5 Δεκ 2011

το σχέδιο (μέρος τρίτο)


σύνδεση με τα προηγούμενα: Την ώρα που στη βουλή ετοιμάζεται να ξεκινήσει η κουβέντα για το συζητήσιμα πρωτοποριακό σχέδιο Προμηθέας κι ενώ στους γύρω δρόμους γίνεται του ..Συντάγματος, ο υπουργός εθνικής αφάλειας Θανάσης Μαρκίδης ξυρίζει το διάσημο μουστάκι του κι ανακατεύεται στο πλήθος αναζητώντας την τραυματισμένη κόρη του.



«Ανακεφαλαιώνω: έχουμε ένα σχέδιο και έχουμε και μια πληροφορία. Μια πληροφορία που μόλις επιβεβαιώθηκε. Το ερώτημα είναι αν και πώς μπορούμε να εντάξουμε το νέο αυτό δεδομένο στο αρχικό σχέδιο.»
«Όσον αφορά τον πελάτη μου…»
«Η επιθυμία του πελάτη σας έχει γίνει απολύτως κατανοητή. Όμως ο χρόνος πιέζει. Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει σήμερα, τώρα.»
«Είπατε ότι έχετε τον κατάλληλο άνθρωπο.»
«Πάντα.»
«Σίγουρα η ευκαιρία που προσφέρεται εδώ είναι μοναδική…δεν ξέρω μόνο κατά πόσον…»
«Κοιτάξτε. Αν υπάρχουν διλήμματα ηθικού τύπου…»
«Αγαπητέ μου!»
«…ή αν φοβόμαστε το ρίσκο…»
«Μας προσβάλετε! Η ομάδα μου…»
«Η ομάδα σας! Αν θυμάμαι καλά, την τελευταία φορά η ομάδα σας… Πώς είπατε κυρία μου;»
«Λέω πως σπαταλάτε το χρόνο μου. Πίστευα πως υπάρχει κάποιο πλάνο και μια κοινή επιθυμία για δράση και ξαφνικά βρίσκομαι ανάμεσα σε μερικούς αθλητικούς τζέντλεμεν που συζητούν για την επόμενη παρτίδα γκολφ.»
«Γκολφ! Αυτό είναι αρκούντως ντροπιαστικό για την υπηρεσία μου. Προσωπικά λέω –ναι σε όλα.»
«Εγώ καλύφθηκα.»
«Το ίδιο κι εγώ.»
«Όλα στο ζερό, λοιπόν. Η μπίλια έφυγε!»


«Ήρθε ο ψηλός; Στειλ’ τον μέσα. Και κλείσε τα παράθυρα!»
«Κλειστά είναι κύριε διοικητά.»
«Καλά-καλά! Να μην μας ενοχλήσει κανείς……………………………..…….Ακόμα εδώ είσαι;»
«Εγώ είμαι κύριε.»
«Φτου σου πούστη!..............Πώς εμφανίζεσαι έτσι παιδί μου; Κόντεψα να κόψω το δάχτυλό μου... Κωλοκουβανοί!»
«Με συγχωρείτε κύριε.»
«Δεν φταις εσύ. Κάθισε. Ελπίζω να μην σ’ ενοχλεί το πούρο… Λοιπόν.»
«Λοιπόν, κύριε;»
«Τι λοιπόν κύριε; Ξέρεις γιατί σε φώναξα; Και κόψε αυτό το κύριε. Δεν μπορείς να με λες απλά Θεμιστοκλή;»
«Μάλιστα κύριε Θεμιστοκλή.»
«Γι αυτό μ’ αρέσεις ρε ψηλέ! Γιατί είσαι Λάκωνας. Κι οι Κρητικοί με τους Λάκωνες…ξέρεις. Τα ξανάπαμε αυτά… Λοιπόν, στο ψητό! Τι έγινε με τη μικρή;»
«Υπό έλεγχο.»
«Ο άλλος;»
«Καθ’ οδόν.»
«Τον έχουμε…»
«Μάλιστα κύριε.»
«Χμ.. Πολύ καλά. Καταλαβαίνεις τι ευκαιρία μας δίνεται εδώ. Θέλω να αναλάβεις την υπόθεση προσωπικά.»
«Εννοείτε ότι… θέλετε να είμαι παρών στο συμβάν;»
«Όχι απλώς παρών. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι το συμβάν θα συμβεί και ότι θα συμβεί έτσι όπως πρέπει.»
«Μείνετε ήσυχος κύριε. Το συμβάν θα συμβεί. Όπως πρέπει.»

«Γιατί καθυστερούμε; Πού είναι ο Θανάσης;»
«Κάτι είπε για τουαλέτα νομίζω.»
«Τουαλέτα; Τόση ώρα; Κάτι δεν πάει καλά.»
«Ε, αφού τα ξέρεις. Κάποιοι στριμώχνονται άσχημα.»
«Εσένα αυτό το σχέδιο πώς σου φαίνεται;»
«Πώς θες να μου φαίνεται; Αποκρουστικό. Αλλά αναπόφευκτο. Και σε πολλές περιπτώσεις χρήσιμο.»
«Ναι αλλά να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι σαν… Κάποτε φωνάζαμε για το φακέλωμα και για τις κάμερες.»
«Ναι, κάποτε.»
«Αχ, δεν μπορώ, δεν την αντέχω τη σκέψη ότι…»
«Άκου, Μαρία. Κάποτε θέλαμε τον κόσμο. Τώρα, καλώς ή κακώς, ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να τον έχουμε. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Πάντοτε. Σκέψου μόνο το αίσθημα ασφάλειας που θ’ αποκτήσουν οι άνθρωποι, οι απλοί άνθρωποι. Που πάνε στη δουλειά, που μεγαλώνουν παιδάκια…»
«Που ψηφίζουν, που καταναλώνουν…»
«Κακό είναι αυτό; Όταν λέμε ο λαός, η κοινωνία, ποιους εννοούμε; Αυτούς που μετατρέπουν τους δρόμους σε ζούγκλα; Ή αυτούς που θέλουν να γυρίσουν στο σπίτι τους ήρεμα κι είναι αναγκασμένοι να ζουν και να κινούνται σε μια ζούγκλα; Με το φόβο και με την αγωνία; Αν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στην ασφάλεια, την πραγματική ασφάλεια, και στην προστασία της ανωνυμίας τους, τι πιστεύεις ότι θα διαλέξουν;»
«Θα μάθουμε σύντομα. Μόλις αρχίσουν οι δημοσκοπήσεις. Εγώ, πάντως, εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι γιατί δεν παραγγείλαμε μία. Και να σου πω και κάτι άλλο; Μιλάμε για τους ανθρώπους που πάνε στη δουλίτσα τους. Πόσοι είναι αυτοί; Πόσοι θα είναι σε λίγο; Έχουμε 25% ανεργία. Κι έχουμε ανθρώπους που διαμαρτύρονται, που διαδηλώνουν… Δεν έχουν δικαίωμα; Έχουμε άστεγους, μετανάστες, ανθρώπους που κρύβουν τις πράξεις τους για κοινωνικούς λόγους ή για λόγους αξιοπρέπειας. Ερωτικές σχέσεις πι-χι που θέλουν να παραμείνουν κρυφές.»
«Και κινδυνεύουν απ’ τον Προμηθέα;»
«Δεν ξέρω. Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Δεν έχεις ποτέ την αίσθηση ότι σε χρησιμοποιούν; Ότι υπάρχουν κάποιοι άλλοι χωρίς τις αγαθές προθέσεις τις δικές μας; Κάποιοι έτοιμοι να μετατρέψουν τον κόσμο σε ζούγκλα πολύ χειρότερη απ’ αυτή των κακοποιών, των αναρχικών και των χούλιγκανς;»
«Αν εννοείς τους τρομοκράτες, ένας λόγος…»
«Δεν εννοώ τους τρομοκράτες, Κώστα. Ξέρουμε και οι δύο ποιους εννοώ.»
«Αυτοί που εννοείς, δεν νομίζω ότι ενδιαφέρονται για τα παράνομα ζευγάρια. Και, εν πάση περιπτώσει, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθμίζουμε τους κινδύνους και να προχωράμε.»
«Έχεις δίκιο, αλλά να… είναι αυτά τα τσιπάκια που με φοβίζουν. Πολύ σάιενς φίξιον βρε παιδί μου. Μου θυμίζουν όλα αυτά τα… Ότι κάποια στιγμή θα καταλήξουμε να τα φυτεύουμε στο σώμα μας.»

«Νάσο, είσαι καλά;… Όχι, όχι έτσι, είναι χειρότερα. Βάλε το βρεγμένο μαντήλι.»
«Εντ…εντάξει είμαι, Μανώλη, σ’ ευχ-χαριστώ. Εντάξει… Απορώ πώς τα καταφέρνεις και αναπνέεις.»
«Θέμα συνήθειας. Λίγο-πολύ, κάθε μέρα τα ίδια τραβάμε. Δεν θα περάσεις από κει που πας.»
«Πού πάω; Μήπως βλέπω; Με δυσκολία κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά.»
«Ακριβώς. Πίσω απ’ αυτούς τους καπνούς μας περιμένουν.»
«Και τι κάνουμε λοιπόν; Πώς θα φτάσουμε στη Βουκουρεστίου;»
«Δεν το βλέπω να… Στάσου. Κάτι συμβαίνει Βλέπεις εκεί; Νάσο! Νάσο, μ’ ακούς; Εδώ! Τρέξε!»
«Ωχ! Ουφ! Πού πάνε;»
«Δεν ξέρω, αλλά μας βολεύει αφάνταστα. Όπου κι αν προσευχήθηκες, έπιασε. Ο δρόμος είναι ανοιχτός.»
«Τι περιμένουμε λοιπόν; Ουφ! Φύγαμε!»

«Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε για άλλη μια φορά τη ροή του προγράμματός μας, για να συνδεθούμε με την πλατεία Συντάγματος. Τι συμβαίνει εκεί Αρχοντούλα;»
«Δημήτρη, πριν από λίγη ώρα, το θέατρο των επιχειρήσεων μεταφέρθηκε στην οδό Όθωνος, μέσω μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης νεαρών κουκουλοφόρων, κυρίως αυτών που αναφέραμε νωρίτερα με τις –ε- κόκκινες μπλούζες και το αστέρι, αλλά και άλλων ακόμα, που –ε- που επιτέθηκαν με πέτρες και βόμβες μολότωφ στα γραφεία της Citibank, στα οποία ευτυχώς, απ’ ό,τι μας λένε, δεν υπάρχουν εργαζόμενοι. Οι δυνάμεις της αστυνομίας με εντυπωσιακή πραγματικά ετοιμότητα συνέκλιναν προς το σημείο αυτό και φάνηκε ότι ίσως κατάφερναν να εγκλωβίσουν εκεί τους ταραξίες, οι οποίοι όμως, συνεχίζοντας το γνωστό κρυφτούλι με τις δυνάμεις των ματ, διέφυγαν προς τη λεωφόρο Αμαλίας όπου βρίσκεται ο κύριος όγκος των συγκεντρωμένων.»
«Αρχοντούλα, δώσε μας σε παρακαλώ μια εικόνα για τον αριθμό των συγκεντρωμένων. Από το πλάνο, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που είδαμε νωρίτερα.»
«Είναι αλήθεια Δημήτρη, παρά τη σφοδρότητα των επεισοδίων, ο –ε- αριθμός των συγκεντρωμένων εδώ μεγαλώνει συνεχώς και μπορείτε να δείτε νομίζω τώρα μια μεγάλη ομάδα που έρχεται προς το μέρος μας απ’ τη μεριά –ε- του εθνικού κήπου. Λέγαμε και το πρωί ότι έχει γίνει, όλες τις προηγούμενες μέρες, μια πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης μέσω των κοινωνικών δικτύων του Ίντερνετ, μια εκστρατεία πανευρωπαϊκής ή παγκόσμιας κλίμακας, αντίστοιχη μ’ αυτές που βλέπουμε στις συνόδους των G8, εξ ου και οι διάφορες σημαίες όπως η Ισπανική και η Ιταλική εδώ πίσω μου. Μια εκστρατεία που όλοι περιμέναμε με περιέργεια να δούμε τα αποτελέσματά της, αλλά κανένας πιστεύω δεν περίμενε μια τόσο –ε- συγκλονιστική ανταπόκριση. Σαν μαγνήτης λειτουργεί εκτός των άλλων η μεγάλη συναυλία που πρόκειται να ξεκινήσει σε δυόμιση ώρες περίπου με τη συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών από το χώρο της μουσικής και του θεάτρου, ενώ ζωντανές παρεμβάσεις αναμένεται να κάνουν και προσωπικότητες εντός και εκτός συνόρων μέσω της γιγαντοοθόνης που εδώ και λίγη ώρα γίνεται προσπάθεια να στηθεί.»

«Τι γίνεται εκεί κάτω; Δεν ακούγεται τίποτα.»
«Παιδιά, τα χω δει όλα! Τα μάτια μου καίνε, τα πνευμόνια μου καίνε…»
«Πόλεμος, ρε φιλαράκια! Κανονικός πόλεμος! Ουάο!»
«Καλά, εσύ τη βρίσκεις δηλαδή;»
«Επιτέλους, κάποιος που μου μιλάει! Τρουφ, στις υπηρεσίες σας!»
«Άσε τις υποκλίσεις! Ήθελα να ‘ξερα τι βρήκες και μας κόλλησες.»
«Παιδιά, δείτε στη Σταδίου! Δεν φαίνεται ψυχή.»
«Τι βρήκα; Παρέα, φιλαράκια, κορίτσια… τι άλλο θέλω ρε μαν;»
«Ε! Σας μιλάω! Οι μπάτσοι φύγανε. Δεν την κάνουμε κι εμείς σιγά-σιγά;»
«Ναι, πάμε! Τρουφ, ή όπως σε λένε, εμείς την κάνουμε. Χαρήκαμε και τα σχετικά.»
«Σιγά, ρε μάγκες, μην τρέχετε, ούτε δυο κουβέντες δεν είπαμε. Θα μείνετε στη συναυλία; Δεν αλλάξαμε και τηλέφωνα με τα κορίτσια. Όπα.Οι Χρυσαύγουλοι.»
«Ήσυχα. Δεν θα μας πειράξουν.»
«Φιλαράκια, μην εμπιστεύεστε αυτά τα μούτρα. Μπορεί να είναι λιγότεροι αλλά ψάχνουν φασαρίες κι έχουν όπλα. Καλύτερα να την κάνουμε προς τα πίσω.»
«Δεν τους ενοχλούμε, γιατί να μας πειράξουν; Και ξεκόλλα από πάνω μου.»
«Ρε Τόξικ! Το αρχιδάκι σου δεν είναι αυτό; Ελάτε δω ρε κουμούνια! Ελάτε δω, γαμώ το θεό σας! Έχουνε και γκόμενες τα μαλακοδρέπανα! Τρέχτε ρε, θα φύγουνε! Η ξανθιά δικιά μου!»
«Τι έγινε μωρή ξεκωλιάρα αδερφούλα; Στριμώχτηκες ρε μουνόπανο. Τώρα θα δεις τι κάνουμε σε κάτι κόκκινα κωλαράκια σαν το δικό σου! Τα τσουλιά σας θα μου τη γλείψουν στο τέλος!»
«Ακούστε, εμείς…»
«Ποιον θα γαμήσεις μωρή ευνούχα χρυσαύγουλη; Τι μου κουνάς την αλυσίδα και το κέρατο; Έλα με τα χέρια αν έχεις αρχίδια μωρή!»
«Σκάσε ρε μαλάκα! Ακούστε, εμείς αυτόν δεν-αααα!»
«Γιώργο!»
«Έτσι θα σκούζεις κι εσύ μωρή βρώμα όταν θα σε σκίζω. Κόκκινο δε γουστάρετε; Θα φτύσετε το αίμα σας μαλακισμένα!»
«Από δω, παιδιά! Κάποιος μας κάνει νόημα. Εδώ, στη στοά! Τρέξτε από δω!»
«Τι μαγαζί ειν’ αυτό; Είναι ανοιχτό;»
«Μη ρωτάς πολλά. Μπείτε γιατί δεν την παλεύουμε!»
«Γαμώτο! Έρχεται κι ο Τρουφ. Εξ αιτίας του…»
«Αφήστε τον. Δεν βλέπετε ότι βοηθάει το Γιώργο; Αυτός τον γλίτωσε.»
«Τώρα που λες γλίτωσε… Τι κάνουμε εδώ μέσα; Μ’ αρέσει που κλειδώνεις! Δύσκολο είναι να κατεβάσουν τη τζαμαρία;»
«Παιδιά, δεν είναι κανένας μέσα. Κοίταξα. Το μαγαζί είναι άδειο!»
«Πλάκα κάνεις!»
«Καθόλου πλάκα. Κάποιοι το άφησαν έτσι, ανοιχτό και με το κλειδί στην πόρτα. Είμαστε όλοι εδώ; Γιώργο, καλά είσαι;»
«Καλά. Έφαγα την αλυσίδα ξώφαλτσα. Ποιος φωνάζει;»
«Φεύγουν! Νομίζω ότι φεύγουν. Κάποιος έρχεται προς τα δω. Ελπίδα, νομίζω πως είναι ο πατέρας σου.»

20 Νοε 2011

το σχέδιο (μέρος δεύτερο)


σύνδεση με το προηγούμενο: ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Θανάσης Μαρκίδης βρίσκεται στη Βουλή για να συμμετάσχει στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος όπου πρόκειται να συζητηθεί το δικό του καινοτόμο σχέδιο Προμηθέας. Εκεί πληροφορείται ότι η -μαθήτρια- κόρη του, η οποία συμμετέχει στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας, βρίσκεται απ' έξω σοβαρά τραυματισμένη.




«Μάγκες! Ψάχνω ένα παλικάρι στην ηλικία μου. Κόκκινη μπλούζα, σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι, λίγο πιο ψηλός από μένα…»
«Κάνε πιο κει ρε μαλακισμένο! Δεν νταντεύουμε μωρά εδώ πέρα!»
«Μαζί είμαστε, μαν! Και σου μίλησα ευγενικά νομίζω!»
«Φύγε ρε μαλακισμένο σου λέω ρε! Σπάσε, δεν καταλαβαίνεις; Δεν παίζουμε εδώ πέρα!»
«Ρε Τόξικ! Ήρεμα ρε μαλάκα! Δε σου ’κανε τίποτα το παιδί ρε! Ε! Δε βλέπεις ότι έχει κλάσει πατάτες; Κάτσε ρε μικρέ εδώ στην άκρη –αν ζει ο φίλος σου θα τον βρεις. Τώρα δε γίνεται –κάτσε άκρη σου λένε!»
«Να κάτσεις εσύ στην άκρη μωρή λουλού! Και μάζευ’ τα χέρια σου μη γαμηθούμε, δεν είμαι γκόμενα να με χαϊδολογάς!»
«Τ’ είπες ρε αρχίδι; Θα το γαμήσω το μαλακισμένο! Έλα δω να μου το πεις ρε χέστη! Έλα δω ρε μουνόπανο!»
«Άσ’ τονα , ρε μαλάκα. Έχουμε δουλειά και κυνηγάς το αρχιδάκι;»
«Δεν άκουσες τ’ είπε ρε μαλάκα; Έτσι και το πετύχω, θα το γαμήσω το κουμμούνι, θα του σκίσω τα βάρδουλα, θα του… Ανάρχες ειν’ αυτές κεί κάτω;»
«Πού ρε μαλάκα; Πάρε τον Πιερ τηλέφωνο! Μαλακά. Να ’ρθει από Πραξιτέλους πες του. Μέχρι να μας καταλάβουν θα τους έχουμε γαμίσει!»

«Κι εδώ τι παριστάνουμε; Τα μετόπισθεν;»
«Τι θέλεις να κάνουμε; Ν’ αρχίσουμε κι εμείς να ξηλώνουμε;»
«Τι λέει το συντονιστικό;»
«Ακόμα τίποτα.»
«Ρε, ε, ακούστε τι λένε οι μαλάκες στο Γιου Τσάνελ! Ακραία στοιχεία, λέει, και γνωστά φασιστοειδή! Έχουν ξεφύγει τελείως οι τύποι!»
«Τ’ αρχίδια μου κουνιούνται! Μπορείς να το κατεβάσεις; Στείλ’ το στον Καραχάλιο να το ποστάρει. Τι θέλεις ρε φίλε;»
«Μια κοπέλα που φέρανε τραυματισμένη… Τώρα, πριν λίγο.»
«Πού τη φέρανε;»
«Εδώ, λέει.»
«Ποιος λέει;»
«Οι τύποι εκεί κάτω. Απ’ την τηλεόραση.»
«Οι ρουφιάνοι; Αυτοί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τον κώλο τους! Δεν ξέρω ρε φιλαράκο, τι να σου πω, δε βλέπεις τι γίνεται; Θα συνήλθε και θα ’φυγε.»
«Υπάρχει εδώ πουθενά γιατρός; Κάποιος που μπορεί να τη φρόντισε και να ξέρει;»
«Γιατροί έχουμε γίνει όλοι μας εδώ πέρα… Να σου πω! Για ρώτα εκεί κάτω, κείνο τον ψηλό με το καπελάκι. Μανώλη τον λένε. Για ρώτησέ τον, μπορεί να… Ε, Μανώλη! Τζέφερσον! Δες λίγο το φίλο μας εδώ. Φέρανε, λέει, μια κοπέλα;»
«Ποιος το λέει;»
«Ο πούτσος μου! Φέρανε για δε φέρανε;»
«Μια ξανθούλα; Τι σου είναι;»
«Μπράβο μαλάκα! Θα σε στείλω στο Θεμιστοκλή με συστατική -εξακριβώσεις στοιχείων και λοιπαί υπηρεσίαι…. Δε βλέπεις ότι έχει πάθει ταράκουλο ο άνθρωπος; Τι τον γκαστρώνεις;»
«Σκάσε ρε Τζιμ Άνταμς! Εντάξει! Ήτανε χάλια ρε φίλε, της είχαν… τέλος πάντων, χρειαζότανε γιατρό, ράμματα, ξέρεις. Στάσου να πάρω ένα τηλέφωνο μήπως…περιμένεις; Περίμενε!»

«Δημήτρη, εδώ η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Βλέπουμε κάποιους, λίγους, από τους άνδρες των ματ να έχουν απομονωθεί από τους υπόλοιπους και –ε-να κινδυνεύουν σοβαρά να λυντσαριστούν από το πλήθος. Σας άκουσα πριν να λέτε ότι η κατάσταση του άνδρα των δυνάμεων καταστολής που μαχαιρώθηκε νωρίτερα δεν εμπνέει ανησυχία –εδώ πάντως, δεν ξέρω πώς και γιατί, είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι –ε- εξέπνευσε στο δρόμο για το νοσοκομείο. Φαίνεται ότι έχει ανοίξει κάποιο είδος βεντέτας μεταξύ των ματ και μιας μεγάλης ομάδας κουκουλοφόρων, τα μέλη της οποίας φέρουν ομοιόμορφες κόκκινες μπλούζες μ’ ένα αστέρι στην πλάτη. Σας μιλάω με μεγάλη δυσκολία, λόγω –ε- των πυκνών καπνών και των χημικών. Δεν έχουμε δει ποτέ τόσες πολλές βόμβες μολότωφ και να σκεφτεί κανείς ότι η ώρα είναι μόλις δυόμιση και προβλέπεται ένα μακρύ και δύσκολο απόγευμα, καθώς αρχίζει σε λίγο η συζήτηση για το περιβόητο νομοσχέδιο –τρομοσχέδιο το ονομάζουν πολλοί- το οποίο απειλεί να αλλάξει εκ βάθρων τον τρόπο που ζούμε, εκφραζόμαστε και κινούμαστε, τον –ε- τον Προμηθέα. Να θυμίσουμε ότι στις έξι το απόγευμα είναι προγραμματισμένη εδώ στην πλατεία μεγάλη συναυλία με τη συμμετοχή πολλών γνωστών καλλιτεχνών και –βέβαια- αναρωτιέται κανείς τι είδους συναυλία μπορεί να γίνει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Η μόνη ευχή που μπορούμε να κάνουμε είναι τουλάχιστον να μην θρηνήσουμε θύματα, Δημήτρη, να μην θρηνήσουμε ανθρώπινες ζωές! Αρχοντούλα Πανάδη, από την πλατεία Συντάγματος.»

«Γιατρέ! Γιατρέ, πείτε μου σας παρακαλώ…»
«Όχι τώρα, κύριε, όχι τώρα!»
«Μια ερώτηση μόνο, σας…»
«Δεν σ’ ακούει. Αμφιβάλλω αν μπορείς να βρεις άνθρωπο ν’ ασχοληθεί μαζί σου εδώ μέσα. Τρελοκομείο!»

«Έλα, Μανώλης. …..Στο μετρό……….Μιλάει με τους γιατρούς. Εγώ περιμένω έξω…………Όχι ρε, τρελός είσαι; Δεν του έδειξα το παραμικρό. Ούτε του περνάει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να……….. Ποιος να τον αναγνωρίσει; Με την κουκούλα και το μαντήλι -έχει ξυρίσει και το μουστάκι- αν δεν τον περίμενα, ειλικρινά, δεν θα τον γνώριζα ουτ’ εγώ………… Να σκέφτεσαι θετικά και δεν πρόκειται να στραβώσει τίποτα. Όλα θα γίνουν όπως τα σχεδιάσαμε.»

«Μαρκίδη.»
«Σαν τον μαλάκα τον υπουργό;»
«…Ακριβώς. Μια ξανθούλα. Χτυπημένη στο…»
«Ρωτήσατε στα εισερχόμενα;»
«Δεν ήταν σίγουροι. Ίσως πέρασε χωρίς να καταγραφεί.»
«Τι να σας πω. Βλέπετε τι γίνεται εδώ πέρα. Είστε συγγενής;»
«Φίλος. Οι δικοί της την είδαν στην τηλεόραση και…»
«Πάρτε στον Ευαγγελισμό. Εκεί προωθούμε τα σοβαρά…………………..
…περιστατικά. Ρε συ Βαγγέλη, δες τι θέλουν οι δημοσιογράφοι. Τον είδες αυτόν; Τι παράξενος τύπος! Τόσην ώρα με κυνηγούσε και μόλις καταφέρνω να του μιλήσω εξαφανίζεται. Λες και τον τρόμαξε η κάμερα. Κάποιον μου θύμιζε, αλλά ποιον;»

«Βρήκες τίποτα;»
«Δεν την έχουν εδώ. Μα με το χαμό που γίνεται μπορεί να πέρασε και να μην τη θυμούνται.»
«Άμα δεν τη θυμούνται θα πει πως δεν είναι τόσο σοβαρά. Πώς είπες ότι τη λένε;»
«Μαρκίδη.»
«Σαν το μαλάκα τον υπουργό;»
«Ακριβώς.»

«Δημήτρη, έχω δίπλα μου το γιατρό κύριο…»
«Σαρρής.»
«…τον κύριο Σαρρή. Πείτε μου σας παρακαλώ γιατρέ, τι κατάσταση επικρατεί εδώ στον σταθμό πρώτων βοηθειών του μετρό.»
«Το τι γίνεται το βλέπετε και το βλέπουν όλοι. Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε δεκάδες περιστατικά, τη στιγμή που η αστυνομία κάνει ρίψεις χημικών ακόμα κι εδώ έξω από την πόρτα μας. Σε λίγο θα πρέπει να διασωληνωθούμε εμείς οι ίδιοι.»
«Έχετε σοβαρά περιστατικά;»
«Πάρα πολλά. Μόλις προ ολίγου, ένας κύριος ήλθε σε μας αναζητώντας κάποια κοπέλα που δείξατε, ο δικός σας ή κάποιος άλλος σταθμός, να τραυματίζεται στο κεφάλι- είναι όμως τόσες οι περιπτώσεις που δεν μπορέσαμε να τον εξυπηρετήσουμε.»
«Θα πρόκειται για τη νεαρή φοιτήτρια που χτυπήθηκε λίγο νωρίτερα μπροστά στη Μεγάλη Βρετανία. Μου λέτε, αν κατάλαβα καλά, ότι η άτυχη κοπέλα μπορεί –ε- να μην κατάφερε καν να φτάσει ως εδώ;»
«Σίγουρα θα υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις αρκετές. Είτε επειδή δεν το κρίνουν απαραίτητο, είτε επειδή αποφάσισαν ν’ απομακρυνθούν από την περιοχή αυτή το συντομότερο κατευθυνόμενοι προς κάποιο νοσοκομείο, είτε επειδή απλούστατα δεν καταφέρνουν να προσεγγίσουν. Σας είπα ότι οι συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες, όχι μόνο για μας αλλά, πρωτίστως, για τους ίδιους τους τραυματίες. Κάνω έκκληση μέσω του σταθμού σας προς όλες τις πλευρές για αυτοσυγκράτηση και ειδικά προς τον κύριο Μαρκίδη, τον υπουργό δημόσιας ασφάλειας. Αν μη τι άλλο, να μην θρηνήσουμε θύματα!»
«Πολύ σημαντικό αυτό που μας λέτε γιατρέ, μ’ αυτή την έκκληση που είναι και ευχή όλων μας να κλείσουμε- είμαι η Αρχοντούλα Πανάδη, από την πλατεία Συντάγματος για το Γιου Τσάνελ.»

«Τι κάνουμε τώρα ρε μάγκες; Μπάτσοι απ’ τη μια, μπάτσοι κι απ’ την άλλη. Αν πάμε και τους πούμε ότι εμείς, περαστικοί και καλά, ήρθαμε στο City να πιούμε καφέ και ξαφνικά άρχισαν να σκάνε κανόνια;…Πού να φανταστούμε ότι εδώ έχουνε κατεβάσει ρολά; Τι λέτε; Σας βλέπω κουλ τύπους, είστε φοιτητές; Μπορεί και να ’χατε έρθει στ’ αλήθεια… εμένα, έτσι και με δούνε τα στρουμφ μονάχο μου, με τα μαύρα και με τα μαλλιά, θα με τσουβαλιάσουν κατευθείαν. Τι με κοιτάζεις έτσι κοπελιά, άνθρωπος είμαι δεν είμαι εξωγήινος. Έχω έναν κολλητό, το Γιάννη -πού να τον βρω τώρα;- περιμέναμε κι άλλους, παρέα όπως εσείς… Μήπως να χωθούμε σ’ αυτή την πόρτα εδώ πέρα και να περιμένουμε; Μπορεί να φύγουν και να τη γλιτάρουμε… Με κοιτάτε σα να είμαι ούφο, γαμώ την κοινωνία μου, άνθρωπος είμαι σου λένε, ούτε μαχαίρια κουβαλάω ούτε μολότοφ, φοιτητής είμαι κι εγώ στο Αιγάλεω! Το καλοκαίρι μαζευόμασταν με τους Αγανακτισμένους, ίσως να μ’ έχετε δει- κι εμένα ο ψηλός κάτι μου θυμίζει, σου λέω το καλοκαίρι ρε μαν δεν έχανα συνέλευση! Μια φορά ψήφισα κιόλας.»

«Έλα…………Δεν μπορώ να μιλήσω δυνατότερα……….. Δεν είμαι στη Βουλή, αλλά πες μου………….. Έξω είμαι, ψάχνω για τη μικρή……………. Ποιος θα με γνωρίσει; Ας είναι καλά η ξυριστική. Με την κουκούλα και χωρίς το μουστάκι, πιο πιθανό είναι να έχω προβλήματα με τους δικούς μας…………..Με τα ΜΑΤ, ρε Στεφανία, τι ‘ποιους δικούς μας;’ -θα μου πεις τι θέλεις;……………. Πήρε τηλέφωνο;;; Και γιατί δεν το λες τόση ώρα; Πού είναι;………………... Πες μου σε παρακαλώ, μη με σκας τώρα κι εσύ…….……… Ποια στοά;………..…Τι γράφει; ………….… Την ξέρω, ναι………………… Λογικό είναι να φοβάται………………. Εντάξει, θα κάνω ό,τι μπορώ, σε κλείνω………… Πού ’σαι; Μανώλη; Είναι στο City Link.»

23 Οκτ 2011

το σχέδιο (μέρος πρώτο)



«Πες μου……Όχι, στο κυλικείο……Τους ακούω……Κοίτα, η συζήτηση αρχίζει σε μία, λιγότερο, δεν έχω…...αυτή τη στιγμή δεν έχω εικόνα, εσύ κάνεις κουμάντο. Δική σου ευθύνη……Είπαμε, αν χρειαστεί! Μόνο αν είναι…… έλα, Θέμη!….. Ναι;…... Λοιπόν, κρίνε και πράξε, αλλά προς Θεού, όχι υπερβολές…… Αυτά εσύ τα ξέρεις…... τα περιφερειακά και τα μεμονωμένα και τα παράπλευρα…… όχι ρε παιδί μου, δεν τίθεται θέμα!…… Ποιο σχέδιο;…… Μη μου λες τώρα για τακτικές και…… ο-κέι, σου ‘χω εμπιστοσύνη. Εμένα αυτό που μ’ ενδιαφέρει, εφόσον μπορούμε να το αποφύγουμε, όχι ντου. Και όχι θύματα, εντάξει; Όχι ντου και όχι θύματα! Γιατί εσύ τραβάς το μανίκι τώρα, αύριο όμως εμένα θα κυνηγάνε τα -ναι;…… Θέμη;…… Δε σ’ ακούω, γαμώτο, σε χάνω……. Ναι;……. Κωλοτηλέφωνα.»

«Μαλάκα Γιάννη, κουνήσου ρε μαλάκα! Θα χάσουμε τους υπόλοιπους. Πω, ρε φίλε, τι γίνεται ρε δικέ μου! Έχεις ξαναδεί τόση μπατσαρία μαζεμένη; Στρατός ρε μαλάκα! σιγά ρε φίλε, πρόσεχε πού πατάς! Κάτσε ρε, μου βγάλανε το… εντάξει, προχώρα. Πού είπατε με τους άλλους; Στην πλατεία; Τ’ αρχίδια μου, μαλάκα! Εδώ γίνεται της πουτάνας. Παρ’ τους και πες τους στα έβερεστ. Ακριβώς στην πόρτα πες τους! Τι γίνεται εκεί κάτω; Καταλαβαίνεις τι… γιατί τρέχουν όλοι αυτοί; Κουνήσου ρε μαλάκα, κάτι γίνεται σου λέω, τρέχα! Από δω! Γιάννη! Συγγνώμη ρε μαν… Θα χαθεί το μαλακισμένο.»

«Έλα, τι θέλεις;……. Δεν ξέρεις πού είμαι;…….. Κοίτα, δε μπορώ τώρα……. Τι η κόρη μου;…… Δεν είναι στο σχολείο;……..Πορεία;…… Είσαι σίγουρη;…… Πού απέξω;……. Πλάκα μου κάνεις. Εδώ γίνεται της……… Καλά, τι δουλειά έχουν οι μαθητές σε…… .Φοιτητής;……. Είσαι σίγουρη;…….. Δεν απαντά στο…… Και το δεύτερο;……… Καλά, θα τα δούμε αυτά στο σπίτι……… Κοίτα να τη βρεις και πες της να γυρίσει γιατί θα κοπούν όλα πες της! Σε λίγο εδώ θα είναι πεδίο μάχης, δεν έχει καμιά δουλειά! Ούτε να διανοηθεί να πλησιάσει!……… Έλα μπράβο!»

«Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε τη ροή του προγράμματός μας γιατί έχουμε επεισόδια στο Σύνταγμα. Συνδεόμαστε αμέσως με τη ρεπόρτερ μας.»
«Δημήτρη, δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά εδώ στη Βουλή, όπου σε λίγη ώρα ξεκινά η συζήτηση για το περίφημο –ε- το περίφημο σχέδιο νόμου Προμηθέας. Ομάδα κουκουλοφόρων, οι γνωστοί-άγνωστοι όπως συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε, φαίνεται ότι έπιασε στον ύπνο διμοιρία αστυνομικών που βρίσκονταν –ε- στη γωνία της οδού Σταδίου και με μία αιφνιδιαστική επίθεση με βόμβες μολότωφ, πυρπόλησαν το λεωφορείο, ε- την κλούβα που λέμε, την οποία μπορείτε να δείτε στο πλάνο μας να καίγεται. Ας ελπίσουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάρουν κάποια πολύ άσχημη τροπή, καθώς –ε- υπάρχει πάρα πολύς κόσμος στην πλατεία και αναμένεται να γίνει περισσότερος όταν θα φτάσει εδώ η πορεία των φοιτητών η οποία πρέπει να ξεκινά αυτήν την ώρα απ’ το Πανεπιστήμιο.»

«Τους περίμενες τόσους πολλούς;»
«Να σου πω την αλήθεια, όχι.»
«Αυτός ο λαός δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει…. Προμηθέας και κουραφέξαλα! Αυτά είναι μοντέλα για κοινωνίες τυπικές και προβλέψιμες. Μ’ αρέσει η σιγουριά του μεγάλου: ο Έλληνας ξεσηκώνεται μόνο αν τον πονέσει η τσέπη του. Σε ζητήματα τάξης είναι, λέει, συντηρητικός έως χλιαρός. Εγώ βλέπω ένα καζάνι που βράζει.»
«Κοίτα, στο είπα κι άλλη φορά. Ο Προμηθέας δεν είναι απλά ένα μοντέλο, είναι ένα φόβητρο. Με την ψυχροπολεμική έννοια. Κάτι σαν τους εξοπλισμούς.»
«Αμερικάνικες πίπες. Εσύ, λογικό είναι να τις υπερασπίζεσαι γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Είσαι ο καθ’ ύλην αρμόδιος
«Εννοείς… αναρμόδιος.»
«Πες το ψέματα! Εκεί καταλήξαμε. Ένα υπουργικό συμβούλιο αναρμοδίων. Εσύ ο αναρμόδιος της ασφάλειας, εγώ ο αναρμόδιος της παιδείας, ο χοντρός αναρμόδιος των οικονομικών. Κι από πάνω…. ο γενικός αναρμόδιος!»
«Κόφτο γιατί θα με πιάσουν τα κλάματα.»
«Η Ελλαδίτσα, βλέπεις, έχει το σωστό μέγεθος. Για πειραματόζωο. Είμαστε το χάμστερ του δυτικού κόσμου. Ακριβώς όπως με τα εργασιακά. Κι ό,τι ακριβώς πήραμε τότε, το ίδιο θα πάρουμε και τώρα.»
«Σεμνά. Μας βλέπουν. Λέγε ό,τι θες αλλά μη δείχνεις.»
«Μάλιστα. Ένα αρχίδι.»
«Τι αρχίδι;»
«Θα πάρουμε. Μη σου πω και όλη την αγία τριάδα. Τι ειν’ αυτό; Το κινητό σου χτυπάει;»

«Πού είσαι ρε μαλάκα Γιάννη, γιατί μου το κάνεις αυτό; Έξω απ’ τα έβερεστ δεν είπαμε; Πού πήγες ρε μαλακισμένο; Και δεν παίρνει και τηλέφωνο! Αφού ξέρει ότι δεν έχω κάρτα. Δεν έφτανε ο καπνός απ’ τα σκουπίδια, μας πνίξαν και στα χημικά οι γαμιόληδες. Άντε να γνωρίσεις άνθρωπο με τις κουκούλες και τα μαντίλια χωρίς να βλέπεις. Σιγά ρε κολλητέ, δεν είμαι μπατσόνι, κουλάρισε. Ένα παλικάρι ψάχνω, με κόκκινη μπλούζα, στο ύψος σου. Δίκιο έχεις ρε μαν, αλλά πού να πάω; Μας έχουν στριμώξει σαν τα ποντίκια. Τι είναι από κει ρε δικέ μου; -στάσου, έρχομαι κι εγώ. Μόνο μη μας κλείσουν στη στοά γιατί την πουτσίσαμε. Κοίτα ρε, έχουν βάλει μια γυναίκα στη μέση! Πίσω ρε πούστηδες, γαμώ το στρουμφοχωριό σας, πίσω ρε κωλόμπατσοι! Τι βαράτε ρε μαλάκες, ξεκωλιάρες μπατσίνες, άρπα τη ρε μουνί, σε γάμισα ρε αρχίδι, σκατόμπατσε, αν μπορείς πιάσε με μωρή αδερφάρα……….. γαμήθηκα στο βήχα ο μαλάκας.»

«Άκουσε, Θέμη. Σου ξαναλέω, εικόνα από δω μέσα δεν έχω. Σίγουρα ξέρεις καλύτερα………. Αυτά τα βλέπω. Και τα τεντωμένα σκοινιά και τα εκτός ελέγχου και τα ξένα δίκτυα και όλα. Μην ανησυχείς, αυτά τα βλέπουν όλοι. Όμως, έτσι και γίνει η στραβή, κανείς δεν θα σου αναγνωρίσει τίποτα……… Τα πλιάτσικα είναι μες στο παιχνίδι, αλλά κάνε κι εσύ κάτι. Μέσα σε δυο χρόνια σου διπλασίασα το δυναμικό, ο χοντρός μ’ έχει γαμήσει στη γκρίνια, το ίδιο κι ο πόντιος………Ε, γάμησέ με λοιπόν, τι άλλο θέλεις να σου πω;…….. Στην τελική, στο ξαναλέω, η ευθύνη είναι δική σου, εσύ είσαι ο στρατηγός, εγώ είμαι ένας γραφειοκράτης των μετόπισθεν, σήμερα είμαι-αύριο δεν είμαι, κάνε ό,τι σε φωτίσουν…ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Πρέπει να μπω στην αίθουσα, σε κλείνω…….. Τι να στηρίξω;…….. Θέμη, θα στο πω όσο πιο καθαρά μπορώ. Δεν! Θέλω! Να ξέρω! Με κατάλαβες τώρα; Δεν, θέλω! Και, πού ’σαι; Αυτό το τηλεφώνημα δεν έγινε ποτέ. Με εννοείς; Ποτέ!»

«Μίλησες με το κοντρόλ; Τι είπαν;»
«Μόλις είσαι έτοιμη.»
«Γεννήθηκα έτοιμη. Πώς είμαι;»
«Θεά. Κάμερα έτοιμη; Κοντινό και άνοιξε. Σε δύο, ένα…»
«Περίμενε! Τι γίνεται εκεί; Κάτι γίνεται.»
«Πού;»
«Πίσω απ’ το φανάρι. Βλέπεις; Οι αναρχικοί τρέχουν χωρίς να τους κυνηγάνε.»
«Δεν είναι αναρχικοί αυτοί.»
«Χέσε με. Τι κάνουν οι μπάτσοι; Ζουμάρισε. Υπάρχει κάποιος τραυματίας;»
«Ένας άντρας των ματ. Το γράφω.»
«Γράφε. Και δώστε άκυρο μέχρι να δούμε τι έγινε.»

«Τη βρήκες τη μικρή;………. Κι εγώ τι να κάνω από εδώ που είμαι;……… Ναι, το άκουσα. Δεν ξέρω αν ευσταθεί. Για την ώρα είναι απλώς……. Στεφανία, ηρέμησε σε παρακαλώ, δεν βγαίνει τίποτα με τις υστερίες……… Τι εννοείς την δείχνει η τηλεόραση

«Βλέπουμε εδώ την κοπέλα αιμόφυρτη, να μεταφέρεται στα χέρια από κάποιον –ε- φοιτητή προς το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου όμως υπάρχει συγκεντρωμένος πάρα πολύς κόσμος και δεν είναι εύκολο να περάσει. Φαίνεται ότι η νεαρή, φοιτήτρια προφανώς, δέχτηκε κάποια πέτρα ή κάποιο χτύπημα από κλομπ και, δυστυχώς, αυτή την ώρα είναι πρακτικά –ε- αδύνατη η μεταφορά της στο χώρο του μετρό, όπου λειτουργεί το αυτοσχέδιο ιατρείο…»

«Τι θα πει δεν έχεις πρόσβαση στο διάζωμα; Η κόρη μου είναι τραυματισμένη –χρειάζεται βοήθεια…….. Δεν μπορεί κάποιο ασθενοφόρο;……..Καταλαβαίνω ότι έχεις πολλά στο……… Πριν από λίγο, στο Γιου νομίζω. Ήταν μες στα αίματα, μπορεί να χρειάζεται επειγόντως……. Πόσοι; Τι λες ρε μαλάκα, πόλεμο έχουμε;………….. Τι να προσέχω και να ηρεμήσω, αφού…….. Θέμη;……. Θέμη;………Ασ’ τις πουστιές ξεφτιλισμένε κωλοκρητικέ! Σε ποιον κλείνεις το τηλέφωνο ρε καργιόλη;…….. Σκατά.»

«Δημήτρη, δυστυχώς τα πράγματα έχουν πλέον ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Δεν ξέρω αν έχετε κάποια άλλη ενημέρωση, αλλά εδώ η φήμη που κυκλοφορεί είναι πως ο άνδρας των ματ που δείξαμε προηγουμένως είναι –ε- νεκρός. Αυτό φαίνεται πως έχει εξαγριώσει τους συναδέλφους του, οι οποίοι βαράνε, μπορούμε να πούμε –ε- στο ψαχνό και αδιακρίτως προς κάθε κατεύθυνση. Υπάρχει βέβαια πάρα πολύς κόσμος μπροστά στη βουλή –λέγαμε και νωρίτερα πως είναι μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που έχουμε δει εδώ τα τελευταία χρόνια. Οι μάχες μαίνονται στους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος και κυρίως στην Καραγιώργη Σερβίας και τη Σταδίου. Είναι αδύνατον να πλησιάσουμε χωρίς να κινδυνέψει η σωματική μας ακεραιότητα κι ο εξοπλισμός μας. Είδαμε –ε-και είδατε όλοι συναδέλφους να προπηλακίζονται βάναυσα, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που μεταφέρθηκαν με λιποθυμικά επεισόδια ή σοβαρά –ε- αναπνευστικά προβλήματα. Όλα άρχισαν πριν από μισή ώρα περίπου, όταν η κεφαλή της μεγάλης πορείας των φοιτητών εμφανίστηκε στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου. Ομάδες νεαρών κουκουλοφόρων που ακολουθούσαν από απόσταση άρχισαν –ε- να επιτίθενται και να προκαλούν τους άνδρες των ματ, επιδιδόμενοι στο γνωστό ανταρτοπόλεμο με βόμβες μολότοφ, πέτρες και μάρμαρα. Οι αστυνομικοί απαντούσαν με ρίψεις χημικών, τις οποίες ακολούθησε κυνηγητό και μάχες σώμα με σώμα. Κάποια στιγμή είδαμε έναν άνδρα των ματ να πέφτει χτυπημένος, ε-από μαχαίρι όπως μάθαμε αργότερα. Ο άτυχος άνδρας διακομίστηκε στο νοσοκομείο όπου σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες υπέκυψε στο τραύμα του. Οι συμπλοκές γενικεύτηκαν και είδαμε κάποια στιγμή νεαρούς φοιτητές να λογομαχούν, ακόμα και να συμπλέκονται με τους κουκουλοφόρους αλλά και με αστυνομικούς. Μια νεαρή κοπέλα…»

«Φέρε μου τον Παναγιώτου στο γραφείο μου. Τώρα! Χτες!…………Πούστη Γεωργακάκη, θα μου το πληρώσεις ακριβά….…… Κώστα, να σου πω ένα λεπτό. Κάλυψέ με σε παρακαλώ στο συμβούλιο. Πάω τουαλέτα. Δεν ξέρω τι έχω πάθει…..απ’ το άγχος θα είναι. Το ξέρω ότι το δικό μου σχέδιο συζητάμε εδώ, αλλά τι να κάνω; Θα ’ρθω όσο πιο γρήγορα –με συγχωρείς τώρα………. Τι κάνει τόση ώρα, πόσο θέλουνε για να τον βρούνε τον κωλόμπατσο;……….. Έλα ρε Παναγιώτου. Επείγον κι εμπιστευτικό: πρέπει να με βγάλεις έξω για λίγο χωρίς να πέσουν τα κανάλια πάνω μου. Θέλω φόρμα με κουκούλα, σκούφο, ό,τι βρεις. Κι ένα κασκόλ ή μαντήλι. Σε πόσο; Δύο λεπτά; Ένα;….Μπράβο αγόρι μου –σε δέκα λεπτά στην πλαϊνή είσοδο……. Αχ, βρε Ελπιδάκι με τους έρωτές σου! Ήταν ανάγκη να μου μοιάσεις και σ’ αυτό;»





23 Σεπ 2011

απλά μαθήματα Φυσικής




Τα πράγματα αγαπούν την κίνηση. Τους δίνει μια αίσθηση ελευθερίας. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν δίνουν τέτοια εντύπωση, τα πράγματα δεν μένουν ποτέ ακίνητα. Τα πάντα κινούνται. (Ηράκλειτος)

Τα πράγματα αγαπούν τη σταθερότητα. Τους δίνει μια αίσθηση ελέγχου. Αντιπαθούν μεταβολές κι αποκλίσεις και προτιμούν να κινούνται σταθερά προς ορισμένη κατεύθυνση. Μια τέτοια κίνηση ισοδυναμεί με ακινησία. (Παρμενίδης)

Η επιθυμία των πραγμάτων για σταθερότητα ονομάζεται Αδράνεια. Η Αδράνεια ενός πράγματος είναι ανάλογη της μάζας του. Την Αδράνεια ανταγωνίζονται οι Δυνάμεις. Οι Δυνάμεις οφείλονται στις αλληλεπιδράσεις των πραγμάτων. Κανένα πράγμα δεν είναι απολύτως ανεξάρτητο, κανένα πράγμα δεν μπορεί να διασφαλίσει τη σταθερότητά του απ’ τις επιβουλές των υπολοίπων. Μερικές φορές τα πράγματα κλαίνε. Η Κόλασή μου, λένε, είναι οι Άλλοι. (Σαρτρ)

Για να κινηθούν –με σταθερό ή ασταθή τρόπο- τα πράγματα χρειάζονται Ενέργεια. Η Ενέργεια ουδέποτε δημιουργείται απ’ το μηδέν. Η Ενέργεια απλώς υπάρχει και τα πράγματα τη μοιράζονται. Μερικά πράγματα έχουν μια δική τους αντίληψη για το πώς γίνεται μια δίκαιη μοιρασιά. (Μαρξ)

Απώτερος σκοπός της Ενέργειας είναι η κίνηση (Κινητική Ενέργεια). Ωστόσο, η Ενέργεια μπορεί και να αποθηκεύεται, όπως στα ελατήρια ή στους δεσμούς της πυρίτιδας. Μια τέτοια αποθηκευμένη ενέργεια ονομάζεται Δυναμική. Οι άνθρωποι (=έλλογα όντα) σκέφτηκαν ότι η Ενέργεια είναι υπερβολικά πολύτιμη για να καταναλώνεται. Μερικοί άνθρωποι βρήκαν τρόπο να αποθηκεύουν την Ενέργεια σαν τεράστια ελατήρια. Σκοπός της Ενέργειας –είπαν- δεν είναι η κίνηση. Σκοπός της Ενέργειας είναι να δανείζεται και να επιστρέφεται περισσότερη (Ρότσιλντ –Γκόλντμαν Σακς)

Η συνολική Ενέργεια –το είπαμε ήδη- είναι σταθερή. Αν κάπου υπάρχει περίσσεια, κάπου αλλού εμφανίζεται έλλειμμα. Αν κάποιοι αποθηκεύουν την Ενέργεια, κάποιοι άλλοι τη στερούνται. Μη μπορώντας να διεκδικήσουν τα τεράστια ποσά αποθηκευμένης Ενέργειας, οι άνθρωποι εχθρεύονται, ψάχνοντας ποιος κινείται περισσότερο απ’ τους ίδιους. Η ανάγκη σε συνδυασμό με την εχθρότητα οδηγούν συχνά σε ακρότητες. Ο Πόλεμος είναι πατέρας των πάντων. (–ξανά- Ηράκλειτος)

Τα πράγματα αγαπούν την κίνηση αλλά και τη σταθερότητα, το ίδιο κι οι άνθρωποι. Η ιδιότητα αυτή ονομάζεται Αδράνεια και είναι ανάλογη της μάζας. Για να αυξήσουν τη μάζα τους, οι άνθρωποι έμαθαν να ενώνονται. Πολλοί άνθρωποι, ωστόσο, προτιμούν ν’ αντιμετωπίζουν τις Δυνάμεις ατομιστικά, κατά μόνας. Όσοι έχουν αρκετά μεγάλη μάζα τα καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι πάνε, συνήθως, κατά διαβόλου. (τρελός)




21 Ιουλ 2011

sorry, you can't delete this





“Έχασα την παρέα μου.”
Είχε αγκαλιάσει το φανοστάτη. Πού απευθυνόταν; Στην κολόνα, στην πλατεία, στη νύχτα; Γύρισε δυο τεράστια και κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Μάτια.
“Μήπως εσύ... εσείς...”
“Πώς ήταν;”
“Τι;”
Κολλούσε λίγο.
“Η παρέα σου.”
“Α! Ένας ψηλός καραφλός με μια ξανθιά. Έξυπνη... Άλλες δυο, χαζές, ένας με επίδεσμο και μια χοντρούλα με γυαλιά. Όχι, αυτή είμαι εγώ.”
“Δεν φοράς γυαλιά.”
“Φορά...” Χέρι μετέωρο. “Φοράω φακούς, βλάκα.”
Ευγενέστατη.
“Δεν είσαι χοντρούλα.”
“Τι;”
“Είπες χοντρούλα με γυαλιά. Ούτε χοντρούλα είσαι.”
“Είμαι.”
“Δεν είσαι.”
“Είμαι! Το λέει το τραγούδι.”
“Ποιο τραγούδι;”
“Ένα. Είδες την παρέα μου;”
Κοίταξα γύρω μου την πλατεία που είχε πάρει ν' αδειάζει. Μια έξυπνη ξανθιά, ένας καράφλας, ένας με επίδεσμο. Και δυο χαζές. Υπέροχα.
“Δεν βλέπω τίποτα.”
“Μ' αφήσαν και φύγαν τα μαλακισμένα. Είμαι...” -κλώτσησε ένα άδειο κουτί μπύρας που σερνόταν στα πόδια της- “... αγανακτισμένη.”
“Προφανώς.”
Φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
“Ίσως πάνε στα τρένα, ίσως σε ψάχνουν. Δεν έχεις κινητό;”
“Το 'χει η Γιούλια, -η έξυπνη- στην τσάντα της. Μια μικρή με λουριά, τη φοράει μπροστά σαν καγκουρώ.” Γέλασε αμήχανα. “Φοβόμαστε μη μας κλέψουν.”
“Πες μου το νούμερο.”
“Το ποιο;”
“Το νούμερο. Τον αριθμό σου!” είπα βγάζοντας το τηλέφωνο.
“Α! 6, 9...” Σταμάτησε. “Δεν σε ξέρω.”
Μάλιστα.
“Κοίταξε, δε μπορώ να καθυστερήσω άλλο εδώ, θα χάσω το τρένο μου. Πες τον αριθμό ή πάρε μόνη σου.”
Της άπλωσα το τηλέφωνο. Το κοίταξε με τρόμο.
“Θα με πας σπίτι μου;”
Αλίμονο.
“Μπορώ;”
“Είσαι βλάκας; Αφού στο ζητάω.”
“Να, είναι που δεν με ξέρεις.”
Με κοίταξε μπερδεμένη.
“Μην κάνεις τον έξυπνο!”
Θα παρέμενα βλάκας.
“Πάω νότια”, είπα.
“Πού πέφτει αυτό;” Με κοίταξε με παράπονο. “Εγώ παίρνω ηλεκτρικό. Για Μαρούσι.”
Μια χαρά.
“Δίπλα είμαστε.”
Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Φεγγάρι.
“Αλήθεια;”
“Αλήθεια.”
Ούτε είκοσι χιλιόμετρα.

“Είσαι πολύ καλός.”
“Μαλάκας είμαι.”
“Μη λες βλακείες! Τι ζώδιο είσαι;”
“Δεν προτιμάς τ' όνομά μου;”
Με κάρφωσε με δυο τεράστιες κόρες.
“Σε λένε Αντώνη.”
“Πώς το ξέρεις;”
“Έτσι λέγαν τον πρώτο μου γκόμενο. Αλλά δεν του μοιάζεις καθόλου.”
Είπα να μην παρακολουθήσω το συλλογισμό της.
“Και τη γκόμενα του γκόμενου;”
“Την... α, εμένα;” Γέλασε. “Μαρίζα.”
“Μαρίζα, τι έχεις πάρει;”
“Εννοείς... αν έχω πιει μπάφους;”
“Εννοώ, εκτός από μπάφους.”
“Μι...σό τριπάκι.” Έσκυψε το κεφάλι ντροπαλά. “Νομίζω.”
“Νομίζεις ότι ήταν μισό ή νομίζεις ότι το πήρες;”
Κόλλησε πάνω μου καθώς ο συρμός άρχισε να φρενάρει. Ατμοί αλκοόλης με τύλιξαν.
“Έλα μωρέε, μην αρχίζεις ανάκριση! Αφού είσαι καλόος...”
“Μόνο μην ξεράσεις στον ώμο μου.”

Βγήκαμε στη νύχτα του Αμαρουσίου, το πιτσιρίκι κι ο μεσήλικας, πιασμένοι απ' το χέρι. Σα ζευγαράκι.
“Μη γίνεσαι σπαστικός!”
“Άκου, Μαρίζα, αν δεν μου πεις πού μένεις είναι αδύνατον να σε πάω σπίτι σου.”
“Δεν θέλω σπίτιιι... Δεν έχω ξενερώσει ακόμα.”
Σωριάστηκε σ' ένα παγκάκι, έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε στο χώμα. Άρχισε να σκάβει με μανία. Ύστερα πήρε να τρίβει τα δάχτυλά της.
“Τι πήγατε να κάνετε στην πλατεία;”
Με κοίταξε έκπληκτη και χτύπησε τον κρόταφο με το δάχτυλο.
“Διαμαρτυρία, γιου νόου; Αγανακτισμένοι;” Σηκώθηκε κι άρχισε να τινάζει το παντελόνι, με κίνδυνο να γλιστρήσει τελείως από τους γοφούς της. “Πήγαμε να βρίσουμε αυτούς τους μαλάκες.”
“Ποιους μαλάκες;”
Έκανε μια χειρονομία σαν να έλεγε “όλους”.
“Έτσι διαμαρτύρεστε εσείς; Βρίζοντας και μαστουρώνοντας;”
“Κοίτα. Αν ήθελα τον πατέρα μου να μου τα πρήζει, καθόμουν και σπίτι.”
“Δεν θέλω να στα πρήζω. Προσπαθώ να καταλάβω.”
“Τι να καταλάβεις, ρε φίλε; Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι; Τι δουλειά κάνεις;”
“Δεν έχει σημασία.”
“Α, δεν έχει σημασία! Ε, λοιπόν, έχει και παραέχει. Διότι αύριο εσύ θα πας ωραία και καλά στη δουλίτσα σου, ενώ εγώ...”
“Θα ξυπνήσεις κατά τις δέκα...”
“Τουλάχιστον. Και ξέρεις γιατί;”
“Γιατί είσαι μαθήτρια. Και τα σχολεία είναι κλειστά.”
“Πού το ξέρεις πως είμαι μαθήτρια;”
“Είσαι δεκαπέντε χρονών.”
“Δεκαέξι! Και τι σημασία έχει η ηλικία; Θα μπορούσα να 'μαι στον ΟΑΕΔ. Θα μπορούσα και να δουλεύω όπως κάποιες φίλες μου. Όμως σε λίγο για να δουλέψω θα χρειάζομαι το πιστοποιητικό της καλής πουτάνας: τα κάνει όλα και συμφέρει -στήνει και κώλο αν χρειαστεί.”
“Τσ, τσ, τσ, τσ!”
“Ωχ, σοκάραμε τον καλό κύριο. Τι υποκρισία! Πάω στοίχημα πως αν στον έστηνα θα τα 'χες κατεβάσει επί τόπου.”
“...”
“Τι έγινε θείο; Σου 'φαγε η γατούλα τη γλώσσα;”
“Προσπαθώ να καταλάβω πώς συνδέονται οι κώλοι με την αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία.”
“Άμα θέλει το αφεντικό, όλα συνδέονται.”
“Το αφεντικό! Άσε με να μαντέψω. Δεν εννοείς...”
“Αυτούς ακριβώς εννοώ!”
“...τον κυρίαρχο λαό...;”
“Ποιον;”
“Τον λαό, γιου νόου; Εγώ, εσύ, οι αγανακτισμένοι φίλοι σου... Εμείς, υποτίθεται, είμαστε το αφεντικό.”
“Κατάλαβα. Είσαι από κείνους που λένε πως είμαστε όλοι υπεύθυνοι.”
“Όχι. Είμαι από κείνους που λένε πως είμαστε όλοι ανεύθυνοι.”
“...”
“Τι έγινε κούκλα; Σου 'φαγε η γάτα τη γλώσσα;”
“Προσπαθώ να καταλάβω αν είσαι πολύ μαλάκας ή πολύ έξυπνος.”
“Μαλάκας είμαι. Στο είπα.”
“Νομίζω πως είσαι εντάξει. Απλά, βρήκες εδώ την πιτσιρίκα και είπες να πουλήσεις λίγη φιγούρα.”
“Δεν είναι φιγούρα, Μαρίζα. Ο καθένας έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Και δεν εννοώ μόνο την ώρα της κάλπης. Αυτοί οι “μαλάκες”, που τους λες, είναι οι περισσότεροι ψωνισμένοι με την εξουσία. Καλά; Ποιος τους δίνει την εξουσία; Εμείς. Προσπαθούν λοιπόν να μας κάνουν τα κέφια. Δεν είναι αυτό το καθήκον τους, όμως αυτό κάνουν. Λέμε “κλέφτες”. Και πράγματι, κάποιοι απ' αυτούς τα “παίρνουν” και τα βάζουν στην τσέπη. Γιατί τα παίρνουν; Επειδή κάποιοι άλλοι τους τα δίνουν. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, λένε. Αυτά όμως, να ξέρεις, είναι τα ψιλά. Τα χοντρά δεν τα παίρνουν για τους εαυτούς τους. Τα παίρνουν για τους πελάτες τους, δηλαδή εμάς, οι οποίοι με τη σειρά τους τα τσεπώνουν λέγοντας κι αυτοί ότι έτσι λειτουργεί το σύστημα. Δεν έχει σημασία αν εσένα κι εμένα δεν μας έδωσαν ποτέ τίποτα. Δεν είναι οι μεμονωμένες μονάδες που μετράνε, αλλά οι κοινωνικές ομάδες. Οι λιμενικοί, οι αγρότες, οι φαρμακοποιοί, οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι νοικοκυρές, οι εμποροβιοτέχνες, οι συνταξιούχοι, οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι ταξιτζήδες, οι εκπαιδευτικοί, η εκκλησία, οι οικολόγοι, οι πρόσκοποι...”
“Δηλαδή, κλέβουν για να τα δώσουν στον κόσμο; Μήπως το χοντραίνεις λίγο;”
“Όχι και τόσο, αν το σκεφτείς. Δίνω παράδειγμα. Έχει φτιαχτεί, ας πούμε, ένα νοσοκομείο, αλλά μια βασική πτέρυγα δεν λειτουργεί επειδή της λείπει ο εξοπλισμός. Περνάει ένας χρόνος, δύο, πέντε χρόνια, ο κόσμος αγανακτεί και φωνάζει “κλέφτες, φάγανε τα λεφτά!” Ας δούμε ποιοι μπορεί να είναι οι κλέφτες. Κατ' αρχήν, ο υπουργός με τα τσιράκια του. Πώς σου φαίνεται;”
“Χλωμό. Αυτοί τρώνε πιο μουλωχτά.”
“Συμφωνούμε. Ενδιάμεσες υπηρεσίες, εταιρείες, εργολάβοι και λοιποί παρατρεχάμενοι; Είναι πιθανόν. Και γιατί δεν ελέγχθηκαν; Γιατί δεν τιμωρήθηκαν; Τα ποσά εκταμιεύτηκαν, το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και κανείς από “πάνω” δε λέει τίποτα. Γιατί; Γιατί οι φταίχτες είναι πελάτες. Την επόμενη φορά, το υπουργείο θα τους ξαναδώσει λεφτά να τα ξαναφάνε. Δεν είναι κάπως σαν να τα κλέβει, σε εισαγωγικά, ο υπουργός για να τα δώσει στους δικούς του;”
“Τα εισαγωγικά μ' αρέσανε...”
“Και γιατί κανείς δε μιλάει; Γιατί όλοι περιμένουν τη σειρά τους. Υπάρχει όμως και η άλλη πιθανότητα: το ποσό δεν εκταμιεύτηκε ποτέ. Άρα, θα πεις, κανείς δεν “έφαγε”. Λάθος. Απλώς, το ποσό διοχετεύτηκε κάπου αλλού. Σε κάποιο άλλο πρόγραμμα για να ξεκοκαλιστεί αναλόγως ή σε κάποιο επίδομα για να φρενάρει μια απεργία ή έγινε μπάλωμα για να βουλωθεί η τρύπα που κάποιοι κάπως δημιούργησαν. Και πάλι είναι ένα είδος κλοπής που πραγματοποιούν οι έχοντες τη εξουσία εις βάρος του συνόλου των πολιτών προς όφελος μιας μερίδας των πολιτών. Και γιατί οι υπόλοιποι δεν μιλάνε; Μιλάνε... διεκδικώντας το μερίδιό τους. Θέλουν βέβαια και να δουλέψει το νοσοκομείο, αλλά κι αν δε δουλέψει... στ' αρχίδια τους.”
“Τσ, τσ, τσ!”
“Με συγχωρείς. Έτσι, σταδιακά και μεθοδικά διαφθείρεται το εκλογικό σώμα. Μόνο που μερικές φορές, καλή ώρα, ο έλεγχος χάνεται. Σε νύσταξα;”
Η Μαρίζα μάζεψε όπως-όπως ένα χασμουρητό.
“Πολύ ωραία όλ' αυτά, αλλά αν ήσουν βιβλίο θα σ' είχα κλείσει προ πολλού.”
“Νόμιζα πως το θέμα σ' ενδιέφερε. Λάθος μου.”
“Γίνεσαι πικρόχολος. Απλά είναι περασμένες μία κι έχει ένα τέλειο φεγγάρι. Κρίμα να μην έχουμε και τίποτα να ρουφάμε. Και μην κάνεις συνειρμούς, ξέρω τι πρόστυχοι είστε οι άντρες. Όλο στις πίπες το 'χετε το μυαλό σας.”
Και λέγοντας αυτά, διπλώθηκε πάνω στο παγκάκι σε στάση εμβρύου βολεύοντας το κεφαλάκι της στους μηρούς μου.
“Τώρα μάλιστα.”
“Τι μάλιστα;”
“Συζητάμε για διαφθορά και μου το γυρνάς στις πίπες. Και είμαι εγώ ο πρόστυχος.”
“Εντάξει, μια πλάκα ήταν. Δεν ξέρω γιατί το είπα... αφού σας ξέρω όλους εσάς.”
“Εμάς;”
“Ε ναι, όλους εσάς τους...”
“Τους...;”
Μου 'κλεισε το στόμα αλαφιασμένη. Με τα φρύδια σμιχτά και τα ματάκια της να ανιχνεύουν εντατικά το στερέωμα έμοιαζε ν' αναζητά λύση σε κάποιο πολύπλοκο και ενοχλητικό ερώτημα.
“Να σου πω. Επειδή δεν θέλω να εκτεθώ ξανά... αυτό το πράμα που μου καρφώνει το μάγουλο... δεν είναι μέσα στην τσέπη σου, ε;”
“Όχι, δεν είναι στην τσέπη μου.”
Πετάχτηκε δήθεν έξαλη.
“Ααα, τ' ομολογείς λοιπόν!”
“Τι ομολόγησα πάλι; Αντανακλαστική αντίδραση είναι. Αφού ξαπλώνεις πάνω μου...”
“Και στο μπαμπά μου ξαπλώνω, αλλά... δεν του γίνεται τούμπανο!”
“Ο μπαμπάς σου θα είναι κάποιος ήρωας. Και πιθανολογώ ότι δεν του δείχνεις τον κώλο σου.”
“Τι θες να πεις; Ούτε σε σένα τον δείχνω!”
Ίσως, τελικά, έπρεπε να το παίξω μπαμπάς της.
“Κοίταξε να δεις... δεν είμαι μαθημένος κι ίσως δεν χρησιμοποιήσω τα σωστά λόγια, αλλά μ' αυτά τα παντελόνια της μόδας και μ' αυτά τα εσώρουχα που φοράτε, κάθε φορά που λυγίζεις τα γόνατα... κατάλαβες;”
“Τι να καταλάβω;”
“Το μόνο που δεν φαίνεται είναι η κωλοτρυπίδα σου.”
Τινάχτηκε όρθια.
“Τι;; Ε, όχι, αυτό πάει πολύ! Θες να δεις την κωλοτρυπίδα μου; Οκέι, δες την!”
“Χριστέ μου!”
“Ευχαριστήθηκες τώρα; Πήρες το μάτι που ήθελες; Ελπίζω να κατάλαβες τη διαφορά!”
Σκέφτηκα να πω κάτι έξυπνο, αλλά προτίμησα να το βουλώσω καθώς εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.
“Είσαι απαίσιοοος... Θέλω το μπαμπά μου!”
Είχε πέσει στα γόνατα και τρανταζόταν από σπασμούς σαν να μην μπορούσε να κάνει εμετό. Πήγα κοντά της.
“Μαρίζα, άκουσέ με. Εγώ είμαι ο μπαμπάς σου.”
“Τι...τι θες να πεις;” είπε σκουπίζοντας τις μύξες με το χέρι της.
“Σου έχω ένα νέο και φοβάμαι πως δεν θα σου αρέσει. Θυμάσαι που με ρώτησες τι δουλειά κάνω; Τι σου είπα;”
“Δεν μου απάντησες.”
“Ακριβώς. Είμαι συγγραφέας... κι εσύ η ηρωίδα μου.”
“Παπάρια.”
“Κοίτα γύρω σου. Είμαστε εδώ μια ώρα και δεν έχει περάσει ψυχή... ένας πορτοφολάς... ένας πρεζάκιας... κι εσύ είσαι ξαπλωμένη στα πόδια ενός αγνώστου, αμέριμνη...”
“Έτσι μ' αρέσει!”
“Ακριβώς! Η ζωή είναι γεμάτη κανόνες αλλά εσύ είσαι πλάσμα της φαντασίας και η φαντασία είναι ελεύθερη. Είπες πως αν ήταν βιβλίο δεν θα το διάβαζες και κατάλαβα πως είχες δίκιο. Χωρίς σεξ, αυτό θα ήταν άλλο ένα άνοστο κείμενο που προσπαθεί να εξηγήσει ότι η Γη γυρίζει.”
“Οπότε, είπες να προσθέσεις λίγο καρύκευμα. Εντάξει, λοιπόν. Αφού είμαι πλάσμα της φαντασίας, ας εκμεταλλευτώ τα προνόμιά μου.”
“Μαρίζα, τι κάνεις; Περίμενε να σου πω!”
Σεξ δεν είπες ότι χρειάζεται αυτή η ιστορία; Δεν βλέπω να μου 'χεις άλλον ήρωα πρόχειρο... προφανώς κράτησες αυτό το προνόμιο για τον εαυτό σου -δεν πειράζει όμως. Δεν πειράζει καθόλου. Είμαι σίγουρη ότι σε λίγο θα “πετάξω στον έβδομο ουρανό”. Ή να το λέγαμε καλύτερα “στις πιο απάτητες κορυφές της ηδονής”; Οκέι-οκέι, εσύ κάνεις παιχνίδι, έχω εμπιστοσύνη στην εγωπάθειά σου. Πολύ αδέξια μ' έκανες όμως ρε παιδάκι μου... μπορείς να το ξεκουμπώσεις λίγο αυτό;”
“Δεν θα ξεκουμπώσω τίποτα, αυτό έλειπε! Ο κόσμος θέλει σεξ μέσα σε κάποια πλαίσια. Τι θα σκεφτούν οι αναγνώστες για το συγγραφέα που πηδά τις ηρωίδες του;”
“Ότι είναι πηδίκουλας, βέβαια. Αλλά ντόμπρος. Δεν καλύπτεται πίσω απ' το προσωπείο κάποιου υποτιθέμενου ήρωα.”
“Ωραίο σκεπτικό! Η ηρωίδα είναι μόνο δεκαπέντε χρονών!”
“Δεκαέξι! Και μην τολμήσεις να με κάνεις παρθένα!”
“Τι παρθένα και ξεπαρθένα! Ένας σαρανταφευγάρης μ' ένα πιτσιρίκι; Είναι θέμα καλού γούστου!”
“Πιτσιρίκι είναι το μάτι σου! Σιγά μην είμαι και μωρό!”
“Για το μέσο αναγνώστη είσαι παιδί και δεν δικαιούμαι καν να νιώθω έλξη για σένα.”
“Ξέρεις που τον έχω γραμμένο τον αναγνώστη σου;”
“Μου έδειξες πριν.”
“Α, ναι, ξέχασα. Αυτή ήταν λοιπόν η πικάντικη νότα της ιστορίας σου; Ο κώλος μου; Τι ταπείνωση θε μου! Έτσι τις ξεφτιλίζεις όλες τις ηρωίδες σου; Κι οι αναγνώστες σου χαίρονται μ' αυτές τις αηδίες;”
“Δεν ξέρω. Δεν έχω εκδώσει τίποτα μέχρι τώρα.”
“Α ναι; Λοιπόν σου έχω ένα νέο και φοβάμαι πως δεν θα σου αρέσει! Δεν θα γίνεις ποτέ συγγραφέας. Και σίγουρα όχι με τέτοιες μαλακίες!”
Ήταν πολύ δυσάρεστο. Παρ' όλ' αυτά πίστευα ακόμα πως είχα τον έλεγχο. Τόσο ανόητος ήμουν.
“Μαρίζα, μάτια μου...”
“Μη με λες μάτια σου! Και να σου πω και κάτι άλλο; Δεν είσαι καθόλου καλύτερος απ' αυτούς που κατηγορούσες πριν. Τι θέλει ο κόσμος; Ό,τι θέλει ο κόσμος -οι πελάτες μας! Αλλά ξέχασες κάτι.”
Ήρθε κοντά μου με νάζι. Πού να φανταστώ...
“Τι ξέχασα μωρό μου;”
“Τη βία, γλυκέ μου μπαμπάκα... Τη βία. Σεξ και βία δε θέλει ο κόσμος; Να μην του δώσουμε και λίγη βία;”
“Μαρίζα...”
Την άλλη στιγμή, δεν κατάλαβα πώς, ήμουν στο χώμα κι εκείνη από πάνω να με κλοτσάει ξανά και ξανά φωνάζοντας λόγια ακατάληπτα, όπου ξεχώριζα μόνο κάποιες λέξεις όπως “φαντασία”, “ελεύθερη”, “πλαίσια”, “διαφθορέας”. Κάποια στιγμή φάνηκε να κουράστηκε. Πρέπει να μου είχε σπάσει όλα τα πλευρά.
“Αυτό ήταν -ουφ- στ' αλήθεια πολύ ανεβαστικό. Κάποιοι απ' τους αναγνώστες σου θα έχουν ήδη ταυτιστεί μαζί μου... μη σου πω και όλοι. Όχι πως με νοιάζει αυτό βέβαια.”

Πίστεψα πως είχε τελειώσει. Λάθος μου. Η μεγάλη ξεφτίλα δεν είχε έλθει ακόμα.
“Και τώρα, καλέ μου ντάντι...”
Έπεσε.
“...ας τελειώνουμε.”
Με όλο το βάρος της.
“Το κοινό περιμένει!”
Πάνω μου.
“Μαρίζα σταμάτα!” Ψάχνοντας απεγνωσμένα το delete. “Μαρίζα όχι! Μαρίζα, μου γαμάς το...”
Πούστη μου...
“Όχι, γλυκέ μου. Εσύ μου γαμάς το.”
Την είχα κάνει πολύ δυνατή.




22 Ιουν 2011

τοξότες


"..ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.."
Γ.Σεφέρης, Ελένη



αλήθεια.. μ' άστρα στολισμένη και μια ολόλαμπρη
σελήνη κρεμασμένη στο λοβό της
με μάτια-εξάντες τη ζητούσες και μυαλό
που η Λύρα πλάνευε και θάμπωνε ο Βοώτης

αλήθεια.. μήτρα χάος απύθμενο βαθύ
θεά με τ' άπειρα τα χέρια και με τ' άξια
σπαρμένη μάγια την περίμενες να 'ρθει
κι ήρθε στα μαύρα τυλιγμένη της μετάξια

αλήθεια.. στα έγκατα του Λόγου τα κενά
η "μια και μόνη" που ζητάς μες στο κορμί της
καρτέρια στήνοντας δολώνοντας και να
ξάφνου μια λάμψη ...ίσως διάττων ή κομήτης;

όχι! την ώρα που ηδονίζεσαι πνιχτά
(οι Ποσειδώνες να 'ναι; Να 'ναι οι Αιόλοι;)
γαλέρες στέκουν αραγμένες στ' ανοιχτά
τα ζάρια ρίχνονται κι η Σμύρνη καίγεται όλη





αγνώστου, the great fire of London

3 Μαΐ 2011

face to facebook




agapi mou?

Geia soy Oresth

telioses kiolas me tn istoria?

Teleiwsa

moro mou oute misi ora den isoun e3o!

E kala! Ti me perases? Gia kanena fyto?

na sou po ti ma6ri ali9ia, ixa anisixisi

Kane mou mia xari...Se peirazei na grafw ellhnika?

giati, pos sour9e?

Κάπως μου 'ρθε δεν ξέρω. Τι κάνεις λοιπόν;

Barieme. ke se skeftome.

Αλήθεια λες;

fisika

Α, έχεις χαιρετίσματα απ' τη Φωφώ

Ti kani to mikrouli?

Μια χαρά. Και μην τη λες μικρούλι γιατί τα παίρνει.

mpa! pes tis na pxi 3idi. akou ta perni to dekaxrono!

pepi?

pepi ti egine? ise eki?

Εδώ μωρό μου. Ζεστάθηκα κι έβγαλα τη μπλούζα μου.

ox! mi les tetia giati fountono

Ζεσταίνεσαι κι εσύ;

kati tetio

Και θες να βγάλεις το παντελόνι σου;

opa! poli fortsati se 6risko simera!

Μπα! Τις άλλες φορές δηλαδή πώς μ' έβρισκες;

eda3i, pio cool

Εννοείς ξενέρωτη;

pios ipe tetio prama?

Κανείς. Το βγαλες;

to 6gala

Ωραία, γιατί εγώ όπως σου είπα ζεσταίνομαι. Έτσι θα τα λέμε πιο άνετα. Προτιμάς με το χέρι ή με το στόμα;

ti prama??!!!

Λέω, σ' αρέσει να γράφουμε εδώ στο φέις ή προτιμάς να σε πάρω τηλέφωνο να τα πούμε;

aaa afto enoouses?

Γιατί, εσύ τι κατάλαβες;

asto kalitera. diladi tora ali9ia ise xoris mplouza?

Ναι γιατι;

ke de foras tipota?

Φοράω σουτιέν!

kino t gamato p forouses xtes?

Πού ξέρεις τι φορούσα χτες;

afou oli tn ora m ta dixnes. mouxan petaxti t matia

Ωχ!

ti?

Ξαφνικά ζεσταίνομαι περισσότερο. Κάτσε να βγάλω και το σορτς

tosi ora m t sorts isoun? giafto zesta9ikes!

Καλά, κορόιδευε, εγώ βγάζω και το σουτιέν

ti psixi ex ena soutien? mipos na 6galis k t kato?

Το βρακί δε μπορώ, ντρέπομαι

pos etsi?

Με βλέπει ο διπλανός

o pios??

Ο Δημήτρης, το παιδί απέναντι που είναι φαντάρος. Δε σου 'χω πει;

a, to pedi p ine fantaros! oxi dn m xis pi!

Είναι στο μπαλκόνι και χαμογελάει σα χάνος. Τώρα θα πάει μέσα και θα σβήσει το φως για να παίρνει μάτι καλύτερα. Να να! τι σου 'πα;

PEPI!!

Τι μωρό μου;

KLISE T KOURTINA!!!

Δε μπορώ. Την έχει πάρει να την πλύνει

O FANTAROS??

Η μάνα μου!! Και κοφ' τα κεφαλαία!

ki esi s6ise toulaxiston t fos

Γιατί, ζηλεύεις; Φαντάρος είναι το παιδί, μια βδομάδα έχει να δει γυναίκα. Ασ' το ν' ανοίξει λίγο το μάτι του!

k se sena prepi n ani3i t mati t? vlepoun tsontes st kapsimi k anigi. mou to xi pi o aderfos m. to es6ises?

Το σβήνω. Τόση ώρα πια, θα πρέπει να τέλειωσε

PIOS??

Η Μπουμπού, το πεκινουά μου. Πώς θα δει να φάει το σκυλί στα σκοτάδια; Και κοφ' τα κεφαλαία επιτέλους! Τι είσαι, κανένα απροσάρμοστο;

ne pes me k psixakia apopano! an e6gaza ego to prama m k to dixna stin apenanti ti 9a leges?

Δεν είναι το ίδιο!

mpa! k giati parakalo?

Γιατί έτσι! Άλλο βυζιά κι άλλο η....

i piaa? xaxa,λολ!

Η βούρτσα! αχαχαχαχα!

ne ne gelasame!

Pepi?

Pepi??????????????????????????????????

Εδώ είμαι αγόρι μου. Πήγα στο ψυγείο να πάρω ένα παγωτάκι. Δεν πιστεύω να μου θύμωσες;

na s 9imoso? gia pio logo? p kanis striptiz stous fantarous?

Έλα μωρέ, πλάκα έκανα! Ένας παππούς μένει απέναντι που ούτε καν βλέπει. Ζήλεψες;

ligaki...

Ττρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ

ti kanis?

Γουργουρίζω. Σε πειράζει κι αυτό;

oxi, afto m' aresi

Ωραία. Άκου κι αυτό: σλαπ-σλουρπ!

ti kanis tora?

Το γλύφω

pio??

Το παγωτό βρε! Είναι πύραυλος

k to diko mou

ο-μι-τζι!

ti?

Το βρακί μου γέμισε παγωτά! Πρέπει να το βγάλω

6galto! 6galto!

Πω πω! Κυριολεκτικά μουνί όμως! Έχει γεμίσει κρέμες σαν...ξέρεις τι! Καλά, είναι για φωτογραφία!

Να 'σουνα εδώ ρε μωρό μου να το 'γλυφες! Κρίμα να πάει χαμένο...

Καλά, μόνη μου μιλάω; Ορέστη! Πού είσαι μωρό μου;


e edo...molis ixa ena atixima

Μη μου πεις ότι γέμισες κι εσύ κρέμες;

peripou

Ουχου το, λερώθηκε και το δικό του το μικρούλι;

pio mikrouli? me sixoris, den ine ka9olou mikrouli

Μικρούλι είναι. Και τώρα, ακόμα πιο μικρούλι! αχαχαχαχα!

poli ili9io astio

Μπα, δεν του αρέσει να το λένε μικρούλι; δεν του αρέσει και νευρίασε; Τότε να του πεις να πιει ξύδι! Αυτό να του πεις! bb...mwro mou!

pepi...ti les?

pepi??

pepi????????????????????????????????????????????????????

...fofo??








4 Απρ 2011

το κορίτσι στο πίσω τραπέζι

(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)


“Πώς άδεια δηλαδή;”

Άλλαξε ταχύτητα κι έστριψε δεξιά στην Αμαλίας. Είχαμε κατέβει στο κέντρο μ' ένα αμάξι και τώρα, από τη θέση του συνοδηγού, ξενερωμένος, του περιέγραφα τα καθέκαστα.

“Άδεια, σου λέω! Ούτε γυναίκα, ούτε τίποτα. Κανείς! Καθόμουν και κοίταζα σαν ηλίθιος μέχρι που μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα. Άκουσα το κλειδί να γυρίζει κι ύστερα το χερούλι κατέβηκε, σα να 'χε κρεμάσει πάνω του το παλτό της. Για να μη λερωθεί περισσότερο, ίσως. Ή για να καλύψει την κλειδαρότρυπα...”
“Αυτά που μου λες δεν στέκουν. Τύφλα έγινες ρε μαλάκα με μισό μπουκάλι κρασί;”
“Έτσι σκέφτηκα κι εγώ και, ασφαλώς, το ίδιο θα σκέφτηκε κι εκείνη. Τι να σου πω, ρε Γιάννη, δεν μου' χει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Στεκόμουν έξω απ' την τουαλέτα σα μαλάκας προσπαθώντας να συγκεντρώσω το μυαλό μου. Περίμενε, έλεγα, συγκεντρώσου και σκέψου! Πού μπορεί να πήγε;
“Γι' αυτό σε περίμενα κι εγώ κι έλεγα πως έπεσες μέσα στην τρύπα;”
“Γι' αυτό. Και γιατί μέχρι να βγει η άλλη να κάνω αυτοψία του χώρου, ξημέρωσε. Όταν με είδε πάλι μπροστά της δεν το πίστευε. “Ακόμα εδώ;” με ρωτάει. “Λιποθύμησε και κανείς άλλος;” Με δούλευε κανονικά.”
“Πολύ ψύχραιμη τη βρίσκω. Δε φοβήθηκε;”
“Τι να φοβηθεί; Δίπλα μου περίμενε να μπει μια γυναίκα που έμεινε άναυδη όταν με είδε να της παίρνω τη σειρά. “Με συγχωρείτε”, είπα, “θέλω μόνο να δω κάτι”. Κατάλαβα ότι η άλλη της έκανε νόημα πως είμαι τύφλα.”
“Και λοιπόν;”
“Λοιπόν, τίποτα. Όπως σου είπα. Κανείς. Ούτε παράθυρο δεν υπήρχε. Μου είχε περάσει η ιδέα μήπως μου κάνανε φάρσα κι είχε κρυφτεί πίσω από την πόρτα. Τρίχες. Ζήτησα συγγνώμη απ' τη γυναίκα που περίμενε και αποχώρησα δόξη και τιμή.”

Σώπασα, νιώθοντας ξαφνικά κενός. Έξω γινότανε το έλα να δεις απ' το μποτιλιάρισμα. Νόμιζες ότι βρισκόσουν μεσημέρι στην Πανεπιστημίου.
“Αυτά τα έργα δεν θα τελειώσουνε ποτέ;” ρώτησα, έτσι για να πω κάτι. Έδειξα προς το συγκρότημα του Mall: “φτιάξανε κι αυτή τη μαλακία εδώ πέρα κι ήρθε κι έδεσε το γλυκό.”
“Τι να σου πω, ρε φίλε. Ή σε πειράξαν τα ληγμένα που παίρνεις ή κάποιος σου έκανε χοντρή πλάκα εκεί μέσα. Είσαι σίγουρος πως η φωνή ακουγόταν απ' τη διπλανή τουαλέτα;”
“Φυσικά, ακριβώς δίπλα μου.”
“Και ήταν, είπες, μεγάλης γυναίκας;”
“Έτσι ακουγόταν. Είχε μια τραχιά χροιά πολύ ιδιαίτερη. Και...”
“Και;”
“Σαν κάτι να μου θύμιζε.”
“Κάποια γνωστή; Ή μήπως κάποια που άκουσες να μιλάει απόψε;”
“Μακάρι να 'ξερα”, είπα αφού έκανα μια φιλότιμη προσπάθεια να θυμηθώ. Έξω, το πανηγύρι είχε τελειώσει και πλησιάζαμε ολοταχώς στο σπίτι που έμενα τότε. “Αισθάνομαι ότι είναι κάτι που ξέρω καλά και που, αν το θυμηθώ το μυστήριο θα λυθεί.”
“Πρέπει να το συζητήσουμε κάποια στιγμή με ηρεμία”, είπε ο Γιάννης παρκάροντας πρόχειρα. “Τώρα δεν είμαστε για δύσκολους πολλαπλασιασμούς. Περιμένει κι η Κωνσταντίνα να την πάρω τηλέφωνο.” Η Κωνσταντίνα ήταν αναπληρώτρια στην Αμοργό. “Θα μου φέρεις το βιβλίο;”
“Σ' ένα λεπτό”, είπα βγαίνοντας στον παγωμένο αέρα.

Πέρασαν δεκαπέντε μέρες. Εγώ, μπλεγμένος με κάτι κληρονομικά, συμβολαιογράφους, εκκρεμότητες της εφορίας και τέτοια, είχα ξεχάσει εντελώς την παράξενη αυτή ιστορία. Κυριακή πρωί με ξύπνησε το τηλέφωνο.
“Στον ύπνο σου μ' έβλεπες;”
“Περίπου. Τι ώρα είναι;”
“Ούτε δώδεκα!”
“Κερνάς καφέ;”
“Τι άλλες επιλογές έχω;”
“Να κεράσεις καφέ.”
“Προτιμώ να κεράσω καφέ. Μην αργήσεις.”
Εννοείται, με ξύπνησε το κουδούνι.

“Τ' ειν' αυτό;”
“Το βιβλίο σου, το ξέχασες; Το κίτρινο δωμάτιο. Γι' αυτό έγιναν όλα.”
“Ποια όλα.”
“Ούτε κι αυτά τα θυμάσαι; Καλά, τι τρως ρε μαλάκα;”
“Τρελή αγελάδα. Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;”
“Καφέ θα πιούμε; Γιατί εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου.”
Φτιάχναμε τους καφέδες και μου τα 'λεγε.
“Το περασμένο σαββατοκύριακο ήταν η Κωνσταντίνα εδώ. Μέχρι χθές είχα διαβάσει μόνο ένα κεφάλαιο. Διάβαζα όλη νύχτα για να το τελειώσω.”
“Κόλλησες, ε;”
“Μάλλον ξεκόλλησα.”
“Τι εννοείς;”
“Πόσος καιρός πάει;”
“Που το διάβασα; Χρόνια.”
“Γι' αυτό. Η εξήγηση που ψάχναμε ήταν μέσα.”
“Ποια εξήγηση;”
“Για το πώς εξαφανίζεται κάποιος χωρίς να εξαφανιστεί.”
“...Λες για τη φάση στο...; Αν σου πω ότι την είχα ξεχάσει;”
“Δεν με εκπλήσσεις.”
Μου έδειξε το δοχείο της καφετιέρας που γέμιζε με καθαρό νερό.
“Γαμώτο. Δεν έβαλα καφέ.”
“Είσαι χειρότερος από μένα. Σε παραδέχομαι.”

“Λοιπόν; Για ρίχ'το”, είπα πίνοντας την πρώτη γουλιά.
“Να τα πάρουμε απ' την αρχή”, είπε κοιτάζοντάς με πονηρά.
“Κατάλαβα. Εγώ θα κάνω το μαλάκα το γιατρό.”
“Δεν σε παραξένεψε η ομοιότητα ανάμεσα στο δικό σου περιστατικό και στα μυστήρια κλειστών δωματίων που λίγο νωρίτερα εκείνο το βράδυ μου ανέπτυσσες;”
“Να σου πω, δεν το πολυσκέφτηκα...”
Ήπιε δυο γουλιές καφέ. Στο κενό ανάμεσα, άκουγα τα γένια μου να μεγαλώνουν.
“Εντάξει, εγώ Γουάτσον. Να σου φέρω την πίπα σου ή να σου πάρω μία;”
Με κοίταξε με απορία.
“Αστειεύεσαι έτσι; Το ήξερες ότι υπάρχει μια θεωρία για τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία μεταξύ...”
“Γιάννη, χέσε με! Πες μου τι σκέφτηκες.”
“Εντάξει, άκου: δυο γεγονότα που μοιάζουν με υπερβολική σύμπτωση, λογικά θα πρέπει κάπως να συνδέονται, συμφωνείς;”
“Συμφωνώ.”
“Και όταν λέμε συνδέονται;”
Σκέφτηκα λίγο.
“Το ένα προκάλεσε το άλλο.”
“Σωστός ο νέος. Και πώς μπορεί να έγινε αυτό στην περίπτωσή μας;”
“Εννοείς ότι... κάποιος...” Τον κοιτούσα εμβρόντητος.
“Το είδες επιτέλους;”
“Είσαι πολύ πούστης.”
“Άντε πάλι. Τι σ' έχει πιάσει με...”
“Γι' αυτό μωρή κουφάλα πήγες στην τουαλέτα;”
“Ποια τουαλέτα;”
“Ακριβώς πριν από μένα. Είχες πάει εσύ.”
“Ε, και; ...Δεν πιστεύω να νομίζεις...”
“Ότι εσύ τα έστησες όλα. Κι απ' όσο σε ξέρω...”
“Κάνεις λάθος.” Φαινόταν να διασκεδάζει ειλικρινά με τις υποψίες μου. “Σε βεβαιώνω τίμια και κατηγορηματικά ότι δεν είμαι ελέφαντας.”
Κώλωσα.
“Σε πιστεύω. Αλλά τότε, θα πρέπει να υπήρχε κάποιος άλλος που άκουσε την κουβέντα μας και...”
“Αλληλούια!”
“...κάποιος με σατανικό μυαλό...”
“Πες γυναικείο. Μεταξύ μας είμαστε.”
“...κάποιος που καθόταν σε κοντινό τραπέζι ώστε να μπορεί να μας ακούει...”
“Πιο κοντινό δεν γίνεται.”
“...κάποιος, τέλος πάντων, αρκετά διεστραμμένος ώστε να στήνει κακόγουστες φάρσες σε αγνώστους στα καλά καθούμενα.”
“Το γάμησες.”
“Τι το γάμησα; Κίνητρο, Χολμς, κίνητρο!”
“Το κίνητρο θα το συζητήσουμε στο τέλος. Πάμε καλύτερα πρώτα να χαράξουμε τον κύκλο της σκέψης μας.”
“Επίτρεψέ μου.”
“Γιατί σηκώνεσαι;”
“Για να υποκλιθώ.”
“Κοφ' τις μαλακίες.” Ξαφνικά ζωήρεψε. “Είναι μια γυναίκα στην τουαλέτα, δίπλα σου. Μετά από δυο λεπτά ανοίγεις και δεν τη βρίσκεις μέσα. Τι συμπεραίνεις;”
“Ότι κάπως βγήκε.”
“Τι θα πει κάπως; Από πού;”
“Μακάρι να 'ξερα.”
“Τι “μακάρι να 'ξερα”, ρε μαλάκα; Είπαμε, αποκλείουμε το αδύνατο.”
“Εντάξει, απ' την πόρτα.”
“Θαυμάσια. Και πού πήγε μετά;”
“Δεν ξέρω. Εξαϋλώθηκε;”
Καθότανε και με κοίταζε. Τον κοίταζα κι εγώ. Δεν εννοούσε...;
“Δεν εννοείς...;”
Χαμογέλασε.
“Τι πάγκαλος που ήμουν!” ξέσπασα.
“Ακριβώς! Μια γυναίκα βγαίνει, μία μπαίνει. Πόσες χωράνε στον κύκλο μας;”
“Μόνο μία! Πώς δεν το είδα νωρίτερα;”
“Αυτό αναρωτιόνται οι απανταχού αναγνώστες ιστοριών μυστηρίου. Θυμάσαι τι μου έλεγες εκείνο το βράδυ; Τα πάντα βασίζονται σε μια καλοπροαίρετη απάτη βασισμένη στην ευπιστία του εξαπατούμενου. Δεν το είδες γιατί πίστεψες ότι η πόρτα της δεν άνοιγε και γιατί “έβλεπες” δυο γυναίκες, μια νέα και μια μεσόκοπη. Και γιατί “είδες” τη μια από τις δύο να μπαίνει...”
“Ήμουν σίγουρος ότι έμπαινε.”
“Ήταν πολύ πονηρή. Χτύπησε βγαίνοντας την πόρτα της καμπίνας για να πιστέψεις ότι έπεσε πάνω, την κλείδωσε κι ύστερα έκανε ότι μιλά σε κάποιον απέξω. Ίσως είπε “περίμενέ με” ή κάτι παρόμοιο για να νομίσεις ότι μπαίνει, ενώ ήταν μέσα και απλώς άνοιγε την εξωτερική πόρτα.”
“Και πώς άνοιξε πάλι την καμπίνα;”
“Είπες ότι κρατούσε παλτό. Από κάτω θα είχε το κλειδί. Καθώς έκανε ότι σπρώχνει την πόρτα, την ξεκλείδωσε.”
“Μα η φωνή της...”
“Τόσο δύσκολο είναι ν' αλλάξει κάποιος τη φωνή του; Ειδικά αν πρόκειται για κάποια γνωστή φωνή που έχει μάθει να την μιμείται; Εσύ δεν κάνεις κάποιες φορές τον Αλαβάνο και τον Τράγκα;”
Τον κοίταζα αποσβολωμένος. “Σαπφώ Νοταρά”, ψέλλισα.

Έβλεπα τώρα την αλήθεια καθαρά, ξαναζούσα όλη τη σκηνή, βήμα-βήμα, όχι μέσα απ' τα μάτια του ανυποψίαστου, ζαλισμένου θαμώνα, αλλά μέσα απ' τα μάτια τα δικά της, τα μάτια του κοριτσιού που διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, ξέρει τους κώδικές τους (ίσως μάλιστα γνωρίζει καλά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα που αναφέρθηκε λίγο νωρίτερα από κάποιον πολυλογά διπλανό) και αποφασίζει να τους αντιγράψει για να... γιατί άραγε;

“Και ποιο είναι το κίνητρο για όλη αυτή την παράσταση; Είπες ότι θα το συζητούσαμε στο τέλος.”
“Εννοείς, σοβαρά, ότι δεν το βλέπεις;”
“Ειλικρινά, όχι.”
“Γιατί σε θέλει, ρε βλάκα. Ή, να πω καλύτερα, γιατί σε χρειάζεται.”
“Με χρειάζεται; Εμένα; Γιατί;”
“Για να τη βγάλεις απ' το κλειστό, ασφαλισμένο δωμάτιο. Εκεί όπου νιώθει φυλακισμένη.”
“Κάτσε... Θες να πεις...”
Ξαφνικά την είδα. Μόνη, κατάμονη.
“Στο διπλανό τραπέζι. Ήταν...”
“Ένα κορίτσι που οι φίλες του προσπαθούσαν να στείλουν σε κάποιο ραντεβού. Δεν μπορούσες να τη δεις γιατί καθόταν ακριβώς στην πλάτη σου.”
“Όταν σηκώθηκα, εκείνη έλειπε.”
“Είχε ακούσει να λες ότι θα πας στην τουαλέτα μόλις γυρίσω και κατέστρωσε αστραπιαία το σχέδιό της.”
Τα μάτια μου θα πρέπει να γυάλιζαν άγρια όταν είπα: “Γιάννη, νομίζω βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου.”
“Και τον κουμπάρο σου, επίσης. Αν και δεν τη βρήκες ακριβώς. Αλλά θέλει να τη βρεις, αυτό είναι σίγουρο.”
“Τι λες να κάνω;”
“Τι θα κάνανε ο Χολμς, ο Ρουλεταμπίλ, ο Ηρακλής Πουαρώ;”
Ήξερα, γαμώτο μου, ήξερα.
“Θα δημοσίευαν μια αγγελία.”

Σηκώθηκε.
“Λοιπόν, δεν με χρειάζεσαι πλέον”, είπε.
Μόλις έφυγε κάθισα στον υπολογιστή. Άνοιξα τον blogger και πήγα new post.
Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας, άρχισα να γράφω.



3 Απρ 2011

το φάντασμα του Ρουλεταμπίλ


Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας. Εγώ με το πάθος του από καιρό μυημένου κι ο φίλος μου ο Γιάννης με την έξαψη του νεοφώτιστου. Καταλαβαίνετε, του οίνου βοηθούντος, πολύ σύντομα η συζήτηση εξελίχθηκε σε κανονική διάλεξη.

“Ρουλεταμπίλ!”
“Τι όνομα είναι αυτό;”
“Τ' όνομα ενός πιτσιρικά, εκκολαπτόμενου δημοσιογράφου, που κάνει ντεμπούτο στην αστυνομική φιλολογία με το περίφημο μυστήριο του κίτρινου δωματίου.”
Άφησα να μου ξεφύγει ένας αναστεναγμός νοσταλγίας για τις ωραίες εποχές που διάβαζα τέτοιου είδους βιβλία.

“Και πώς τον είπες το συγγραφέα;”
“Γκαστόν Λερού. Το φάντασμα της όπερας;”
“Αυτό δεν είναι αστυνομικό.”
“Καμία σχέση. Μάλλον ρομαντικό δράμα με γοτθικά στοιχεία, αλλά είναι του ίδιου.”
“Αυτό το κίτρινο δωμάτιο είναι καλό;”
Κλασσικό. Αρκεί να σου πω ότι η Κρίστι θεωρούσε τον Λερού δάσκαλό της και το κίτρινο δωμάτιο ένα απ' τα καλύτερα αστυνομικά όλων των εποχών. Η αναλυτική του μέθοδος πάει πολύ πέρα απ' το Χολμς -όσο για τον Ηρακλή Πουαρώ ουσιαστικά αντιγράφει το νεαρό Ρουλεταμπίλ και τον κύκλο της σκέψης του.”
“Κύκλο; Τι κύκλο;”

Άφησα μια καλά υπολογισμένη παύση πριν απαντήσω.
“Έναν κύκλο που χωρά μόνον ό,τι θεωρεί ο ήρωάς μας λογικό, με βάση το κίνητρο, την ευκαιρία και το ψυχολογικό προφίλ των εμπλεκομένων. Μέθοδος βασισμένη σε κάποιο βαθμό στην παλιά αρχή του θείου Σέρλοκ: απορρίπτουμε το αδύνατο -αυτό που μένει, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, μας οδηγεί στην αλήθεια. Μόνο που ο Κόναν Ντόυλ παραμένει δέσμιος της αισθησιοκρατίας, προσκολλημένος στις καινοτόμες επιστημονικές μεθόδους της εποχής: αποτυπώματα, χημικές αναλύσεις κλπ. Για τον Λερού ολ' αυτά είναι χρήσιμα αλλά δευτερεύοντα και πολλές φορές παραπλανητικά-αν με βγάζουν απ' τον κύκλο της σκέψης μου οφείλω να τα απορρίψω.”
Τεντώθηκα στην καρέκλα μου. Μήπως φώναζα περισσότερο απ' όσο έπρεπε; Η παρέα στο διπλανό τραπέζι φαινόταν απορροφημένη σε μια λογομαχία περί Καζαντζίδη, Νταλάρα και λαϊκών βάρδων. Πίσω μου, δυο γυναικείες φωνές προσπαθούσαν να πείσουν μια τρίτη να βγει κάποιο ραντεβού.

“Δηλαδή, ρε παιδί μου, τι είναι αυτός ο κύκλος; Δεν μπορείς να μου πεις ένα παράδειγμα;”
“Πάρε το κίτρινο δωμάτιο, είναι η κλασσική περίπτωση αυτού που -υποτίθεται- δεν μπορεί να συμβεί. Πόρτες και παράθυρα κλειστά... κι όμως, η ένοικος του δωματίου δέχεται επίθεση από κάποιον που, ανεξήγητο πώς, καταφέρνει να μπει και να βγει αφήνοντας τα πάντα ασφαλισμένα από μέσα.”
“Τι λες τώρα; Όπα, κάτσε... κρυφά περάσματα κι έτσι;”
“Όχι, τίποτα τέτοιο. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το έργο μοιάζει να έχει γραφτεί σαν απάντηση στον Πόε...”
“Τι σχέση έχει ο Πόε;”
“Δεν έχεις διαβάσει τα εγκλήματα της οδού Μοργκ;”
“Αυτό με το γορίλλα;”
“Αυτό. Θεωρείται το πρώτο αστυνομικό και, συγχρόνως, το πρώτο “μυστήριο ασφαλισμένου δωματίου”. Ο Λερού μοιάζει να θέλει ν' αποδείξει ότι το κόλπο, όσο τρελό κι αν ακούγεται, μπορεί να έχει μια απλή “καθημερινή” εξήγηση και όχι μαλλιοτραβηγμένα σενάρια και ιστορίες γι' αγρίους.”
“Μ' έφτιαξες τώρα. Μη μου λες τίποτ' άλλο...ή μάλλον, πες μου αν θυμάσαι τον εκδότη.”
“Αν θέλεις, περνώντας απ' το σπίτι μου σταματάς και το παίρνεις.”
“Έλα ρε! Θα με βάλεις στον πειρασμό τέτοια ώρα;”
“Αυτοί είναι ωραίοι πειρασμοί φίλε μου... Θα σου δώσω και το έγκλημα στη Μεσοποταμία να το διαβάσεις στο καπάκι.”
“Του ίδιου;”
“Όχι, είναι η απάντηση της Αγκάθα Κρίστι. Η συμβολή της στη φιλολογία του κλειστού δωματίου.”

Έριξα μια ματιά γύρω. Το μαγαζί ήταν σε φάση παρακμής -περασμένες δύο. Οι κοπέλες πίσω πλήρωναν για να φύγουν, ο τσακωμός για το Νταλάρα (ή τον Καζαντζίδη ή και τους δύο) καλά κρατούσε. Καθώς ήμουν στη φάση όπου η έξαψη συναγωνίζεται την κούραση, ρώτησα το φίλο μου αν θέλει να παραγγείλουμε άλλο ένα. Ένιωσα μια ενδόμυχη ανακούφιση όταν αρνήθηκε.

“Μου έχεις εξάψει την περιέργεια και θέλω να ξεκινήσω αυτό το βιβλίο με το δωμάτιο. Εξάλλου, είναι ήδη αρκετά αργά.” Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα. “Βλέπεις πουθενά την κοπελιά;”
“Ήτανε τώρα εδώ κι έφυγε.”
“Πάω στην τουαλέτα. Αν τη δεις, φώναξέ της.”
“Έντάξει. Σε περιμένω να πάω μετά.”

Καθόμουν και τον περίμενα μέσα σ' εκείνη την κατάσταση της εύθυμης, γλυκιάς μακαριότητας που σε φέρνουν το κρασί και η καλή παρέα, αναλογιζόμενος ότι ήμουν ήδη τριάντα χρονών και, εκτός από μια σίγουρη, μέτρια αμειβόμενη δουλειά, δεν είχα κάνει στη ζωή μου τίποτα. Κανείς δεν με περίμενε στο σπίτι και κανείς δεν ενδιαφερόταν να με “ψήσει” για κάποιο ραντεβού. Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω και -δήθεν αδιάφορα- κοίταξα προς την κοριτσοπαρέα του πίσω τραπεζιού. Οι δυο ήταν ακόμα εκεί μασουλώντας κάτι υπολείμματα ξηρών καρπών και σιγοκουβεντιάζοντας. Η τρίτη, η ελεύθερη της παρέας, αυτή που οι άλλες προσπαθούσαν να πείσουν να δώσει μια ευκαιρία στο γνωστό του γνωστού, απουσίαζε. Μάλλον θα είχε πάει στην τουαλέτα ή έφυγε πρώτη να προλάβει το τελευταίο μετρό. Είδα από μακριά το φίλο μου να 'ρχεται και θυμήθηκα ότι δεν είχα πληρώσει. Άφησα το ποσό που μου αναλογούσε στο τραπέζι κι έφυγα με τη σειρά μου προς την ίδια κατεύθυνση. Χωρίς να ξέρω ότι το ραντεβού μου ήταν κιόλας εκεί και με περίμενε.

Λοιπόν, ας μη μακρηγορώ περισσότερο. Έφτασα στο γεγονός που αποτελεί το σκοπό αυτής της διήγησης. Και, μολονότι δεν έχω τρόπο να το περιγράψω χωρίς να φανώ (αυτό που εξάλλου ένιωσα τότε) εντελώς γελοίος, οφείλω να το κάνω διότι χωρίς αυτό τα πάντα θα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή τα ίδια. (Δηλαδή, σκατά. Ο Γκαστόν Λερού θα το σερβίριζε σίγουρα πολύ καλύτερα.)

Είχα μόλις κλείσει πίσω μου την πόρτα της τουαλέτας κι άρχιζα ήδη να ξεκουμπώνομαι όταν την άκουσα. Κάποια, (υπέθεσα το “κάποια”, αφού το μαγαζί -όπως τα περισσότερα μπαρ- είχε μόνο δύο τουαλέτες στον ίδιο χώρο, μια αντρική και μια γυναικεία) προσπαθούσε ν' ανοίξει τη διπλανή πόρτα χωρίς επιτυχία. Άκουσα καθαρά το κλειδί να γυρίζει, ύστερα την πόρτα να ταρακουνιέται ξανά και ξανά και, στο τέλος, μια αγωνιώδη γυναικεία φωνή: “η πόρτα δεν ανοίγει, μ' ακούει κανείς;” Κι αμέσως μετά τρία, τέσσερα δυνατά χτυπήματα. Ξέρετε αυτό το συναίσθημα; ...μετά από μερικές ώρες καθισιού και μισό μπουκάλι κρασί, όταν αισθάνεσαι τη “φούσκα” σου να πάει να σκάσει και βγάζεις έξω το πράμα σου βιαστικά φοβούμενος ότι δεν θα προλάβεις το μοιραίο; Φανταστείτε λοιπόν τη σκηνή: εγώ, μ' ένα αίσθημα ανακούφισης και το πουλί έξω ν' αδειάζει ακατάσχετα κι από δίπλα τις φωνές και τα χτυπήματα -ακόμα και πάνω στον κοινό ψεύτικο τοίχο που χωρίζει τις δυο τουαλέτες- να καλούν σε βοήθεια. Τι έπρεπε να κάνω; Κατάλαβα ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ακούσει κι εκείνη περίμενε από μένα που, πιθανόν, με άκουγε να κατουράω θορυβωδώς ενάμιση μέτρο μακριά της. Ετοιμάστηκα ν' απαντήσω, να της πω να μην πανικοβάλλεται κι ότι θα πάω αμέσως να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο του μπαρ, αλλά δεν πρόλαβα. Άκουσα ξαφνικά μιαν ασθματική αναπνοή, ένα στεναγμό (κάτι σαν “θεέ μου!”) κι ένα γδούπο που τράνταξε δυσοίωνα τη μικρή μου καμπίνα. Πετάχτηκα έξω με το πουλί ατίναχτο, ίσα που πρόλαβα να το χώσω στο εσώρουχο. Ευτυχώς, γιατί -σαν σε κακόγουστη κωμωδία- την ίδια στιγμή είδα ν' ανοίγει η εξωτερική πόρτα και μια αδύνατη μελαχρινή κοπέλα να μπαίνει στον μικρό προθάλαμο των δύο wc. Είχε το κεφάλι στραμμένο μιλώντας με κάποιον απέξω και χρειάστηκε να τη συγκρατήσω για να μην πέσει πάνω μου. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν, γυρνώντας μπροστά της, διαπίστωσε ότι αυτός που την κρατούσε ήταν ένας άγνωστος άντρας, του οποίου το μισοκατεβασμένο παντελόνι έκρυβε ευτυχώς το παλτό που κρατούσε στο χέρι της! Έσπευσα να κουμπωθώ ζητώντας συγγνώμη, κατακκόκινος.
“Με συγχωρείτε, αλλά κάποια λιποθύμησε νομίζω στην τουαλέτα.”
Με κοίταξε απορημένη. Της έδειξα την πόρτα με τη σήμανση “ladies”. Καθώς την είδα να με κοιτάζει δύσπιστα, προχώρησα και χτύπησα δυο φορές. Εννοείται ότι δεν πήρα καμιά απάντηση. Προσπάθησα ν' ανοίξω χωρίς αποτέλεσμα.
“Είναι κανείς μέσα;” φώναξα. Αυθόρμητα έσκυψα να κοιτάξω απ' την κλειδαρότρυπα.
“Μια γυναίκα φώναζε ότι δεν μπορεί ν' ανοίξει”, είπα. “Την άκουσα από δίπλα. Ύστερα ακούστηκε σαν να έπεσε πάνω στην πόρτα.”
“Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνετε”, είπε επιτιμητικά εκείνη κι έσκυψε με τη σειρά της στην κλειδαρότρυπα.
“Δεν φαίνεται τίποτα”, είπε. “Το καλύτερο είναι να απευθυνθούμε στη διεύθυνση.”
Έπιασε και πάλι το χερούλι και το τράνταξε δυνατά. Ύστερα έπεσε με όλο της το σώμα πάνω στην πόρτα.
“Κάπου σκαλώνει. Ίσως αν...”
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Η πόρτα υποχώρησε κι η ίδια βρέθηκε να παραπατά μέσα στην τουαλέτα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατηθεί -το παλτό της έπεσε σχεδόν μέσα στη λεκάνη. Το μάζεψε με μια γκριμάτσα αηδίας. Στεκόμουν πίσω της αποσβολωμένος. Ακόμα θυμάμαι την ειρωνεία στο βλέμμα της.

Η καμπίνα ήταν τελείως άδεια.



...συνεχίζεται

2 Μαρ 2011

παραμύθι με δράκο




από το chimeres-zine019

«Αυτή η αναμονή με σκοτώνει.»
Ήτανε τρεις στρατιώτες, όρθιοι οι καημένοι μες στο λιοπύρι. Κράνη, εξαρτήσεις, και τα λοιπά.
Αυτός που είχε μιλήσει έξυνε τη μύτη του. Για την ακρίβεια, είχε χώσει το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού στο δεξί ρουθούνι. Δεν έλπιζε να βρει κάτι εκεί μέσα, μόνο την έξυνε. Αμηχανία, ας πούμε.
Κοίταξε τους άλλους δυο χαμογελώντας στραβά. Κρατούσαν το ντουφέκι παρά πόδα , όπως αυτός, μόνο που η στολή τους ήτανε μαύρη ενώ η δική του λευκή.
«Κακό αυτό», σκέφτηκε.
«Κατά βάση, τα ίδια συμφέροντα έχουμε σεις και γώ», είπε κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να συντηρήσει μια συζήτηση. «Άλλοι μας βάζουν να τσακωνόμαστε. Κανονικά, θα 'πρεπε να 'μαστε ενωμένοι αν θέλουμε να...»
Σταμάτησε συγχυσμένος. Κόμποι ιδρώτα γυαλίζανε στο μέτωπό του εκεί ακριβώς που τέλειωνε η σκιά του κράνους του. Θα 'πρεπε να είναι ενωμένοι, βέβαια, αλλά για ποιο λόγο; Δεν του ερχότανε κανείς -το κέρατό του- κι ανάθεμα αν ήξερε τι σήμαινε αυτό το “κανονικά”.
«Κοιτάξτε, αν είναι να σφαχτούμε, ας το κάνουμε, να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα.»
Έσφιξε δυνατά την κάννη του όπλου του, έτοιμος για δράση. Θα 'ριχνε πρώτα στον αριστερό. Αν ήταν λίγο τυχερός ίσως προλάβαινε να φάει και τον άλλο, μάλλον απίθανο βέβαια. Άρχισε να σηκώνει το ντουφέκι, ασήκωτο του φαινότανε. Καμιά κίνηση από τους άλλους. Τ' άφησε λοιπόν να πέσει στη θέση του.
«Υπομονή», συνέστησε το άλογο.

Ήταν κατάλευκο και πανύψηλο. Ο στρατιώτης δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί δίπλα του, δεν ήταν μέρος για ένα άλογο αυτό. Θεώρησε καλό, πάντως, να δείξει στους άλλους ότι τα πράγματα άλλαξαν.
«Λυπάμαι παιδιά, αλλά μόλις ήρθε το ιππικό. Χε-χε, το ιππικό λέω...καταλαβαίνετε.» Κανείς δε γέλασε. «Ακούστε, εγώ είχα όλη τη διάθεση να τα βρούμε μεταξύ μας, να μην είμαστε πιόνια των ιμπεριαλιστών, αλλά εσείς αδιαφορήσατε. Τώρα, λοιπόν, ακουμπήστε τα όπλα σας όμορφα-όμορφα στο χώμα χωρίς απότομες κινήσεις και δεν θα πάθει κανένας τίποτα.»
Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά κι αυτό το κατάλαβε αμέσως μόλις άκουσε το μαύρο άλογο να λέει σαρκαστικά: «Φιλαράκο, είσαι τελείως πεζός!» Κι ύστερα ήταν εκείνος ο παράξενος τύπος με το λοφίο και το σπασμένο κοντάρι που ρώτησε «εδώ γίνεται το πάρτυ;» και ξαφνικά όλοι κατάλαβαν πως έχουν γίνει πλέον πολλοί. Υπερβολικά πολλοί.
Πάνω στο λόφο ετοιμαζόταν να ξεσπάσει καταιγίδα.

«Ποιος είσαι πάλι εσύ;» ρώτησε ο στρατιώτης.
«Έφεδρος αξιωματικός Δελής Αγησίλαος, ο επονομαζόμενος και “λοξός” ή “επίσκοπος” ή “μόντσας”, στις υπηρεσίες σας», είπε κάνοντας μια υπόκλιση που προκάλεσε θύελλα από κουδουνίσματα. «Οι φίλοι με φωνάζουν τρελό. Είμαι αυτός που περιμένατε.»
Τον έκοψε από πάνω ως κάτω. Η στολή του ήταν βέβαια λευκή αλλά θύμιζε πιότερο κοστούμι παλιάτσου μ' όλους αυτούς τους ρόμβους και τα κουδούνια. «Αυτές είναι οι ενισχύσεις;» αναρωτήθηκε. «Πλάκα μου κάνουν.» Οι άλλοι απέναντι σήκωναν κιόλας τα ντουφέκια τους.
«Σιγά, κύριοι, μισό λεπτό», φώναξε ο καινούργιος. «Αν είναι να σκοτωθούμε, ας το κάνουμε τουλάχιστον πολιτισμένα. Και, κατά πρώτον, γνωρίζει κανείς σας γιατί τσακωνόμαστε;»
«Μην τον ακούτε, τέτοια λέει πάντα», είπε το μαύρο άλογο. «Τον στέλνουν να σπείρει τη σύγχυση. Πυρ κατά βούληση!»
«Ω, ω, ω!» φώναζε ο παλιάτσος. «Κύριοι, ψυχραιμία! Δεν φαντάζομαι ν' αρχίσετε να παίρνετε διαταγές από ζώα; Όσο για σένα, ομορφονιέ, μιας που το θέτεις έτσι με βουλές και τα συναφή, οφείλω να σου πω ότι οι δυο κατίνες», έδειξε το λόφο, «τα κανονίζουν μεταξύ τους κι αφήνουν εμάς εδώ να πλακωνόμαστε.»
Το άλογο έστρεψε το βλέμμα προς τα κει που του έδειχναν. Δεν είχε πολύ φαντασία, το δύστυχο, μεταφυσικά ερωτήματα δεν τάραζαν ποτέ τον δίκαιο ύπνο του.
«Εγώ τις βλέπω να τρώγονται όπως πάντα.»

«Ωραίο το μαύρο συνολάκι σου χρυσή μου», έλεγε η βασίλισσα. «Ήρθε το ντεθ στη μόδα ή πενθείς το μακαρίτη;»
Στεκόταν αγέρωχη και βλοσυρή μες στα τούλια, νυφούλα που την έστησε ο λεγάμενος. Ένα διάδημα από λευκόχρυσο έγερνε επικίνδυνα στα οξυζεναρισμένα μαλλιά.
«Γίνεσαι μικροπρεπής και ανόητη», απάντησε η άλλη. Οι συλλαβές κροτάλισαν στα δόντια της, ζάρια σε μάρμαρο μαύρο. Μαλλιά του κοράκου -πίσσα- και ντύσιμο σκοτάδι, μέχρι και στο βλέμμα. Αλλά γι' αυτό μπορεί να έφταιγε η μάσκαρα.
«Δεν πρόκειται να πέσω στο επίπεδό σου.» Κι άλλη ζαριά. Η ξανθιά περιορίστηκε σ' ένα ειρωνικό ανασήκωμα του φρυδιού.
Στέκονταν οι δυο τους καρφωμένες θαρρείς στη σκιά του πύργου. Χειρονομούσαν. Από κάποια απόσταση έμοιαζαν πράγματι να τσακώνονται.
«Δεν μου είπες, τι κάνει ο βλαμμένος σου;» Πεντάρες. «Τον βγάλατε, λέει, απ' τη μηχανική υποστήριξη. Εξυπηρετείται μονάχος του ή ...;» Ένα σαρδόνιο χαμόγελο άνθισε στα μαύρα χείλη.
«Μ' αρέσει ο τρόπος σου να κρατάς το επίπεδο. Ξέρω, βέβαια, ότι το θέμα σε καίει ιδιαίτερα αλλά δεν είμαστε ομοιοπαθείς. Λοιπόν, μην περιμένεις συμπαράσταση από μένα.»
«Τι θες να πεις;» Ντόρτια.
«Μην κάνεις το βλάκα. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο... Από κάποιο σημείο και μετά, χρυσή μου, το να μην του σηκώνεται είναι το λιγότερο. Όταν αρχίσουν να του τρέχουν τα σάλια, τότε στ' αλήθεια αρχίζουν τα δύσκολα. Κι όταν πια του φεύγουν κι από κάτω...»
«Σκύλα! Θα σε...»
Χύμηξαν η μια πάνω στην άλλη, όμως μια αόρατη δύναμη λες τις τραβούσε πίσω αφήνοντάς τις μετέωρες να αιωρούνται στην ίδια θέση. Από μακριά φαινόταν σαν μια πολύ εντυπωσιακή χορογραφία μάχης.

«Θα σκοτωθούνε», είπε το άλογο.
«Τρίχες κατσαρές!» Ο τρελός δεν καταδέχτηκε καν να σηκώσει το κεφάλι. Κάτι τον απασχολούσε στα νύχια του. «Θα λύνουν πάλι το ασφαλιστικό.»
Η οργή του αλόγου ξέσπασε τρομερή.
«Ή δειλός είσαι, ή προδότης. Δεν θα καθίσω άλλο ν' ακούω τις τρέλες σου ενώ η βασίλισσά μας κινδυνεύει. Η θέση μου είναι δίπλα της.» Κι έφυγε με καλπασμό κατά το λόφο.

«Άφησέ με, άφησέ με!» ούρλιαζε η ξανθιά. «Άσε με να της μαδήσω το μαλλί τρίχα-τρίχα της πουτάνας!»
«Επικοινωνείς με το υπερπέραν, καλή μου; Ποιο πνεύμα είναι τούτη τη φορά; Ο θείος Κάρολος ή ο μπαρμπα-Ιωσήφ;»
«Παραιτούμαι», είπε η άλλη απηυδισμένη καρφώνοντας και πάλι τα πόδια της στο χώμα. «Δεν έχει νόημα. Όλο το παιχνίδι είναι στημένο.»
«Δεν είναι στημένο, αγάπη μου. Απλά δεν βάζουμε εμείς τους κανόνες. Δεν είμαστε καν εκείνος που τους εφαρμόζει. Εμείς...» Έκανε μια πιρουέτα. «Είμαστε απλά δυο χορεύτριες. Χόρευε γιατί μας κοιτάζουν.»

Στη βάση του λόφου, ένα άλογο. Ένα υπέροχο άσπρο άλογο με δυο σκιές κάλπαζε στη βάση του λόφου.
«Τι θες εδώ;» ρώτησε χωρίς να σταματήσει. «Δεν έχει δράκους το σκάκι.»
«Έχουν όμως τα παραμύθια», είπε η σκιά πριν μετατραπεί σ' έναν μεγάλο ασημένιο δράκο με καυτή ανάσα.
«Θα με κάψεις;» ρώτησε το άλογο.
«Θα σε κάψω», είπε ο δράκος και φύσηξε. Οι στρατιώτες χειροκρότησαν.

«Ωραία ιστορία», είπε ο ένας.
«Ναι, πολύ συγκινητική», είπε ο άλλος.
«Άντε, πάμε τώρα», είπε ο τρίτος.

Αυτός με τη λευκή στολή καβάλησε το μαύρο άλογο κι έφυγε για να γίνει αστέρας της τηλεόρασης. Οι δυο βασίλισσες έγιναν διάσημο χορευτικό ντουέτο, χώρισαν απ' τα ραμολιμέντα τους και παντρευτήκαν μεταξύ τους.

Ο τρελός παραμένει τρελός. Αν υπάρχουν κρυμμένοι συμβολισμοί γύρω απ' τη θυσία του αλόγου, τους αγνοεί.

Επιδεικτικά.

13 Φεβ 2011

88 τετραγωνικά



“Παππού, θα παίξουμε μονόπολυ;”
Τον είπε παππού.
“Το Υπατάκι πού είναι;”
“Οι δυο μας παππού! Ας τηνε την Υπατία!”
“Μα είναι αδελφή σου. Κι ύστερα, μονόπολυ με δύο δεν πάει.”
“Πάει! Προχτές πώς πήγαινε;”
Σούφρωσε τα χείλη του με πείσμα.
“Η Υπατία είναι μικρή και κάνει βλακείες. Θα μας μπερδεύει τα λεφτά!”
“Τότε να παίξουμε κάτι άλλο.”
“Τι άλλο; Εμένα μ' αρέσει η μονόπολυ.”
“Σ' αρέσει να κτίζεις σπίτια;”
“Μ' αρέσει να τ' αγοράζω. Θέλω να έχω λεφτά, πολλά λεφτά. Θέλω...”
“Διόφαντε, μη ζαλίζεις τον κύριο Νίκο, παιδί μου.”
“Δεν με ζαλίζει. Δεν με πειράζει καθόλου, σας διαβεβαιώ.”
“Έχεις τελειώσει τα μαθήματά σου;”
“Μόνο Ιστορία, μαμά. Αφού, την Ιστορία την κάνουμε μαζίι...”
“Την έχεις διαβάσει μια φορά μόνος σου;”
“Βαριέμαι να τη διαβάζω μόνος μου. Να τη διαβάσω με τον κύριο Νίκο;”
“Πάλι ο κύριος Νίκος θα την πληρώσει. Αφού σε ανέχεται...”

“Αυτό που κάνετε είναι καταχρηστικό και παράνομο. Και ηθικά απαράδεκτο.”
“Α, ηθικά.”
“Ναι, ηθικά. Τι παράδειγμα δίνετε στα παιδιά σας;”
“Τα παιδιά μου να μην τ' ανακατεύεις. Κάνε πρώτα κι εσύ να δεις τη γλύκα...”
“Ωραίο επιχείρημα! Κάπως μικρόψυχο, θα πρέπει να παραδεχθείς.”
“Καθόλου μικρόψυχο. Είναι πολύ πιο εύκολο να ποιείς τη στρουθοκάμηλο όταν είσαι βολεμένος κι όταν έχεις ν' ανησυχείς μονάχα για τον κώλο σου! Και να αγορεύεις ανεύθυνα περί ηθικής, αναπαράγοντας τα στερεότυπα του συστήματος.”
“Εγώ αναπαράγω τα στερεότυπα; Δεν γνωρίζεις καν τι σημαίνει η λέξη.”
“Ίσως. Δεν είμαι εγώ ο δάσκαλος της έκθεσης. Προφανώς, οι μαθητές σου σκίζουν στις εξετάσεις χάρη στις ριζοσπαστικές απόψεις που τους καλλιεργείς.”
“Σας παρακαλώ, μην τσακώνεστε. Θα ξυπνήσετε τα παιδιά.”
“Ο ριζοσπαστισμός, όπως τον εννοείς, είναι απλώς ασυδοσία. Πόλεμος! Ζούγκλα!”
“Ζούγκλα είναι ο κόσμος που υπερασπίζεσαι! Ο κόσμος που εγώ προσπαθώ να αλλάξω!”
“Ναι, ε; Πώς ακριβώς προσπαθείς; Με το να επιδιώκεις τη βολή των βολεμένων;”
“Σας παρακαλώ, κύριε Νίκο. Εσείς συνήθως είστε ήρεμος. Τι πάθατε σήμερα;”
“Να με συγχωρείτε, κυρία μου, αλλά η υποκρισία μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Κάντε ό,τι θέλετε, διαλύστε τα όλα, αλλά μην παριστάνετε τους αναμορφωτές. Μην παριστάνετε τους επαναστάτες! Θέλετε να είμαι και ήρεμος! Γαμώ την ξεφτίλα μου μέσα!”

“Παππού, εσένα σ' αρέσει η Μπάρμπι μου;”
Τον είπε παππού.
“Μ' αρέσει κορίτσι μου, είναι πολύ όμορφη.”
“Η Σιμόνη, όμως, λέει ότι η δικιά της είναι πιο ωραία.”
“Σημασία έχει τι νομίζεις εσύ.”
“Εγώ νομίζω ότι η δικιά μου είναι πιο όμορφη. Και έχει πιο ωραία ρούχα. Θέλεις να δεις τα ρούχα της;”
“Γλυκιά μου, μη ζαλίζεις τον κύριο Νίκο. Οι μεγάλοι άντρες δεν παίζουν με κούκλες. Τα κοριτσάκια παίζουν με κούκλες.”
“Όχι, τι λες! Κι οι παππούδες παίζουν με τις κούκλες! Ο παππούς της Σιμόνης...”
“Να σου πω! Μας ζάλισες! Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Σιμόνη;”
“Είναι φίλη μου στο νήπιο. Εσύ μπαμπά δεν την ξέρεις, μόνο η μαμά την ξέρει. Έρχεται και την παίρνει ο παππούς της. Εσύ, μου λέει, δεν έχεις παππού; Έχω, της λέω, έχω! Και, μου λέει, γιατί δεν έρχεται να σε πάρει ο παππούς σου;”
“Κι εσύ, τι της λες;”
“Γιατί έρχεται η μαμά μου. Οι μαμάδες παίρνουν τα παιδιά απ' το νήπιο, όχι οι παππούδες! Και το Δημητράκη η μαμά του τον παίρνει. Και την Κατερίνα η μαμά της την παίρνει. Όλους η μαμά τους τους παίρνει.” Πήρε μια ανάσα ικανοποίησης. “Θα έρθεις μια μέρα να με πάρεις κι εσύ παππού;”
“Ίσως έλθω κάποια μέρα μαζί με τη μαμά.”
“Γιούπιιι!”

“Δεν έκανα καλά; Τι να της έλεγα;”
“Δεν ξέρω. Ίσως δεν είναι πολύ καλή ιδέα που τ' αφήνουμε να σε φωνάζουν 'παππού'.”
“Γιατί όχι; Εμένα, πάντως, δεν μ' ενοχλεί.”
Τον κοίταξε με βλέμμα σκεπτικό, ανεξιχνίαστο. “Είσαι σίγουρος;” ρώτησε.
“Φυσικά”, απάντησε εκείνος.
Αλλά δεν ήταν.

“Τι ώρα θα μπορώ να κάνω χρήση της κουζίνας;”
“Καλημέρα, κύριε Νίκο. Ελπίζω να μην σας ξυπνήσαμε.”
“Εμ... καλημέρα. Έχω ξυπνήσει από νωρίς. Ήπια τον καφέ μου παίζοντας σκάκι με τον υπολογιστή. Άκουσα τα παιδιά που έφυγαν για το σχολείο κι ύστερα τον σύζυγό σας που έφυγε... υποθέτω για τη δουλειά.”
“Πηγαίνει στα γραφεία του κινήματος. Κάποιες μέρες υπάρχει δουλειά... κάποιες άλλες όχι. Με ρωτήσατε κάτι για την κουζίνα;”
“Ναι. Θα ήθελα, αν δεν είναι πρόβλημα...”
“Να την χρησιμοποιήσετε. Και βέβαια. Θα φάτε μαζί μας;”
“Ε, να...εγώ... έχω τις συνήθειές μου, ξέρετε.”
“Ναι, ξέρω. Τα ζυμαρικά σας. Δεν έχω ξαναδεί ντουλάπι με τόσα πολλά και διαφορετικά είδη ζυμαρικών. Και όλες αυτές οι σάλτσες, τακτοποιημένες σε βάζα, κάθε μια με το καρτελάκι της: “πράσινη πιπεριά, τσίλι και πάπρικα”, “μπαχάρι και βασιλικός”, “ μαϊντανός, σκόρδο και ρίγανη”. Καταπληκτικό!”
“Ε, είμαι μόνος μου και...”
“Και έχετε πολύ ενέργεια και μεράκι. Δοκίμασα αυτήν που είδα πως έχει ανοιχτεί, ελπίζω να μην σας πειράζει.”
“Σας άρεσε;”
“Τη βρήκα υπέροχη. Μπήκα στον πειρασμό να τη χρησιμοποιήσω για να γλιτώσω το μαγείρεμα. Είμαι πολύ τεμπέλα.”
“Ε... φυσικά, κανένα πρόβλημα...”
“Ύστερα, σκέφτηκα ότι δεν είναι σωστό χωρίς την άδειά σας... κι εξάλλου είχα ήδη μουλιάσει τα φασόλια. Λοιπόν, θα φάτε φασολάδα μαζί μας; Αύριο θα μας κάνετε το τραπέζι εσείς κι εγώ θα τεμπελιάσω, τι λέτε;”
“Αν είναι για το ιερό δικαίωμα στην τεμπελιά...”
“Σύμφωνοι;”
“Σύμφωνοι.”

“Και δεν σε ξαναπροσέλαβαν;”
“Όχι, παρότι είχαν δεσμευτεί. Η Λίνα ήταν τότε έγκυος στην Υπατία. Κόντεψα να τρελαθώ. Δούλευα ντελιβεράς για τρεις κι εξήντα τα βράδια κι είχα τις δόσεις του σπιτιού και του αυτοκινήτου να τρέχουν.”
“Και τι έκανες;”
“Τι να κάνω; Πρώτα πούλησα τη μηχανή. Έκαιγε και πολύ. Πήρα ένα μεταχειρισμένο παπάκι, ίσα-ίσα για τη δουλειά. Μετά, όταν τράκαρα και δεν μπορούσα να δουλεύω, άρχισα να φορτώνω την κάρτα. Στο τέλος μας κάνανε έξωση από το σπίτι κι έτσι βρεθήκαμε, μέσω γνωστού-γνωστής, στο κίνημα.”
“Τραγικό.”
“Τραγικό, λες, ε; Κι όμως, εξακολουθείς να μην ξέρεις τίποτα. Για σκέψου λίγο, όλες αυτές τις σπιταρόνες που έμπαινες για να παραδώσεις τα χρυσοφόρα σου ιδιαίτερα. Μεγαλοεκθεσάς, πρώτο όνομα στην πιάτσα, πόσα ξηγιόσουνα; Πενήντα η ώρα, εβδομήντα, εκατό; Τα ξέρω καλά, τα ίδια κουδούνια χτυπούσα κι εγώ. Για είκοσι ευρώ τη βραδιά συν τα τυχερά...”
“Τα τυχερά”, ξανάπε κουνώντας το κεφάλι του. “Τις λάμες στα πόδια.”

“Νίκο, ο Φάνης με πειράζει.”
“Τι σου κάνει;”
Κύριε Νίκο, έχουμε πει Υπατία.”
“Μπαμπά, ο Φάνης με πειράζει. Μου σπρώχνει το χέρι. Ορίστε, έκανα μουτζούρα! Εεε, σταμάτα, ΣΤΑΜΑΤΑΑΑ!”
“Διόφαντε, γιατί το κάνεις αυτό παιδί μου; Γιατί χαλάς τη ζωγραφιά της αδελφής σου;”
“Αφήστε τους, κύριε Νίκο, θα τους αναλάβω εγώ. Διόφαντε, έλα δω. Έλα εδώ αμέσως!”
“Τι θέλεις;”
“Τι σημαίνει τι θέλω; Κοίταξέ με! Γιατί μουτζούρωσες τη ζωγραφιά της Υπατίας;”
“Δεν τη μουτζούρωσα! Της την έφτιαχνα! Αφού δεν ξέρει να την κάνει καλά.”
“Έχουμε πει να μην την ενοχλείς όταν κάθεται ήσυχη. Πήγαινε στο δωμάτιό σου! Τιμωρία!”
“Να έρθει κι ο κύριος Νίκος.”
“Ο κύριος Νίκος βλέπει τηλεόραση. Κι εξάλλου είσαι τιμωρία. Πήγαινε στο δωμάτιό σου, τώρα!”
“Θα δω κι εγώ τηλεόραση. Δεν θα την ξαναπειράξω, στο υπόσχομαι!”
“Διόφαντε, μην τραβάς το σκοινί. Πήγαινε με το καλό, για να μην σε πάω με το ζόρι.”
“Μα τι θα κάνω στο δωμάτιο μόνος μου; Αφού σου λέω ότι δεν θα το ξανακάνω.”
“Διόφαντε, άκουσε τον πατέρα σου. Οι τιμωρίες είναι νόμοι που πρέπει να αντιμετωπίζουμε με γενναιότητα.”
“Καλλλά. Πηγαίνω.”

“Κοίτα, χωρίς να θέλω να φανώ αγνώμων, δεν είσαι υποχρεωμένος να συμμετέχεις σ' αυτά.”
“Ποια αυτά;”
“Τις... ενδοοικογενειακές μας διενέξεις.”
“Είναι μια εύσχημη διατύπωση του 'μην ανακατεύεσαι';”
“Είναι μια εύσχημη διατύπωση του 'δεν βλέπω το λόγο να ανακατεύεσαι'.”
“Το ότι είμαι υποχρεωμένος να παρίσταμαι ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς δεν αποτελεί ένα λόγο;”
“Αν το βλέπεις ως αντεκδίκηση...”
“Καθόλου. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου.”
“Έτσι πιστεύω κι εγώ. Καλύτερα λοιπόν να μην τα μπερδέψουμε τα πράγματα. Ας κρατηθούμε σε μια διακριτική απόσταση.”
“Κοίταξε να δεις. Στην ηλικία σου συνήθιζα να κρατώ, όπως λες, 'διακριτικές αποστάσεις'. Μου ήταν εξαιρετικά εύκολο.”
“Ενώ τώρα; Σου είναι δύσκολο. Αυτό εννοείς;”
“Περίπου.” Στα μάτια του κάποια σκέψη, κάτι, τον ενοχλούσε. “Φαίνεται πως έγινα ο γερο-περίεργος που πάντα απευχόμουν.”

“Θα μου λύσεις μια απορία, Λίνα;”
“Ό,τι θέλεις.”
“Πώς με επιλέξατε;”
Σκούπισε τα χέρια της, που στάζαν απ' το νεροχύτη και κάθισε δίπλα του.
“Εννοείς, αν είχαμε πάρει πληροφορίες για σένα;”
“Αυτό ακριβώς εννοώ.”
“Φυσικά και είχαμε. Για την ακρίβεια, εγώ ήξερα για σένα πολύ πριν σκεφτούμε το σπίτι σου.”
Περίμενε την ερώτησή του, αλλά εκείνος την κοιτούσε υπομονετικά χωρίς να πει τίποτα.
“Με τη Μαρία τη Σταματέλου είμαστε πολύ φίλες.”
“Α, το Μαράκι...”
“Μέλι έσταζε το στόμα της. Ήτανε και λίγο τσιμπημένη...”
“Ώστε αυτή ήταν η σύστασή μου... Μια πρώην τσιμπημένη μαθήτρια...”
“Τι σημαίνει αυτό; Γιατί αυτή η πικρία;”
“Με συγχωρείς, δεν είναι πικρία. Ένα είδος αυτοσαρκασμού... Στην ηλικία μου, αναρωτιέσαι συχνά για το τι πέτυχες στη ζωή σου. Κανονικά, η εκτίμηση των ανθρώπων που είχες την τύχη να επηρεάσεις θα 'πρεπε να είναι αρκετή αλλά, για κάποιο λόγο, δεν είναι.”
“Εγώ πιστεύω ότι αυτή η πικρία που αρνείσαι, έχει να κάνει με κάποιο αίσθημα ανεκπλήρωτου, κάποιο αίσθημα αποτυχίας για να το πούμε πιο χύμα. Ίσως αναρωτιέσαι, κατά πόσο μέτρησε για μας το ότι δεν έχεις οικογένεια ή κάποιες ανταγωνιστικές φιλοδοξίες.”
“Είσαι πολύ έξυπνη.”
“Ευχαριστώ. Φυσικά και μέτρησε. Όπως επίσης το γεγονός ότι έχεις ευχάριστο, συγκροτημένο χαρακτήρα και δεν καπνίζεις.”
“Μέτρησε κι αυτό;”
“Φυσικά. Η μικρή υποφέρει από άσθμα κι εγώ σιχαίνομαι τις κουρτίνες που βρωμάνε τσιγαρίλα. Άσε που είναι ιδιαίτερα άβολο να ξέρεις ότι στρεσάρεις κάποιον που ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για έμφραγμα. Ενώ, αν είναι ένας αθλητικός πλέι-μπόι...”
“Αυτή είναι η περιγραφή της Μαρίας για μένα; Ένας 'αθλητικός πλέι-μπόι';
“Περίπου.”
Προσπάθησε να ερμηνεύσει το χαμόγελό της. Φιλαρέσκεια; Πιθανόν.
“Αν ήμουν στη θέση του Στέφανου, δεν ξέρω κατά πόσον θα με καθησύχαζε μια τέτοια περιγραφή. Ένας γυναικάς, σαν να λέμε, έστω κι αν έχει πατήσει πια τα εβδομήντα, μόνος στο σπίτι του με τη γυναίκα μου.”
“Το σπίτι ΤΟΥ, τη γυναίκα ΜΟΥ. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις πόσο ασήμαντα ακούγονται, όταν έχεις ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, αυτά τα κτητικά;”
Της είχε έτοιμη την απάντηση. “Προσφέροντας. Για την ώρα, ο μόνος παραιτημένος από ιδιοκτησιακά δικαιώματα εδώ μέσα είμαι εγώ.”
Τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς νάζι, ύστερα σηκώθηκε και βγήκε από την κουζίνα. Όταν επέστρεψε δεν φορούσε τίποτα. Κάθισε στο τραπέζι μπροστά του, τραβώντας τα πόδια επάνω στη στάση του λωτού. Το μουνί της του φάνηκε παράλογα, απαράδεκτα ανοχύρωτο, χωρίς την προστασία έστω μιας μικρής υποψίας εφηβαίου. Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να έδειχνε εντελώς ξεδιάντροπος και γελοίος ο τρόπος που το παρατηρούσε και βιάστηκε ν' αποστρέψει τα μάτια του.
“Αυτό είναι το σώμα ΜΟΥ και σου παραχωρώ -χωρίς την αξίωση κανενός ανταλλάγματος- το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις.” Είδε που την κοίταζε σαν βλάκας. “Μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά, βέβαια”, συμπλήρωσε.

“Ποιοι είστε εσείς; Πώς μπήκατε στο σπίτι μου;”
“Καταληψίες, του Κινήματος Ενάντια στην Αστική Ιδιοκτησία. Το σπίτι αυτό κοινωνικοποιήθηκε. Εδώ είναι η Διακήρυξη του Κινήματος. Σας δίνουμε την ευκαιρία να...”
“Τις έχω διαβάσει τις διακηρύξεις σας. Μιλάνε για το σκάνδαλο των μεγάλων ακίνητων περιουσιών, την ίδια στιγμή που χιλιάδες άστεγοι παλεύουν με το κρύο και την έλλειψη στοιχειώδους υγιεινής. Δεν βλέπω τι σχέση έχω εγώ και το σπίτι μου των ογδόντα τετραγωνικών...”
“Ογδόντα οκτώ.”
“Ορίστε;”
“Το σπίτι σας των ογδοντανταοκτώ τετραγωνικών, στο οποίο κατοικείτε εδώ και πολλές δεκαετίες ολομόναχος.”
“Είναι παράνομο αυτό;”
“Δεν είμαστε νομικοί. Στην πραγματικότητα, αδιαφορούμε για τη νομιμότητα. Σύμφωνα με το πνεύμα της διακήρυξης, η κατοχή οικίας τέτοιου μεγέθους από ένα μόνο άτομο μπορεί να μην είναι παράνομη, είναι όμως αντικοινωνική. Στο εξής θα πρέπει να περιοριστείτε στο ανατολικό τμήμα του σπιτιού, όπως ορίζεται από αυτό εδώ το σχέδιο.”

Άκουσε τις φωνές της από την κρεβατοκάμαρα. Άργησε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν φωνές, μέχρι που έγιναν ουρλιαχτά, κραυγές υστερίας. Χαμήλωσε τη μουσική για να βεβαιωθεί. Ύστερα χύθηκε στο διάδρομο.
Τον κρατούσε στα χέρια της σπαράζοντας με λυγμούς (“θε μου τι άλλο; τι άλλο;”) και το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας πάνω στα ρούχα της. Θα πρέπει να γλίστρησε παίζοντας. Έτρεξε στο μπάνιο κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι. Το 'βαλε στο σαγόνι του αγοριού κι έσπρωξε πάνω το χέρι της. “Δεν είναι τίποτα”, της είπε. “Θα τον πάμε στο νοσοκομείο να του το ράψουν.”
Στο δρόμο προσπαθούσε να κρατά σταθερά το τιμόνι και να μην σκέφτεται. Χρόνια είχε να οδηγήσει έτσι. Το τραύμα ήταν βέβαια επιπόλαιο παρά το βάθος του κοψίματος. Αργότερα θα ξαναζούσε όλη αυτήν την ταραχή και θα θυμόταν καθαρά μια -παράδοξη για την κρισιμότητα της στιγμής- σκέψη να αναδύεται μαζί με ένα αίσθημα απόλυτης ευθύνης. Έκοψε το τιμόνι απότομα και μπήκε στην αυλή του νοσοκομείου.

“Είναι σίγουρο;”
“Εκατό τοις εκατό.”
Είχε πάρει τα χέρια του στα δικά της, λες και τον παρηγορούσε. “Η δικηγόρος είπε ότι θα υπογραφεί αύριο. Όχι ότι όλα είναι εντάξει, αλλά τουλάχιστον παίρνουμε πίσω το σπίτι. Τα βάσανά σου τελειώνουν.”
Την κοίταξε με παραπονεμένη αξιοπρέπεια. “Και τα δικά σας”, συμπλήρωσε.
Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί σαν αέρα. “Δεν εκμεταλλεύτηκες ποτέ την προσφορά μου”, είπε σαν να τον μάλωνε.
“Στην ηλικία μου, συνηθίζει κανείς στην ιδέα ότι τα πράγματα πρέπει να γίνονται μ' έναν ορισμένο τρόπο ή καθόλου.”
Του έβγαλε τη γλώσσα. “Ξέρεις τι είσαι; Ένας ρομαντικός γερο-ανόητος που έχει πρόβλημα με την ηλικία του. Όταν φύγω θα μετανιώσεις που δε μου 'ριξες τον πήδουλο που χρειαζόμουν για να 'ρθω στα ίσα μου.”
“Μετανιώνω ήδη. Άντε, ξεκόλλα από πάνω μου.”
“Είναι λίγο δύσκολο όταν μου κρατάς τα κωλομέρια.”
“Α, ναι... συγγνώμη... και σ' ευχαριστώ που δεν λες αυτό που σκέφτεσαι.”
“Τι σκέφτομαι;”
“Ότι στην πραγματικότητα φοβάμαι την άλλη κατάληψη. Τη μέσα. Την ανατροπή του μικρού μου κόσμου. Αυτό δεν σκέφτεσαι;”
Τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή. “Η μικρή περιμένει να την πάρεις απ' το σχολείο”, είπε στο τέλος.

Απομακρύνθηκε αργά, σα να χόρευε μόνη της. Απόμεινε να την κοιτάζει μ' ένα αίσθημα κενού κι εκείνη την αμφίβια σκέψη και πάλι κάπου στα σκοτεινά του μυαλού του, τη σκέψη που φίμωνε κι αυτή αναδεύονταν δυόμιση μήνες, το σαράκι που τον τριβέλιζε κι αυτός επίμονα κι ενάντια σε κάθε λογική τ' απόδιωχνε και τ' αρνιόταν, ότι όλο αυτό, ετούτη η τρέλα, κάποια στιγμή, αναπότρεπτα, θα τελειώσει.