγάδα τους. Α ναι, είναι παντρεμένος το μανάρι μου, κρίμα! Είμαι σίγουρη πως όποτε γυρνούσα πλάτη κοίταζε τον κώλο μου. (Δεν τον αδικώ, έχω και γαμώ τους κώλους!)

Δευτέρα απόγευμα

Είδα τη γυναίκα του και OMG είναι έγκυος! Καλέ τι έγκυος, αυτή έχει μια κοιλιά μέχρι το στόμα!

Πέμπτη 23 Ιουνίου

Σήμερα πέτυχα το γείτονα στο πάρκιν. Όταν με είδε πίσω απ' το τιμόνι γούρλωσε τις ματάρες του. Του εξήγησα γλυκά-γλυκά ότι τον Οχτώμβριο κλίνω τα δεκαενιά (μάλλον 2 νι θέλει αυτό αλλά δεν παίρνω και όρκο.) Δεν ξέρω αν το πίστεψε. Κι όμως είναι αλήθεια! Τι φταίω γω αν μικροδείχνω;
Α ναι! Τον λένε Κυριάκο!

Κυριακή 26 Ιουνίου

Τα κοιτάζει! Τα πόδια μου, το τσεκάρισα. Σίγουρα ζουμάρει και στον κώλο μου. Φοράει κάτι περίεργα φαρδιά και δεν καταλαβαίνω αλλά είμαι σι-γου-ρη ότι του γίνεται τούμπανο. Κι είναι πολύ γλυκός. Τον βλέπω έτσι φουντωμένο και τον λυπάμαι αλλά...Τι να σου κάνω; Παντρειά δεν ήθελες; Τι ξενοκοιτάζεις τώρα; Με γκαστρωμένη γυναίκα. Ντροπή!

Σάββατο 2 Ιουλίου

Θα βγει. Δεν θα βγει. Θα βγει. Δεν θα βγει. Βαριέμαι αφόρητα. Πόσες ώρες κοιμάται ο άνθρωπος; Εντάξει, είχε υπηρεσία το βράδυ αλλά κοντέβει πέντε. Έλεος!

Κυριακή 3 Ιουλίου

Τελικά χτες δεν τον είδα καθόλου. Είχα κάτι νεύρα! Νεύρα και κάβλες. Ήτανε κι η ζέστη...μάτι δεν έκλεισα όλη νύχτα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε ότι τον άκουσα και πετάχτηκα απ' το κρεβάτι μες στ' άγρια μεσάνυχτα αλλά οι φωνές ήταν από μέσα...διασκεδάζανε τα πουλάκια μου. Η κοιλιά κοιλιά και ο πούτσος πούτσος! Ωχ, νάτο πάλι που τα θυμήθηκα. Και δεν μπορώ και να χαϊδευτώ η γυναίκα! Κάτι η ζέστη, κάτι το τρίψε-τρίψε έχω κάνει έγκαυμα. Όχι να μαλακιστώ, ούτε να κλείσω τα πόδια μου δεν μπορώ η ρουφιάνα!

Δευτέρα ξημερώματα

Τέτοια ώρα το ξέρω δεν είναι για γράψιμο αλλά πρέπει να στα πω! Ήμουνα τόσο κουρασμένη το μεσημέρι που έτσι δα πήγα να κάτσω λίγο στο κρεβάτι και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο που τον έβλεπα στον ύπνο μου. Τον Κυριάκο ντε! Κι άκουγα και τη φωνή του, πεντακάθαρα. Όταν ξύπνησα και κατάλαβα πως είναι στη βεράντα πετάχτηκα έξω όπως ήμουνα. Τον είδα που με κοίταζε και μ' έκοψε κρύος ιδρώτας, έχει γούστο λέω...όχι, εντάξει, ευτυχώς δεν είχα γδυθεί. Μονάχα το σουτιέν είχα βγάλει και η μπλούζα μου (ξέρεις μια ριγέ, θαλασσί με γκρι και άσπρο κι ένα κουμπάκι μπροστά) είναι κάπως ανοιχτή. Ήτανε και το κουμπί ξεκούμπωτο...κοντέψανε να του πεταχτούνε τα μάτια του κακομοίρη. Σηκώθηκε να πάει μέσα αλλά του πιασα κουβέντα και δεν τον άφηνα. Είχα γίνει μούσκεμα. Έλεγα θα τρέξουν τα ζουμιά στα μπούτια μου και θα τα δει. Κι αν τα 'βλεπε; Το πολύ-πολύ να του 'δινα να γλίψει λίγο (Πλάκα κάνω βέβαια!) Αυτός λες κι είχε καταπιεί τη γλώσσα του! Στο τέλος χώθηκε μέσα οπότε έφυγα κι εγώ σφαίρα για δάχτυλο αλλά πού! Λυσάξανε όλοι! Πρώτα η μάνα μου, μετά τα τηλέφωνα. Ύστερα ήρθαν κι οι φίλοι του πατέρα μου να δούνε ποδόσφαιρο. Και πόσο μεγάλωσες και τι κούκλα που έγινες...Άσχετο! Οι άντρες όταν αρχίζουν να γερνάνε πρέπει να τα ψιλοπαίζουνε, έτσι; Βλέπουν γυναίκα και τους γυρνά το μάτι ανάποδα. Εντάξει, φορούσα κι εγώ εκείνο το φρου-φρου που ίσα-ίσα καλύπτει τα κωλομέρια αλλά από κάτω φορούσα σορτς! Σε παρακαλώ! (Ο μπαμπάς φαινόταν να 'χει φάει χοντρή φρίκη κι έκανε κάτι νοήματα στη μάνα μου) Πήρα κι εγώ το Λούκο (το σκυλί) κι εξαφανίστικα. Γύρισα κι έκανα βουτιά στο κρεβάτι και μέχρι τώρα τριβόμουνα. Δεκαεφτά φορές τελείωσα. Τις μετρούσα!