13 Ιουλ 2010

ένα σφηνάκι για το δρόμο












Καλύτερα διάβασε πρώτα τα πέντε προηγούμενα ποστ. Διαβάζονται από κάτω προς τα πάνω. Ασ' το αυτό για το τέλος. Αν βαριέσαι, αν τα παιδιά γκρινιάζουν ή αν η τηλεόραση παίζει κάτι καλό, τότε μη διαβάσεις τίποτα. Δεν είσαι υποχρεωμένος. Αν πάλι επιμένεις να συνεχίσεις, συνέχισε. Εγώ απλά είπα μια γνώμη.








Ολοκαίνουργιό μου ημερολόγιο,

σ' έχω εδώ μπροστά μου φρέσκο-φρέσκο και δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Βέβαια, δεν είμαι πια πρωτάρα. Τώρα όμως βλέπεις πρόκειται για την πραγματικότητα (αν και τι είναι πραγματικό και τι δημιούργημα της φαντασίας, δεν είμαι η καταλληλότερη να το καθορίσει.)

Το προηγούμενο το 'στειλα ήδη (πάει μια βδομάδα) και δεν περιμένω να το πάρω πίσω. Αν ήξερες για τι άνθρωπο μιλάμε, θα καταλάβαινες. Τη φαντάζομαι την κυρα-Ευριδίκη να τρέχει φουντωμένη στο αστυνομικό τμήμα με το ημερολογιάκι μου στα χέρια να βοηθήσει στην "διαλεύκανση της υποθέσεως". Ποιος ταλαίπωρος μπατσάκος θα προσπαθεί να την πείσει να γυρίσει σπίτι της, που θα στρογγυλοκάθεται στο τμήμα περιμένοντας τις κάμερες!
Πραγματικά το αγάπησα το ημερολογιάκι. Αυτό με βοήθησε να περάσω το ατέλειωτο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου μες στη ζέστη της Αθήνας, με τον Κυριάκο να δουλεύει και χωρίς λεφτά να πάω πουθενά. Χάρη σ' αυτό αποφάσισα, στα ...γεράματα, ν' αρχίσω να γράφω, χάρη σ' αυτό σ' έχω και σένα τώρα εδώ μπροστά μου.

Και το Ματινάκι το αγάπησα κι ας ήταν πλάσμα της φαντασίας μου. Θα μου πεις, τι αγάπησες από δαύτο; Μα, την αγνότητά του φυσικά. Τη δίψα του και το φόβο του μπροστά σ' αυτό το τεράστιο πράγμα που λέγεται ζωή. Παιδιά δεν έχουμε με τον Κυριάκο (το καλοκαίρι κλείσαμε ένα χρόνο μαζί) αλλά, αν καταφέρω στα τριανταπέντε μου να κάνω, θα 'θελα ένα κοριτσάκι σαν τη Ματίνα. Να τη βοηθήσω να μάθει πράγματα, να μάθει να βάζει όρια, τα δικά της όρια, αυτά που θα την κάνουν να αισθάνεται δυνατή με την ύπαρξη και όχι με την καταπάτησή τους. Και, πάνω απ' όλα, να ξέρει πως έχει μια φίλη -μια μεγάλη, έστω, φίλη- στην οποία νπορεί να στραφεί αν κάποτε νιώσει προδομένη ή εγκλωβισμένη.

Ας ξεκινήσω λοιπόν. Ας ξεκινήσω απ' την

Πέμπτη 17 Αυγούστου

που πήγαμε σινεμά στο κέντρο με τον Κυριάκο να δούμε τη "Στρέλλα" κι έπεσα πάνω στην παλιά μου γειτόνισσα και δασκάλα στο δημοτικό. Ίδια κι απαράλλαχτη αν και θα πρέπει να κοντεύει πια τα εβδομήντα.
"Καλησπέρα σας κυρία Ευριδίκη" λέω. "Η Μαυρομμάτη είμαι, με θυμάστε;"
"Χμμμ..." με κοίταξε μέσα απ' τα μικροσκοπικά γυαλάκια της. "Εσύ δεν έμενες..."
"Ευαγγελιστρίας, σχεδόν απέναντι ήταν τα σπίτια μας. Μένετε ακόμα εκεί;"
"Υπήρχε κανένας λόγος να μετακομίσω;" μου λέει ξινά. Κι ύστερα: "Σε θυμάμαι...ήσουνα άτακτη και ανορθόγραφη. Έκανες τίποτα στη ζωή σου;"
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω ότι έγινα δασκάλα, όπως εκείνη. Η ερώτησή της ήταν μάλλον ρητορική, διότι ευθύς στράφηκε στον Κυριάκο.
"Άντρας της είσαι; Τι δουλειά κάνεις;"
"Ε...Μηχανικός είμαι...Υπάλληλος δηλαδή."
"Α...κοίτα να την προσέχεις γιατί είναι σουρλουλού." Και ξανά σε μένα: "Τι κάνει η μαμά σου; Καλή γυναικούλα...αλλά άβουλη. Μεγάλωσες πια και θα τα ξέρεις για τον πατέρα σου. Εσύ ήσουνα τότε μικρή βέβαια. Κι η μεγάλη σου αδελφή; Όταν χώρισαν οι γονείς σου την είχε πάρει ο κατήφορος. Πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ποιος ξέρει πού θα κατέληξε..."
"Εδώ που με βλέπετε", απάντησα ψυχρά. "Εγώ είμαι η μεγάλη αδελφή."

Απ' τη μύτη να μ' έπιανες, θα 'σκαγα. Ευτυχώς που χαλάρωσα λίγο με την ταινία. Στο στριμωξίδι της εξόδου βρεθήκαμε πίσω της. "Αίσχος!" την άκουσα καθαρά να λέει και δεν ξέρω αν ήταν για το που διέψευσα τις προσδοκίες της ή για την ταινία. Μάλλον και για τα δύο.

Όλη νύχτα, σαν τη Ματίνα, στριφογυρνούσα στο κρεββάτι καταστρώνοντας την εκδίκησή μου. Την άλλη μέρα πήγα κι αγόρασα το ημερολόγιο. Ο Κυριάκος το κοίταξε με δυσπιστία. "Τι είναι αυτό, Σταυρούλα;" με ρώτησε. "Θα δεις", του απάντησα και στρώθηκα στο γράψιμο. Όταν του το 'δωσα, προχειρογραμμένο, να το διαβάσει, με φίλησε και μου είπε:
"Αν είναι αυτό που νομίζω, αντί να της το στείλεις, στείλε της καλύτερα ένα ευχαριστήριο. Χάρη σ' αυτήν άρχισες να γράφεις. Μην το αφήσεις."

Έχει δίκιο, δεν θέλω να το αφήσω. Θέλω να γράψω, να γράψω βιβλία. Βιβλία ίσως παιδικά -ή για νέους, γι' αυτούς που πιστεύουν ότι τα βιβλία είναι βαρετές φλυαρίες γραμμένες από πολύξερους γέρους για άλλους πολύξερους γέρους. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
"Θέλω την εκδίκησή μου", είπα με πείσμα. "Και γι' αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σου."
Με κοίταξε απορρημένος.
"Είδες που είπε πως ήμουν τρομερά ανορθόγραφη. Ήμουν πράγματι. Δεν μπορώ να της στείλω ένα κείμενο που είναι λες και το 'κοψες απ' την εφημερίδα. Θέλω λοιπόν να μου διορθώσεις τα λάθη, για την ακρίβεια να μου ...διαλαθέψεις τα ορθά. Δοκίμασα μόνη μου αλλά μου 'ρχεται να φάω το στυλό."
"Είσαι σίγουρη ότι θα φτάσει στα χέρια της;"
"Σιγουρότατη! Ακόμα και μιας μέρας να 'ναι ο ταχυδρόμος, θα του πούνε αμέσως πού μένει η Ευριδίκη Τράγου. Και πάντως εδώ να επιστρέψει αποκλείεται. Στον αποστολέα θα έχει το όνομα τής ...Ματίνας. Οπότε, ούτε απ' την αστυνομία μπορούν να με εντοπίσουν, αν υποθέσουμε ότι συνιστά παράπτωμα να κάνεις φάρσες σε φαρμακόγλωσσες, κουτσομπόλες πρώην (ακατάλληλες) δασκάλες. Με το που θα τη δούνε, θα καταλάβουν αμέσως."

Νομίζω ότι κι εκείνος με κατάλαβε, όπως με καταλαβαίνει πάντα. Και με βοήθησε διασκεδάζοντάς το κι ο ίδιος μέχρι που η μακάβρια "μηχανή" μας ολοκληρώθηκε.
Χτες με είδε να σε φέρνω στο σπίτι μας, ένα ζεστό, ολοκαίνουργιο ημερολογιάκι και μου 'κλεισε το μάτι.
"Να σε ρωτήσω κάτι;" μου λέει. "Τα άλλα ονόματα είναι φανταστικά. Το γιατρό γιατί τον ονόμασες Κυριάκο;"
"Επειδή σ' αγαπώ, φυσικά!" του απαντάω.
"Κι επειδή μ' αγαπάς, με γκρέμισες απ' τον τέταρτο;" κάνει με ψεύτικο παράπονο.
"Τόσες μέρες περιμένω να ρωτήσεις για να στο πω", του λέω. "Ξέρεις πόσο τσαντίζομαι μ' αυτή την ηλίθια έκφραση που 'χεις κολλήσει, με σκοτώνεις και με σκοτώνεις. Την επόμενη φορά που θα πας να το πεις, ελπίζω να το σκεφτείς καλύτερα."
Και, φυσικά, αυτός μου απάντησε:
"Με σκοτώνεις!"