10 Ιουλ 2010

με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον


συνέχεια από τα δύο προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια)


Κυριακή 13 Αυγούστου

Βαριέμαι του θανατά. Έπεσα να κοιμηθώ Παρασκευή και ξύπνησα σήμερα. Πρέπει να βρω καμιά δουλειά γιατί δεν την παλεύω. Περιμένω τον Κυριάκο αλλά δεν τον βλέπω να εμφανίζεται.

Πρώτη φορά φέτος δεν πήγα πουθενά. Να σου πω και το παράπονό μου, κανένας δεν μου πρότεινε τίποτα. Απ' όταν βριστήκαμε με τη Φώτη οι άλλοι με το ζόρι μου μιλάνε. Ότι θέλει τους κάνει το βρωμοθύληκο.

Τρίτη 15 Αυγούστου

Ο "προκομένος" δεν εμφανίστηκε. Ωραίο Δεκαπενταύγουστο!

Πέμπτη 17 Αυγούστου

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σήμερα είναι η μεγάλη μας μέρα ή μάλλον νύχτα. Ξέρω ότι την περιμένει κι εκείνος, το θέλει πολύ, το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει (δήθεν χαλαρά!) το καταλαβαίνω ακόμα κι απ' τον τρόπο που λέει ψέματα.
Την περασμένη Πέμπτη το βράδυ είχε υπηρεσία και την Παρασκευή έφυγε, πήγε να βρει την άλλη. Σαββατοκύριακο βλέπεις, δεν μπορούσε να μην πάει, θα φαινότανε πολύ ύποπτο. Ήταν και το Δεκαπενταύγουστο...μπάφιασα η κακομοίρα να τον περιμένω. Άσχετο, αλλά τι σόι έκφραση είναι αυτή, "μπάφιασα"; (Μπάφους πάντως δεν έκανα, πού να τους βρω; Όλος ο κόσμος λείπει, αυγουστιάτικα)
Σου έλεγα λοιπόν ότι τον περίμενα πώς και πώς. Όταν τον άκουσα πήρα όλα μου τα σύνεργα παραμάσχαλα και βγήκα να φτιάξω τα νύχια μου. Πού θα πάει λέω, θα βγει για τσιγάρο.
Πράγματι, μετά από λίγο να 'σου τον. "Πολύ τσιγάρο τελευταία" του λέω. "Στεναχώριες;" Και τι μου λέει; "Μπα, πάντα έτσι έκανα". Ο ψεύτης!
"Μα αφού όταν πρωτοήρθες δεν κάπνιζες" του λέω εγώ. "Κι εσύ" μου λέει "πού το ξέρεις;"
Πολύ με πλήγωσε ο τρόπος του αλλά το παράβλεψα. Θα 'ναι ζορισμένος σκέφτηκα. Με την άλλη.
"Αφού σε έβλεπα" λέω. "Εννοώ δηλαδή ότι ΔΕΝ σε έβλεπα, δεν σε είχα δει να καπνίζεις"
"Δεν με είχες δει γιατί απέφευγα να κάνω στο σπίτι για να μην παρασυρθεί η Ρίτα. Τόχε κόψει λόγω εγκυμοσύνης. Κάπνιζα όμως έξω."
"Για χάρη της, ε;" Πήγα να τον ψαρέψω. "Θα την αγαπάς πολύ." Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις τι μου απάντησε. Ότι δεν μπορεί να ζήσει μακριά της. Μάλιστα. Τα ψέματα που σου 'λεγα. Πού τα πουλάς αυτά αγόρι μου; Δεν βλέπω εγώ πώς παίζει το μάτι σου; Την περασμένη βδομάδα μου χάριζες τριαντάφυλλα, τι προσπαθείς τώρα; Να με κάνεις να ζηλέψω; Λοιπόν το πέτυχες. Ή να μετρήσεις τις αντιδράσεις μου;
Η αλήθεια είναι πως μου κόπηκαν τα πόδια. Ούτε ξέρω πού βρήκα το κουράγιο να αστειευτώ. "Ε, αφού δεν μπορείς μακριά της, τι την ξαπόστειλες την κακομοίρα;" "Πού την ξαπόστειλα;" μου λέει. "Εκεί, πώς το λένε, στο Μάτι, στο Φρύδι..." Χαλαρή, κατάλαβες;
"Είναι με τους γονείς της" λέει. "Πώς να κρατήσω τα μωρά μες στη ζέστη; Κι εκείνη κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς βοήθεια, θα σπάσουν τα νεύρα της."
Ακούς ημερολογιάκι μου; Θα σπάσουν τα νεύρα της! Τα δικά μου που γίνανε ζαρτιέρες τι να τον νιάζουνε; Ήθελα να 'ξερα πώς μπορούν οι άντρες να λένε τόσο χοντρά ψέματα. Ύστερα λένε για μας! Μωρέ άμα είναι για να πηδήξουνε γίνονται αυτοί... Σου λέει, μη με περάσει για κανένα λιγούρη στερημένο που κυνηγάει τις μικρούλες. Έτσι θα νιώσει κιόλας κολακεβμένη (κάπως αλλιώς πρέπει να γράφεται αυτό) όταν θα της τα ρίξω.
Κατάλαβες το σατανικό μυαλό του; Έτσι μου 'ρθε να του λούσω κανα βρισίδι και να μην του ξαναμιλήσω ποτέ. Έλα όμως που ήτανε τόσο γλυκός! Έσβησε το τσιγάρο του και με κοίταξε τρυφερά, ναι, όπως σου το λέω. Τρυφερά! Και μου 'πε την πιο γλυκιά καληνύχτα που μου 'χουνε πει ποτέ.

Οπότε...το πήρα απόφαση! Χρόνος δεν υπάρχει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει απόψε. Ευτυχώς που δεν μου 'ρθε περίοδος. Φαντάζεσαι; Νόμιζα πως ήταν να μου 'ρθει το περασμένο Σάββατο αλλά θα 'χω μπερδέψει πάλι τις μέρες. Τι να λέμε τώρα; Είναι μοιραίο. Οι δυνάμεις του σκότους είναι μαζί μας! (πω πω, πρέπει να κόψω τα θρίλερ μου φαίνεται...)

Πέμπτη βράδυ

Αδειάζω στο ποτήρι τις τελευταίες γουλιές απ' το μπουκάλι με το Τζακ Ντάνιελς και τις πίνω μονορούφι (μπλιαχ! χάθηκε ο κόσμος να 'χουμε λίγη βότκα μες στο σπίτι;) Νιώθω μια ωραία ζαλάδα. Άραγε πίνει κι εκείνος για να πάρει θάρρος; Σηκώνω το τηλέφωνο. Χτυπάει τρεις φορές. Κοιτάζω το ρολόι στο γραφείο. 00:23, έχει πλάκα να κοιμήθηκε. Χτυπάει άλλες τρεις. Το σηκώνει. Λαχανιασμένος. "Ματίνα..." "Κυριάκο!" Φωνάζω σχεδόν. "Κάποιος είναι...κάτι χτυπάει...το παράθυρο είναι ανοιχτό, είμαι σίγουρη πως το είχα κλείσει." "Μη φοβάσαι" μου λέει "έρχομαι αμέσως"
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Φοράω ένα διαφανές νυχτικό (φαίνονται καλά οι ρώγες μου;) κι από κάτω ένα μικροσκοπικό εσώρουχο. Φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου. Ήδη χτυπά την πόρτα.
Ανοίγω προσπαθώντας να μη δείχνω ζαλισμένη αλλά ταραγμένη. Ύστερα βλέπω τη γυμνή επίπεδη κοιλιά του (φορά μόνο ένα στενό σορτσάκι) και δεν χρειάζετε πλέον να προσπιούμαι. Νομίζω ότι θα σωριαστώ κάτω.
"Ματίνα, είσαι καλά κορίτσι μου;" Πέφτω στην αγκαλιά του. "Κυριάκο, Κυριάκο μου!" Τον νιώθω να τρέμει κι εκείνος: "Ματίνα, δεν πρέπει!"
Αυτό είναι το σύνθημα. Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο κι αρχίζουμε να φιλιόμαστε και να γδηνόμαστε σαν τρελοί. "Δεν πρέπει" του λέω κι εγώ για να τον ανάψω. Έχει πέσει στα πόδια μου μαζί με το νυχτικό μου. Ξαφνικά σταματάει. "Θεέ μου!" φωνάζει σφίγκωντας τρυφερά τους γυμνούς γλουτούς μου. "Διψάω!" Κι αρχίζει να με γλύφει. Τελειώνω επιτόπου.

Αυτό το τελευταίο ίσως είναι λιγάκι υπερβολικό. Άκου "διψάω!" Θυμήθηκα εκείνο με τους βρυκόλακες και ξενέρωσα. Αποκλείετε να έλεγε τέτοιες μαλακίες ο Κυριάκος μου. Αλλά τι να κάνω η γυναίκα; Τις γράφω για να περάσει η ώρα. Που δεν περνά με τίποτα. Και τέλειωσε και το ουίσκι μου γαμώτη!

Παρασκευή 18 Αυγούστου

Κάτι παράξενο έχει συμβεί. Ξύπνησα μ' έναν τρομερό πονοκέφαλο, γυμνή, σε μια στάση παράξενη. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Όλο το μπάνιο λερωμένο με εμετούς, μέχρι τώρα καθάριζα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Σάββατο 19 Αυγούστου

Κανένα σημάδι απ' τον Κυριάκο. Φαίνεται θα πήγε πάλι στη Ρίτα του. Κι εγώ που έλπιζα...

Συνάντησα στην είσοδο τη γειτόνισσα του τρίτου. Με κοίταζε πολύ περίεργα. Πήγα να της πω καλημέρα αλλά είχε ένα βλέμα σα να 'λεγε "κακή, ψυχρή" και το 'κοψα. Το ξαναλέω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Κυριακή 20 Αυγούστου

Βαριέμαι αφόρητα. Τέτοιο καλοκαίρι ούτε στα χειρότερά μου όνειρα. Άλλη μια μοναχική βδομάδα (η τελευταία ελπίζω) με περιμένει.
Περίοδος ακόμα να μου έρθει. Η κοιλιά μου πονάει μάλλον απ' την αφαγία. Έχουν τελειώσει τα πάντα αλλά δεν βγαίνω έξω με τίποτα. Κάνει τρομερή ζέστη κι έχω μια νύστα απίστευτη. Ως τα χαράματα έβλεπα τηλεόραση και το πρωί με ξυπνήσανε οι κάργιες οι από κάτω με το κουτσομπολιό τους. Κάτι για κάποια ξεδιάντροπη, ούτε που κατάλαβα. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά του φίκου καικαι

σκατά (συμπληρώνω) κι είναι τώρα πια αργά (από κάθε άποψη)

Λύθηκε το μυστήριο. Η ντροπή της πολυκατοικίας είμαι εγώ. Μάλιστα. Ρωτάς πώς το έμαθα; Θα σου πω αμέσως. Όπως θυμάσαι ήμουνα ξαπλωμένη πίσω απ' το φίκο που 'ναι στην άκρη της βεράντας δίπλα στο χώρισμα και φυσικά με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα κάποια στιγμή νομίζοντας ότι ακούω τον Κυριάκο. Σκοτάδι πίσσα. Και άκουγα πράγματι τον Κυριάκο, μόνο που δεν μιλούσε σε μένα αλλά στην άλλη. Τη Ρίτα. Καθόντουσαν στη βεράντα τους δυο βήματα μακριά μου και μουρμουρίζανε. Οι δυο τους, χωρίς τα μωρά. Αυτά απ' ότι κατάλαβα απ' τα λόγια τους τα 'χουν αφήσει στη γιαγιά τους. Από τα λόγια τους συμπέρανα κι όλα τα υπόλοιπα.
Φαίνεται ότι το σχέδιο της Πέμπτης μπήκε κανονικά σε εφαρμογή μέχρι το σημείο που εκείνος χτυπά την πόρτα μου κι εγώ του ανοίγω. Μόνο που μετά γαμώ το μετά μου γαμώ εκείνος ήθελε να φύγει. Με είδε μισόγυμνη και πιωμένη και τρόμαξε. Κρεμάστηκα λέει στο λαιμό του κι ήθελα να τον φιλήσω κι η ανάσα μου βρωμούσε τρομερά που του 'φερνε αναγούλα (αυτά ήταν τα λόγια του, μάλιστα) Και φαίνεται ότι εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα και φώναζα δυνατά ζητώντας του να μη φύγει και βγήκαν από κάτω και φωνάζανε, οι κάργιες μάλιστα ανεβήκαν ως τη στροφή της σκάλας κι αυτός τους είπε (τι να τους πει; έφτιαξε κάτι ιστορίες) ότι τα 'χα χαλάσει με το φίλο μου κι ότι ήμουν μεθυσμένη και τότε εγώ άρχισα να τους βρίζω όλους και μπήκα μέσα κλαίγοντας. Ήθελε να πάρει τους γονείς μου αλλά κανείς δεν είχε το τηλέφωνό τους (ευτυχώς) κι έτσι αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια.

Μιλούσε κι εκείνη, ακουγότανε κάπως ψυχρή κι όλο τον ρωτούσε αν είναι σίγουρος πως η σκηνή έγινε λόγω του μεθυσιού μου και πώς βρέθηκε εκείνος στην πόρτα μου κι εκείνος τη βεβαίωνε ότι βρέθηκε τυχαία και τότε εκείνη του το ξεφούρνισε. Ότι είχε κοιτάξει το τηλέφωνό του κι ότι υπήρχε περασμένη κάποια Ματίνα (Ματίνα δεν τη λένε την ...κοπελίτσα;) που τον είχε πάρει Παρασκευή, δωδεκάμιση ώρα το πρωί. Δεν είναι απίστευτοι αγαθιάρηδες οι άντρες;