26 Σεπ 2010

έκλειψη I




Βιασμένη. Ριγμένη στο μαύρο σκοτάδι, στις θύελλες. Απορημένη. Λόγια ασυνάρτητα και μουσικές, ένας σκοπός που επανέρχεται με το φλοίσβο της νύχτας. Θρυμματισμένη. Μισώντας ποιον και γιατί, άγνωστες λέξεις, άγνωστες φωνές, κάτι ζεστό να γλύφει τα μάτια σου, γλώσσα ενός φασματικού σκύλου.
Βιασμένη. Στριμωγμένη στο διάκενο μουγγής αποβάθρας, φυλακισμένη μες στ' άναρθρα της σιγής. Στο ρείθρο μιας άφθογγης κουπαστής κρεμασμένη. Μ' έναν πόνο ρηχά και μ' έναν πόνο βαθιά, μια ξηλωμένη ραφή περηφάνιας.
Διακονεμένη.
Υπάρχει αυτή η λέξη άραγε; Υπήρξε ποτέ;
Εσύ; Υπήρξες ποτέ εσύ;

«Σε παρακαλώ, Γιώργο.»
«Τι έκανα;»
«Κατέβασε τα πόδια σου. Αν δε θέλεις να προσέξεις στο μάθημα, δικαίωμά σου. Μην το αναστατώνεις, όμως. Γύρισε μπροστά σου σε παρακαλώ.»
«Γιατί;»
«Επειδή σε παρακαλώ.»

«Προκαλεί διαρκώς. Αδιαφορεί για τα πάντα.»
«Βγάζε τον έξω. Όλοι αυτό κάνουν.»
«Δε μ' αρέσουν οι ωριαίες.»
«Μην θεωρείς ότι μπορείς να τον χειριστείς. Το προσπάθησα πέρσι ολόκληρη χρονιά. Δεν του αρέσουν αυτοί που πάνε με τα νερά του. Γουστάρει αυτούς που τον κοντράρουν. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε να επιβληθεί ούτε να τραβήξει την προσοχή, όπως άλλοι. Μόνο η σύγκρουση.»

«Θέλεις να μου πεις τι είπα τώρα;»
«Βαριέμαι.»
«Γιατί Γιώργο; Φταίει το μάθημα; Ζητάω πολλά;»
«Όχι...»
«Τότε;»
«...Απλά βαριέμαι.»
«Μπορώ να κάνω κάτι εγώ;»
«Δε λέγονται αυτά στην τάξη.»
«Γιώργο!»
«Όχου, Γιώργο και Γιώργο, γιατί δεν μ' αφήνετε ήσυχο;»
«Γιατί αδικείς τον εαυτό σου κι είναι κρίμα.»
«Σιγά μη νοιάζεστε.»
«Για όλους σας νοιάζομαι.»
«Θα βάλω τα κλάματα.»

«Τι θα κάνεις το βράδυ;»
«Θα κάτσω να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι.»
«Σαββατιάτικα; Δεν θέλεις μετά να πάμε για ένα ποτό;»
«Ηλία...»
«Εντάξει, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά το ότι δοκιμάσαμε και δεν μας βγήκε δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγούμε ένα σαββατόβραδο...εκτός αν παίζει κάτι άλλο. Τότε πάω πάσο.»
«Δεν παίζει τίποτα, απλά θέλω να καθίσω να δουλέψω λίγο κάποιες σημειώσεις. Νιώθω ότι κάτι δεν κάνω καλά κι αυτό μ' ενοχλεί. Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Σε κοιτάζω γιατί... είσαι είδος προς εξαφάνιση. Τόση ευσυνειδησία καταντά...»
«Μαλακία, ε;»
«Μη μου βάζεις τέτοια λόγια. Ξέρεις ότι θαυμάζω αυτό που κάνεις. Απλά πιστεύω ότι σ' επηρεάζουν υπερβολικά κάποια πράγματα... όπως αυτός ο τσογλανάκος...»
«Μ' επηρεάζει γιατί είναι η δουλειά μου. Το να σπρώξω αυτά τα παιδιά στη μάθηση είναι μέρος της δουλειάς μου.»
«Να τα σπρώξεις...;»
«Μην κολλάς στη λέξη, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν φταίει αυτός που οι γονείς του τον βλέπουν βάρος και τον κάνουν πάσα ο ένας στον άλλο. Κι ούτε είναι αυτός η μόνη περίπτωση.»
«Τέλος πάντων, δεν λέω πως έχεις άδικο. Λέω απλώς ότι δικαιούσαι ν' αφιερώνεις λίγο χρόνο και στον εαυτό σου. Ίσως κάποια μέρα μεσοβδόμαδα... Την Τρίτη είναι η ολική έκλειψη της σελήνης, τι λες να βγούμε να τη χαζέψουμε κιόλας;»
«Δεν είναι κακή ιδέα.»

«Γιώργο, άκουσέ με. »
«Εσύ να μ' ακούσεις!»
«Μην μου μιλάς στον ενικό!»
«Εσύ γιατί μου μιλάς;»
«Είμαι καθηγήτριά σου. Αν θέλεις να λέγεσαι μαθητής πρέπει...»
«Κι εσύ αν θέλεις να λέγεσαι καθηγήτρια...»
«Γιώργο!!»
«Μαρκέλλα!»

«Χαστούκισες μαθητή; Ποιον;»
«Το Χρονά. »
«Γιατί;»
«Δεν έχει σημασία, δεν θέλω να δώσω συνέχεια. Θεωρώ όμως υποχρέωσή μου να σας ενημερώσω.»
«Άκου, Μαρκέλλα... Φαίνεσαι ταραγμένη. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο θα ξέρω τα πάντα. Εγώ κι όλο το σχολείο. Γιατί δεν μου λες τι συνέβη κι άσε με εμένα να κρίνω...»

«Ποιον χαστούκισες μωρή καριόλα;»
«Γιώργο, δεν είναι σωστό.»
«Ναι, ρε μαλάκα. Κόφτο.»
«Εμένα χαστούκισες, έτσι; Κοίτα με μωρή! Κοίτα με σου λέω!»
«Κόφτο ρε μαλάκα λέμε, ηρέμησε!»
«Να το θυμάσαι αυτό, εντάξει; Ότι μου 'ριξες φόλα! Να το θυμάσαι!»

«Ύστερα χτύπησε την πόρτα κι έφυγε.»
«Οι άλλοι, τι είπανε;»
«Τι να πουν; Είχαν παγώσει. Κι εγώ το ίδιο. Μόνο δυο που προσπαθούσαν να τον κρατήσουνε και τους έσπρωξε.»
«Αυτά ειπώθηκαν μόνο; Σίγουρα;»
«Γιατί, λίγα ήταν;»
«Κάθε άλλο. Αν θες τη γνώμη μου, τη συμβουλή μου, φέρε το θέμα στο σύλλογο.»
«Τι θα βγει μ' αυτό;»
«Δεν θα βγει τίποτα. Αλλά θα φύγει από πάνω σου. Και θα δει ότι δεν είσαι εσύ κι εκείνος. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορεί να εκστομίζει τέτοιες χυδαιότητες.»
«Ναι αλλά τον χτύπησα. Ένιωσε ταπεινωμένος κι αντέδρασε.»
«Γιατί τον χαστούκισες; Δεν μου είπες ακόμα.»
«Μου μίλησε προκλητικά. Προσβλητικά.»
«Τι είπε;»
«Τ' όνομά μου. Αλλά ήταν ο τρόπος του... »
«Πρόστυχος.»
«Ακριβώς. Ο σύλλογος του 'χει μαζεμένα... δεν θέλω να νιώσει ότι γίνεται στόχος εξαιτίας μου. Εννοώ, εξαιτίας προσωπικής αντιδικίας... και μάλιστα με τέτοια αφορμή. Αν με καταλαβαίνετε...»

«Σε κατάλαβε;»
«Νομίζω. Πάντως δεν επέμεινε περισσότερο. Είπε μόνο να ηρεμήσω κι αν χρειαστεί θα το ξανασυζητήσουμε το πρωί. Προφανώς περιμένει αντιδράσεις.»
«Εσύ; Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι.»

...είμαι καλά, είμαι καλά είμαι καλά...δεν έγινε τίποτα...άντρας-γυναίκα, άντρας-γυναίκα, είμαι καλά...ένα κάψιμο μόνο...κι όλα αυτά τα υγρά στα πόδια...τα χέρια μου τρέμουν...είμαι καλά μάνα, δεν έγινε τίποτα, άλλο ένα κακό σεξ, αυτό ειν' όλο...δεν είμαι ζώο, η κακιά η ώρα μάνα...να σηκωθώ λίγο, να σηκωθώ...να πάρω αέρα...ένα παιδί...όλοι είμαστε παιδιά...δεν είμαι ζώο...δεν είμαι ζώο...δεν είμαι ζώο...

«Όλα εντάξει;»
«Ναι, μια χαρά.»
«Με τον...;»
«Δεν μου μιλάει, δεν με κοιτάζει κι όταν κοιτάζει δεν με βλέπει.»
«Άρα το κρατάει. Δοκίμασες να του μιλήσεις;»
«Στην τάξη, όχι. Προσπάθησα έξω αλλά γύρισε κι έφυγε.»
«Πρόσεχέ τον, Μαρκέλλα. Το ξέρεις πως είναι σταμπαρισμένος. Ο Καλαϊτζόγλου...»
«Άκου, Ηλία, την άποψή μου την ξέρεις. Ο Χρονάς είναι απλώς ένα παιδί κι ο Καλαϊτζόγλου, μαλάκας όπως οι περισσότεροι μπάτσοι. Μπορεί εσύ να μην το βλέπεις γιατί είναι φίλος σου...»
«Δεν είναι φίλος μου. Παλιός συμμαθητής, έχει διαφορά. Και μπορώ να σε βεβαιώσω ότι φαινότανε μαλάκας από τότε. Κι ας ήταν παιδί, όπως λες.»
«Τα παιδιά αλλάζουν, Ηλία. Κι ο κυριότερος μοχλός είμαστε εμείς.»
«Ο-κέυ, ο-κέυ, όπως θες, εγώ σου λέω απλώς να προσέχεις.»
«Σ' ευχαριστώ που νοιάζεσαι και το εκτιμώ. Ξέρω πως ώρες-ώρες είμαι πολύ... είμαι κάπως.»
«Απόρθητη.»
«Ε;»
«Μην με παρεξηγήσεις. Είναι που θα 'θελα να 'μαστε πιο κοντά.»
«Το ξέρω, μωρέ Ηλία, το ξέρω. Βρήκες κι εσύ άνθρωπο!»
«Βρήκα έναν άνθρωπο που τον γουστάρω και ξέρω πως κι εκείνος με γουστάρει. Δεν καταλαβαίνω γιατί...»
«Μη... μη. Άστο αυτό τώρα. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν μετανοιώνω, αλλά σου είπα. Δεν μπορώ. Θα τα πούμε... εντάξει;»
«Πότε;»
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά.»
«Αύριο βράδυ; Να δούμε την έκλειψη.»
«Μπορεί. Δεν ξέρω.»

Εγώ δε συμφωνώ, αλλά δεν πρόκητε να μ' ακούσουν. Τους φοβάμαι κιόλας. Αν ήξεραν πως τους άκουσα θα με σκώτωναν. Θα συναντηθούνε στις ενιά στο Μάτζικ που 'ναι κοντά στο γυμναστήριο. Θα σβύσουν τα φώτα λένε κι ο ένας θα κρατά τον Παντελή με σακούλα και μαχαίρι. Οι δυο θα κρατάνε εσάς. Κανένας αλλος δεν θα την αγκίξει είπε. Είναι πολύ άδικο γιατι ειστε το καλύτερο ατομο εδώ μέσα. Μην πατε σας παρακαλώ μην πάτε!

«Και πιστεύεις ένα ανώνυμο σημείωμα;»
«Δεν είναι ανώνυμο. Μου το 'δωσε στο χέρι.»
«Ποιος;»
«Η Χριστίνα η Κιρίλοβα. Τα 'χει με τον Παπαστεργίου. Σίγουρα ένα απ' τα πρωτοπαλίκαρα που θα συμμετέχουν.»
«Και πάλι...»
«Ηλία, η Χριστίνα αποκλείεται να με κοροϊδεύει. Την είχα πάει σπίτι όταν λιποθύμησε με τις δίαιτες. Είναι καλό κορίτσι. Και να της το στήσανε οι άλλοι...γιατί; Χαζό δεν είναι;»
«Πού ξέρουν για το γυμναστήριο;»
«Πηγαίνει αυτός... Ο Χρονάς. Τον συναντώ συχνά. Ξέρει ότι πηγαίνω τις Τρίτες.»
«Σήμερα όμως δεν θα πας. Κι από αύριο βλέπουμε.»
«Τι βλέπουμε; Να ζω με το φόβο; Κι αν μου τη στήσουν στο σπίτι μου;»
«Έλα σε μένα μέχρι... δεν με φοβάσαι κι εμένα ελπίζω;»
«Φοβάμαι εμένα. Κι ούτε μ' αρέσει να κρύβομαι.»
«Τότε, μία λύση υπάρχει.»

«Μαλάκα Γιώργο, θα 'χει λέει έκλειψη.»
«Τι θα πει αυτό;»
«Έκλειψη σελήνης, ρε μαλάκα. Ολική.»
«Και τι μου το λες;»
«Είναι κακό σημάδι.»
«Κακό σημάδι είναι τα σκατά στο κεφάλι σου, χέστη!»
«Μη με λες εμένα χέστη, μαλάκα, μη χεστούμε. Εγώ τα πιστεύω αυτά.»
«Αφού τα πιστεύεις, βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί. Τι θεότητα είναι η Σελήνη;»
«Ε;»
«Τι “ε” ρε βλάκα; Ποιες τη λατρεύανε, ποιες υποτίθεται ότι προστατεύει;»
«Τις γυναίκες;»
«Ποιες άλλες; Κι άμα είναι κρυμμένη, για ποιους είναι το κακό σημάδι, για μας;»
«Για κείνες!»
«Σπίρτο είσαι ρε πούστη μου. Ξυράφι σκέτο.»

«Μίλησα με τον Καλαϊτζόγλου. Είπε θα το χειριστεί διακριτικά.»
«Ρε Ηλία, να δώσω το μαθητή μου στους μπάτσους; Αν φοβάμαι αυτόν μία, αυτούς τους φοβάμαι δέκα.»
«Δεν δίνεις κανένα. Δεν είπα πως ξέρουμε ονόματα. Θα βάλει δυο μυστικούς απέξω κι έναν στη θέση του Παντελή που θα κάνει τον άρρωστο. Δουλειά τους είναι, γι' αυτό τους πληρώνουμε. Αν τα καλόπαιδα το ξανασκεφτούν, τόσο το καλύτερο. Αν θέλουν να φάνε το κεφάλι τους, αργά ή γρήγορα θα το φάνε. Άσε που καλύπτοντάς τους μπορεί να πάρεις καμιά άλλη κοπελίτσα στο λαιμό σου. Αυτό δεν το σκέφτεσαι;»
«Μωρέ το σκέφτομαι αλλά φοβάμαι. Είναι κι αυτή η γαμημένη η έκλειψη...»







συνέχεια και τέλος στο επόμενο