3 Οκτ 2010

έκλειψη ΙΙ




Πονάω! Κάνει στ' αλήθεια τόσο κρύο; Αχ, να παραμέριζε τούτη η σκιά, να φώτιζε λίγο! Τι ώρα είπαμε με την Ειρήνη, θα με περιμένουν άραγε; Το παντελόνι μου έγινε χάλια. Γεμάτο χώματα. Το δεξί μου μπράτσο πονάει πολύ, σίγουρα θα 'χει μελανιάσει κιόλας. Και τα δάχτυλά μου... Έχουν μουδιάσει. Πρέπει να σηκωθώ, να κινηθώ αλλά ζαλίζομαι. Αυτός; Πού πήγε αυτός, έφυγε; Τι ειρωνία, Θεέ μου! Είχαν πάει όλα τόσο καλά! Πού πήγαν όλοι;

«Ειρήνη!»
«Μαρκέλλα! Πού πας;»
«Σπίτι. Πέρασα να πάρω τροφή για τον Άσιμο. Εσύ; Ενισχυτική;»
«Τι άλλο; Τι θα κάνεις το βράδυ;»
«Δεν ξέρω, Ειρήνη μου. Έχω μια ιδέα, αλλά... όχι για πολύ βράδυ. Θα σου πω κάποια στιγμή.»
«Μυστήρια!! Ποιος είναι; Κάποιο καινούργιο πρόσωπο; Καλά, καλά, θα μου πεις όταν έρθει η ώρα. Εμείς λέμε να πάμε Δίολκο με τα κορίτσια και μετά σ' αυτό το καινούργιο, τη Φαίδρα. Θα 'χει ζωντανή μουσική, λέει, έντεχνα και τέτοια...»
«Λες αυτό που είναι κάπου μετά το αεροδρόμιο; Ωραία θα 'ναι αλλά δεν ξέρω να 'ρθω.»
«Κοίτα, πριν τις έντεκα δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε. Να σε περιμένουμε άμα είναι στη Δίολκο.»
«Τέλεια, πιστεύω να σας προλάβω.»

Ηλία δεν θα πάω στο γυμναστήριο. Δεν μπορώ. Πες στον δικό σου ότι τον ευχαριστώ -κι εσένα σ' ευχαριστώ- αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Μην ανησυχείς, θα τα πούμε αύριο, φιλιά.

«Το Χρονά στο τηλέφωνο!»
«Ποιος είναι;»
«Γυναίκα.»
«Σε ησυχία δε σ' αφήνουνε ρε μαλάκα!»
«Ρε Γιώργη, έλεος ρε φίλε, τι τους κάνεις να πούμε;»
«Γαμιέστε... Ποιος είναι;»
«Μαρκέλλα Καϊμάκη. Της Οικονομίας.»
«Τι θέλεις;»
«Πάω παραλία να χαζέψω την έκλειψη. Δεν έχω παρέα κι έλεγα μήπως θέλεις να 'ρθεις.»
«Να κάνω τι; Να κοιτάμε το φεγγάρι;»
«Να τα πούμε... Να τα βρούμε... Πες το όπως θέλεις.»
«Κι η παρέα μου;»
«Κέρασέ τους μια μπύρα από μένα. Μέχρι να την πιουν θα 'χεις γυρίσει. Πίσω απ' τα βραχάκια. Καλά;»
«Καλά.»

«Μανώλη, ο Ηλίας είμαι. Άκυρο για το γυμναστήριο. Η δικιά μου δεν πάει.»
«Μη με γαμάς, ρε πούστη. Αφού σου ξηγήθηκα.»
«Έχεις δίκιο, το ξέρω, αλλά δεν φταίω εγώ. Μου στειλε μήνυμα και το 'κλεισε η μαλακισμένη.»
«Γυναίκες, γαμώ το Θεό τους! Κι ήταν όλα έτοιμα...άκυρο παιδιά, επιχείρηση τέλος. Σου το 'πα πως τον θέλω τον πιτσιρικά κι αργά η γρήγορα θα τον έχω. Φτάνει να μην μου την έπαιξες εσύ. Της είπες τίποτα;»
«Όχι, ρε, τρελός είσαι; Επιχείρηση κατά αγνώστων κι έτσι. Όπως μου είπες.»
«Πάει καλά. Αλλά αυτή την τύπισσα... γαμώ την καταδίκη μου μέσα... έπρεπε να το περιμένω. Σου 'πα ότι πέρσι ήτανε με τα τσογλάνια στη διαδήλωση;»
«Μου το 'πες.»
«Κι εσύ πήγες και την καψουρεύτηκες μαλάκα.»
«Τι καψουρεύτηκα ρε φίλε, πλάκα κάνεις; Την ώρα μου περνάω. Άσε κι έχω στραβώσει κι εγώ πολύ τώρα. Καιρός της είναι να τη σουτάρω.»
«Έλα μπράβο, τόσες γυναίκες υπάρχουν. Σου στείλω μαλάκα 'γω μια βουλγάρα που 'χω, όχι μόνο την άλλη θα ξεχάσεις, τ' όνομά σου θα ξεχάσεις μαλάκα! Τ' όνομά σου!»
«Έλα ρε! Τα τυχερά του επαγγέλματος, κουφαλίτσα! ... Και μιας που ήρθαν έτσι τα πράγματα, δεν πάμε για κάνα ουζάκι να χαλαρώσουμε; Κερνάω εγώ.»
«Λες, ε; Να τσεκάρω κάτι που θέλω και πάμε. Σε παίρνω σε πέντε.»

«Δεν θα πεις τίποτα;»
«Τι να πω;»
«Είσαι εδώ, με την καθηγήτριά σου, μόνοι μες στο αυτοκίνητό της. Στο μουγγό θα τη βγάλετε;»
«Νόμιζα ότι θα βλέπαμε την έκλειψη.»
«Θα τη δούμε. Εν τω μεταξύ, γιατί δεν μου λες κάτι απ' αυτά που δεν λέγονται στην τάξη. Μ' έχεις ταράξει στα υπονοούμενα, τώρα είμαστε μόνοι μας, ορίστε λοιπόν...»
«Τα υπονοούμενα είναι για χαβαλέ... για να περνά η ώρα.»
«Και για να πουλάμε μαγκιά και αντριλίκι.»
«Και γι' αυτό. Κακό είναι;»
«Το να πουλάς μαγκιά και αντριλίκι; Όχι, καθόλου.»
«Τότε γιατί μου 'σκασες τη μπάτσα;»
«Γιατί... γιατί πουλάς αντριλίκι σε βάρος μου. Κι εγώ δεν είμαι στην ηλικία σου. Είμαι καθηγήτριά σου... Γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.»
«Κι επειδή δεν ήξερες τι να κάνεις, με ξεφτίλισες μπροστά σε όλους; Θα μπορούσα να σε σκοτώσω.»
«Θα μπορούσες, αλλά δεν το 'κανες. Και τώρα μπορείς...»
«Όχι, δεν μπορώ. Τώρα δεν είμαι θυμωμένος.»
«Δεν είσαι;»
«Όχι.»
«Γιατί; ... Γιατί δεν είσαι θυμωμένος;»
«Γιατί έτσι!... Δεν ξέρω γιατί. »
«Γιατί κατά βάθος ξέρεις ότι δεν σου 'κανα κάτι κακό. Αντιθέτως. Μόνο το καλό σου ήθελα πάντα. Και μπροστά στους άλλους μόνος σου ξεφτιλίζεσαι όπως μου φέρεσαι. Γιατί βλέπουν την αδυναμία που σου έχω, δεν είναι τυφλοί.»
«Σιγά την αδυναμία! Έτσι φέρεσαι με όλους. Κι εγώ το ίδιο. Έτσι είμαι! Γιατί θέλεις να είμαι διαφορετικός μαζί σου; Δεν μπορείς απλά να μ' αφήσεις ήσυχο, όπως κάνουν οι άλλοι;»
«Δεν ξέρω πώς κάνουν οι άλλοι. Εγώ σου έχω αδυναμία.»
«Όλο αυτό λες. Μήπως μου τα ρίχνεις;»
«Μπορεί.»
«Τι σημαίνει μπορεί; Γιατί δεν λες στα ίσια τι θέλεις; Γιατί με κουβάλησες εδώ;»
«Για να μιλήσουμε. Δεν σ' αρέσει όπως μιλάμε; Εμένα μ' αρέσει πολύ. Και ξέρεις γιατί μ' αρέσει; Γιατί έχω δίπλα μου ένα γλυκό και άγριο αγόρι κι αν ήμουν μαθήτρια θα περίμενα σαν τρελή να μου τα ρίξει. Κι αν δεν μου τα 'ριχνε αυτός, μπορεί και να του τα 'ριχνα εγώ. Κατάλαβες τώρα τι σημαίνει το μπορεί; »

Ήταν εκεί, δίπλα σου, ένα ξαφνιασμένο παιδί, μέσα του ο άντρας πάλευε, τον ένιωθες να φουσκώνει, να πιέζει... πώς ήθελες να τον αγγίξεις, πώς ήθελες να γείρεις το κεφάλι στο στήθος του, πώς ήθελες να του δείξεις πόσο πολύ, πολύ, πολύ το εκτιμούσες όλο αυτό το υπέροχο μπέρδεμα που ήταν. Όμως εσύ, άνοιξες μόνο την πόρτα και βγήκες στη νύχτα.

«Ξέρεις ποιος ήταν;»
«Μμμ...;»
«Στο τηλέφωνο λέω, τώρα, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Δομάζος, ένας απ' τους άντρες μου. Σπύρος Μίμης λέγεται, αλλά ο προηγούμενος διοικητής τον βάφτισε Δομάζο. Τον είχα στείλει να παρακολουθεί το Χρονά.»
«Και;»
«Φαίνεται πως καλοπερνάνε με τη γκόμενα στα βραχάκια. Νέο παιδί είναι βέβαια... λόγος δεν μου πέφτει. Καθότι οικειοθελώς κι έτσι, καταλαβαίνεις. Αστυνομικός είμαι, δεν είμαι παπαράτσι.»
«Με συγχωρείς ρε φίλε, είμαι λίγο ζαλισμένος και δεν σε πιάνω. Τι είπες για το Χρονά;»
«Ότι το γλεντά μέσα σ' ένα πεζό, στα βραχάκια. Μας νοιάζει;»
«Πεζό; Τι Πεζό; Τι σχέση έχουν οι παπαράτσι;»
«Καμία. Εκτός αν το βλέπουν είδηση που η οικονομολόγος του τεχνικού πηδάει το μαθητή της.»
«Το... συγγνώμη, δεν αισθάνομαι καλά. Πάω λίγο...»
«Ναι, άντε να σε χτυπήσει ο αέρας. Άστα, πληρώνω εγώ. Μήπως θες να σε πάω; ...Μπα, πού ν' ακούσει αυτός τώρα, χαιρετίσματα. Σιγά να μη στη χάριζα, παλιοπουτάνα.»

«Πω-πω, είδες πώς σκοτείνιασε;»
«Τέλειο!»
«Κοίτα, κοίτα! Βλέπεις πώς προχωράει; Είναι η σκιά της γης! Έχει μπει ανάμεσα...δες...»
«Μαρκέλλα...»
«...τώρα είναι που...Τι; ... Ξέρω. Ξέρω.»
«Απ' την αρχή σε γούσταρα πολύ... Πρώτη φορά νιώθω έτσι φτιαγμένος. Σα να κάπνισα χόρτο, αλλά πιο ωραία.»
«Ξέρω τι εννοείς. Και θέλω να σ' αγκαλιάσω. Γι' αυτό πρέπει τώρα να φύγεις.»
«Δεν μπορώ να...;»
«Το βλέπεις μόνος σου...Υπάρχει κάτι ανάμεσά μας. Υπάρχει αυτή η σκιά. Δεν.......... Γιώργο.........»
«Συγγνώμη, αλλά αν δεν σε φιλούσα θα έσκαγα. Από αύριο στην τάξη θα σε κοιτώ στα χείλη. Μόνο εσύ θα ξέρεις γιατί.»
«Τρελόπαιδο... Μέχρι εκεί ήταν το θάρρος του. Το 'βαλε στα πόδια. Αχ, Μαρκέλλα, Μαρκέλλα... Πού είναι το τηλέφωνο τώρα; Τι σκοτεινιά κι αυτή, δεν βλέπω την... Α, να... Έλα... Ειρήνη; Συγγνώμη, κύριε, λάθος. Δεν μοιάζετε με την Ειρήνη, αλλά έτσι όπως είμαι εγώ τώρα...δύο, δύο, οκτώ... καλέ μου κυριούλη...έξι, εννέα, πέντε... τα 'χω ακούσει όλ..Ααα!...Ηλία! Μου έκοψες τη χολή.»

«Τι ώρα είναι κορίτσια; Πήγε κιόλας έντεκα παρά τέταρτο;»
«Τι ώρα είπατε με τη Μαρκέλλα; Θα έρθει σίγουρα;»
«Έτσι κατάλαβα. Της είπα ότι... α, να, αυτή είναι. Έλα, Μαρκέλλα. Τι; Τι λες, δεν ακούω. Μαρκέλλα, μ' ακούς; ...Δεν μ' ακούει. Μιλάνε με τον Ηλία...σαν να της πατήθηκε κατά λάθος.»
«Κλείσε και πάρε την εσύ.»
«Φοβάμαι ότι δεν είναι κατάλληλη στιγμή.»
«Σώπα ρε! Το κάνουνε; Ν' ακούσω!»
«Όχι ρε βλαμμένα, δεν είναι σωστό.»
«Σσσστ! Έχει δίκιο ρε! Πω-πω τι της χώνει, χα-χα, όχι δεν θέλω να πω αυτό, σκάσε μωρή, άστο κάτω, α έκλεισε. Καλά, ε, τι πουτάνα τη λέει, τι καριόλα, τι βρωμοθήλυκο...τη μπινελικώνει κανονικά.»
«Ρε, μήπως τσακώνονται;»
«Κορίτσι μου, όταν τσακώνονται οι άνθρωποι μιλάνε και οι δύο. Όταν ο ένας μιλάει λαχανιασμένα κι ο άλλος σκούζει...»
«Καλά, καλά, φτάνει, καταλάβαμε. Να φεύγουμε λοιπόν.»
«Να πληρώσουμε πρώτα. Πάντως, τι να πω... δεν του φαινότανε του Ηλία... του κρυόκωλου!»

«Κρυόκωλο ... έτσι με λέτε ... το ξέρω ... Πώς σου ... φαίνεται τώρα ... ο κρυόκωλος; ... Πώς σου ... φαίνεται ... ο ευνούχος; ... Δεν ... μπορώ και δεν ... μου βγαίνει ... και μείνε με το πουλί στο χέρι Ηλία εσύ ... φίλε μου για ... να πηδιέμαι εγώ με τον πιτσιρικά και ... να σε δουλεύω! ... Αύριο μπορεί να ... γελάνε ... μαζί μου αλλά απόψε ... γελάω εγώ ... εγώ ... εγώ ... εγώ! ......»

Δεν μπορείς ν' ακούσεις, δεν μπορείς να σκεφτείς, αγωνίζεσαι. Έτσι όπως σου πιέζει δυνατά το πρόσωπο πάνω στο κάθισμα. Αγωνίζεσαι ν' αναπνεύσεις.

«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο ε; Σίγουρα πριν το φχαριστήθηκες περισσότερο. Έπρεπε να σ' αφήσω να σκάσεις... να μ' ευχαριστείς που δεν σου άνοιξα το κεφάλι με τα νεύρα που 'χα. 'Οχι τίποτ' άλλο, μπορεί να μας βλέπει κι ο Δομάζος, αν δε βαρέθηκε να παίρνει μάτι τον κώλο σου όλη νύχτα.»

Δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν έχει νόημα.

«Τι είναι αυτό στο χώμα; Το γαμοτηλέφωνό της. Ευτυχώς, κλειστό. Ώρα ήταν να μας ακούγανε από πουθενά. Όχι ότι θα καταλαβαίνανε και πολλά πράγματα. Στο κάτω-κάτω, όλοι για γκόμενά μου σ' έχουν... Τι είναι αυτά που λέει κύριε δικαστά; Εγώ απλώς την έπιασα που πηδιότανε με το γιο της -να 'ναι καλά ο αστυνόμος από δω που μ' ενημέρωσε- και την σούταρα. Ούτε να την ξαναδώ δεν θέλω. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Με συγχωρείτε, βέβαια, είστε παντρεμένος άνθρωπος εσείς, νοικοκύρης, έχετε δίκιο, πρέπει κι εγώ να νοικοκυρευτώ, να πάψω να γυρνώ με ξεκωλιάρες -με συγχωρείτε για τη γλώσσα- έχετε δίκιο... Τ' ακούς μωρή πουτάνα, ακούς τον κύριο δικαστή; Φύγε τώρα μη σου χώσει... μη σε χώσει... χα, χα, τι λέω ο μαλάκας, τι λέω ο πούστης ο άντρας νυχτιάτικα... τι λέω ρεεεεεεεεε-ε!! ...κι εσύ εκει πάνω που κρύβεσαι, μ' ακούς; ... μ' ακούς μωρή; ....................πουτάνες όλες σας.»

Είμαι καλά, ζαλίζομαι λίγο μα είμαι καλά... να, σηκώνομαι τώρα, κάνει λίγο ψύχρα και κρυώνω μα είμαι καλά... δεν μπορώ να κουμπώσω... έσπασε το κουμπάκι διαλύθηκε... το είχα τόσο... από φοιτήτρια το είχα μα... έχει φως! πώς βρέθηκε όλο τούτο ξαφνικά, τι όμορφη που φαίνεται τώρα η θάλασσα... θέλω ναι, θέλω μέσα, να βυθιστώ, σα νεράιδα του παραμυθιού, σα νεράιδα...

τα χρόνια νιώθω, με σκεπάζουν, νερά, χρόνια-νερά, με γεύση θάλασσας, μια νεράιδα χορεύει, στο φεγγαρόφωτο, χρόνια υγρά με σκεπάζουν, χρόνια υγρά, με σκεπάζουν... με σκεπάζουν... με σκεπάζουν...

Από πού έρχεται αυτή η φωνή;

..................................................................................................
..................................................................................................
..................................................................................................

«Μαρκέλλα!»
«Γιώργο;! Τι κάνεις; ...Γιος σου;»
«Κόρη.»
«Ναι, βέβαια. Σου μοιάζει... Παντρεύτηκες.»
«Ε...σαν όχι και τόσο παιδί πια κι εγώ... Ελένη, η Μαρκέλλα Καϊμάκη. Χάρη σ' αυτήν έμαθα τι είναι η αξία χρήσης και η υπεραξία.»
«Η περίφημη Μαρκέλλα. Τι κάνετε; Έχουμε διαβάσει όλα σας τα βιβλία.»
«Χαίρω πολύ. Ειλικρινά.»
«Μωρό μου, θα πάρεις λίγο τη μικρή;»
«Φυσικά. Πάμε να δούμε τα παγώνια. Πείτε τα με την ησυχία σας.»
«...Χάθηκες. Έφυγες κι έριξες μαύρη πέτρα.»
«Όπως το λες. Αλήθεια έχεις διαβάσει τα βιβλία μου;»
«Αλήθεια. Ήσουν κάτι μοναδικό για μένα. Πολλές φορές σκέφτηκα να προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί σου... ειδικά όταν διάβασα την “έκλειψη”. Υπέθεσα ότι ο Γιώργος της αφιέρωσης...»
«Ήσουν εσύ.»
«Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος. Γι' αυτό χαίρομαι πάρα πολύ που βρεθήκαμε εδώ. Ξέρεις... μίλησα με την Κιρίλοβα. Τη θυμάσαι;»
«Το Χριστινάκι; Φυσικά και το θυμάμαι. Τι κάνει.»
«Καλά είναι. Μου είπε ότι το ήξερες. Αυτό που σχεδιάζαμε. Εξαρχής.»
«Ε, ναι. Και λοιπόν;»
«Και παρ' όλα αυτά με κάλεσες να με αντιμετωπίσεις εκεί... μόνη σου.»
«Παρ' όλα αυτά. Ήξερα πως δεν κινδυνεύω από σένα.»
«Πώς το ήξερες; Λόγω της ηλικίας μου;»
«Όχι. Πίστευα ότι καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Αν και, τώρα πια, δεν είμαι τόσο σίγουρη.»
«Εκεί, στο γυμναστήριο, ξέρεις, δεν είχα σκοπό να σου κάνω κακό.»
«Το ξέρω. Αν και δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σκοπό είχες. Όχι, μη μου πεις. Μ' αρέσει ν' αναρωτιέμαι κάποια βράδια στο κρεββάτι...μόνη μου. Χαμογελάς.»
«Αχ, Μαρκέλλα, τι κρίμα να μη σε λένε Ελένη...»
«Και να 'μαι και μερικά χρόνια νεώτερη, ε;»
«Δεν παντρεύτηκες.»
«Όχι. Περιμένω το νόμο για να την στεφανωθώ στην Ερεσσό.»
«Πλάκα κάνεις.»
«Απλώς αστειεύομαι. Σε φωνάζει η κόρη σου.»
«Θα μείνεις καιρό εδώ;»
«Ποιος ξέρει. Δεν σχεδιάζω το αύριο.»
«Μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Ξέρεις. Εκείνος ο τύπος που τα είχατε τότε... ο Σιδέρης, ο μαθηματικός...»
«Ο Ηλίας; Δεν θυμάμαι να τα είχαμε.»
«Εμείς έτσι νομίζαμε. Αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες. Αν και πολλοί λένε ότι κάπου ήτανε μπλεγμένος και τον φάγανε.»
«Τον φάγανε;»
«Βούτηξε με το αυτοκίνητο κάπου στο δρόμο για Λαγκάδια. Τον μαζέψανε πνιγμένο, κάποιοι λένε χωρίς νερό στους πνεύμονες.»
«Κρίμα. Αλλά πάλι... Δεν μπορεί να τους σώσει κανείς όλους.»