5 Αυγ 2009

πιο καλά με παρέα


(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)

Πέρασε ένας χρόνος. Αρχές Μαρτίου γεννήθηκες εσύ. Ήσουν, λοιπόν, τριών μηνών εκείνο το απόγευμα του Ιούνη όταν, επιστρέφοντας απ' το γραφείο με το μετρό, την ξαναείδα.
Καθόταν στις θέσεις που είναι μπροστά στην πόρτα και ήξερα πως είναι αυτή πριν ακόμα γυρίσει να με κοιτάξει -τόσο έντονα είχε παραμείνει στο μυαλό μου, όλο αυτό το διάστημα. Μ' αυτό που λέω, δεν θέλω να νομίσεις ότι την είχα πατήσει μαζί της κι ότι τη σκεφτόμουν νύχτα-μέρα σαν ερωτευμένος. Αγαπούσα τη μητέρα σου κι ο ερχομός σου μας είχε φέρει ακόμα πιο κοντά. Τέλος πάντων, καταλαβαίνω ότι δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, ελπίζω όμως ότι τα όσα σου περιγράψω ίσως φωτίσουν εκ των υστέρων αυτό το πρώιμο συναισθηματικό υπόβαθρο.
Ανοίγουν λοιπόν οι πόρτες, τη βλέπω, την αναγνωρίζω, κλείνουν οι πόρτες και, πριν προλάβω να προβληματιστώ για το πώς θα τραβήξω την προσοχή της, γυρνάει και καρφώνει τις ματάρες της πάνω μου. Φάνηκε να με προσέχει και σκέφτηκα ότι με είχε κι εκείνη αναγνωρίσει, οπότε της σκάω ένα πλατύ χαμόγελο με την ελπίδα να φαίνεται πραγματικά φιλικό και χαρούμενο μετά απ' το οκτάωρο της ταλαιπωρίας και το δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στη σκόνη και τη ζέστη των Αμπελοκήπων.
Εκείνη δεν έκανε κανένα σημείο αναγνώρισης, μόνο έριξε μια λοξή ματιά στον άντρα δίπλα της, το συνοδό της προφανώς, σαν να ήθελε να με προειδοποιήσει κι ίσως να βεβαιωθεί ότι αυτός δεν είχε αντιληφθεί το χαιρετισμό μου. Μπήκα λοιπόν κι εγώ στο νόημα και "κουμπώθηκα". Σκέφτηκα πως θα ήταν ίσως ο πατέρας της, μιας που έδειχνε αρκετά χρόνια μεγαλύτερός μου.
Στο Σύνταγμα, κατεβαίνω για ν' αλλάξω συρμό. Πίσω μου κατεβαίνει κι εκείνη μαζί με τον άντρα. Κάνει ότι δεν με βλέπει. Μου περνά απ' το μυαλό να χωθώ στο πλήθος και να τους ακολουθήσω διακριτικά, να δω προς τα πού θα πάνε, όμως καταλαβαίνω πως δεν έχει νόημα και συνεχίζω το δρόμο μου για την αποβάθρα προς Άγιο Δημήτριο (μέχρι εκεί έφτανε τότε η γραμμή μας). Κι εκεί, φτάνοντας στην πλατφόρμα, νιώθω κάποιον να με τραβάει. Γυρνώ και τη βλέπω μπροστά μου, πάνω μου, σχεδόν μ' αγκαλιάζει. «Μπορώ να ρθω μαζί σου;» με ρωτάει.
Φυσικά, τα χάνω τελείως. Ούτε ξέρω τι της απαντάω.
«Σπίτι σου», μου λέει. «Να μείνω λίγες μέρες. Μπορώ; Δεν θα σου δημιουργήσω προβλήματα. Δεν είμαι πρεζάκι, ούτε με ψάχνει η αστυνομία.»
Φαίνεται ανήσυχη και κοιτάζει συνεχώς προς την απέναντι αποβάθρα. Καταλαβαίνω πως εκεί βρίσκεται ο συνοδός της, για την ώρα τον κρύβει ο συρμός της άλλης κατεύθυνσης που μόλις έχει αφιχθεί. Γυρνά σε μένα με αγωνία. Τα ματάκια της, γεμάτα βουβή παράκληση.
«Έλα», της λέω χωρίς να το σκεφτώ. Ο συρμός προς Άγιο Αντώνιο απομακρύνεται κι ο άντρας απέναντι της κάνει νοήματα. Εκείνη παριστάνει ότι δεν τον βλέπει κι ότι τον ψάχνει στην από δω μεριά. Έρχεται το τρένο.
Μπαίνω στο βαγόνι μ' εκείνη κολλημένη δίπλα μου. Μέχρι να ξεκινήσουμε είναι μες στην ταραχή, μόλις κλείνουν οι πόρτες χαλαρώνει. Το πρόσωπό της γίνεται όλο ένα χαμόγελο, το χαμόγελό της.
«Σ' ευχαριστώ», μου λέει. «Θα σας καθαρίζω το σπίτι, θα κάνω ό,τι θέλετε. Δεν είμαι καλομαθημένη. Κι αν δεν με θέλει εκείνη, θα φύγω.»
Υποθέτει ότι είμαι πάντα με τη σύντροφο που με γνώρισε, ή μπορεί και να μιλάει γενικά. Καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να μου στείλει το μήνυμα: "δεν σου κολλάω, απλά βρίσκομαι σε ανάγκη." Το σέβομαι. Της λέω ότι ελπίζω πως η Αφροδίτη δεν θα έχει πρόβλημα και της εξηγώ ότι το σπίτι μας είναι μικρό κι ότι υπάρχει σ' αυτό ένα νεογέννητο που για την ώρα κοιμάται στο δικό μας δωμάτιο, οπότε το παιδικό είναι ελεύθερο.
«Κοιμάμαι οπουδήποτε», λέει. «Σε καναπέ, στο πάτωμα. Και είσαι πολύ καλός.» Με φιλά στο μάγουλο. «Τ' όνομά μου είναι Τέσι.»

Πλησιάζοντας στο σπίτι με ζώνουν τα φίδια. Τι θα πω στην Αφροδίτη; Αν δεν συμφωνεί, αν θυμώσει; Η Τέσι το καταλαβαίνει και με διευκολύνει. «Πήγαινε», μου λέει. «Θα περιμένω εδώ, στο παρκάκι. Σημείωσε το τηλέφωνό μου.»
Το σημειώνω και πηγαίνω στο σπίτι. Δεν θυμάμαι τι έκανε η μητέρα σου, λογικά θα σε θήλαζε ή θα σε άλλαζε ή θ' ασχολείτο μαζί σου με κάποιον τρόπο. Της λέω, «σου 'χω μια έκπληξη.»
«Τι έκπληξη;»
«Θυμάσαι κείνη την ξανθούλα, πέρσι στο κάμπινγκ; Με τις μπάλες...; στην παραλία...;»
«Την Ιρλανδή, λες.»
Αυτό το είχα ξεχάσει.
«Ιρλανδή;»
«Ε, ναι, έτσι μου 'χε πει. Γιατί; Την είδες;»
«Την είδα. Είπε να σε ρωτήσω. Θέλει να μείνει λίγες μέρες μαζί μας.»
«Μαζί μας; Εδώ; Με το μωρό;»
«Ε, ναι. Της το εξήγησα. Έχει κάποιο πρόβλημα... Για λίγες μέρες, λέει. Κοιμάται οπουδήποτε. Και θα σε βοηθάει στο σπίτι.»
«Και πού είναι τώρα;»
«Στο παρκάκι. Περιμένει να το συζητήσουμε και να την πάρω.»
«Τι να πω... εντάξει. Ελπίζω να είναι έτσι τα πράγματα.»

Την ξέρεις τη μητέρα σου. Είναι λίγο ανασφαλής, αλλά δεν είναι συντηρητική ούτε μίζερη. Όταν την κάλεσα, η Τέσι έκανε σα μικρό παιδί. Αδύνατο να μη νιώσεις άνετα μαζί της.
«Γεια σου Αφροδίτη, με θυμάσαι; Σίγουρα όχι. Είμαι η Τέσι.»
«Φυσικά σε θυμάμαι. Μιλάς ελληνικά. Δεν είσαι Ιρλανδή;»
«Η μητέρα μου. Στο κάμπινγκ έκανα την ξένη, δεν ξέρω γιατί. Μου φαινόταν ότι θα έχει πλάκα. Να λένε πράγματα μπροστά μου... ξέρεις.»
«Κατάλαβα... Και ζεις στην Ιρλανδία ή εδώ;»
«Εδώ, δεν έχω πάει ποτέ στην Ιρλανδία. Η μητέρα μου γύρισε εκεί με τον αδερφό μου, όταν χώρισε... πριν από έξι χρόνια. Εγώ έμεινα με τον πατέρα μου. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών.»
«Στην πιο δύσκολη ηλικία. Θα πρέπει να ζορίστηκες πολύ.»
«Ναι, εντάξει. Ίσως να ήταν και καλύτερα. Είχαμε τρομερό ανταγωνισμό με τη μάνα μου, όλη την ώρα τσακωνόμασταν. Ο πατέρας μου ήτανε γλυκός, με πρόσεχε... Τέλος πάντων, τι σας λέω τώρα! Το θέμα είναι ότι δεν μένω μαζί του πια. Ούτε θέλω να γυρίσω.»

Εκείνη η πρώτη μέρα ήταν λίγο παράξενη. Απ' την επόμενη, μπήκε το νερό στ' αυλάκι κι η Τέσι στο σπίτι μας, στο δωμάτιό σου.
Έμεινε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Εγώ τα πρωινά έλειπα στη δουλειά, συνήθως γυρνούσα αργά το απόγευμα. Τις έβρισκα να πίνουν καφέ ή -αν είχε ήδη πέσει ο ήλιος- να σε κάνουν βόλτα και να τα λένε σαν καλές φιλενάδες.
Ήταν μια όμορφη, γλυκιά, χαλαρή περίοδος. Η Αφροδίτη είχε άδεια αρκετούς μήνες και απολάμβανε τον καινούργιο της ρόλο, πολύ περισσότερο μάλιστα που η παρουσία της Τέσι της έλυνε τα χέρια σε πολλά πράγματα -εξωτερικές δουλειές, ψώνια, ακόμα και βραδυνή έξοδο, μιας που η νεαρή μας φίλη αποδείχτηκε εξαιρετικά ικανή και υπεύθυνη στην φροντίδα σου.
Μάθαμε και την ιστορία της με τον τύπο. Δεν ήταν ο πατέρας της. Σκηνοθέτης-παραγωγός... μη σου πω και προαγωγός. Την είχε "ψήσει" να παίξει σε μια αισθησιακή ταινία -πορνό, δηλαδή- και δεν την πλήρωσε ποτέ. Η Τέσι -απ' ό,τι έλεγε- το 'κανε πρωτίστως για το κέφι της, όμως και τα λεφτά τα είχε ανάγκη (έμενε ήδη μόνη της δουλεύοντας όπου έβρισκε, σε μπαρ, καφετέριες, πιτσαρίες). Και πρέπει να ήταν αρκετά λεφτά, που όμως δεν τα είδε ποτέ.
Δεν ξέρω αν έτσι δουλεύει το κύκλωμα ή αν αυτή έπεσε στην περίπτωση. Ο τύπος πίστεψε ότι βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά. Βλέπεις, η Τέσι δεν ήταν απλά ένα ωραίο, πρόθυμο κορίτσι. Ήταν μια δεκαενιάχρονη που έδειχνε δεκατέσσερα -βία δεκαπέντε. Με το κατάλληλο ντύσιμο και το σωστό παίξιμο, υποθέτω θα περνούσε και για μικρότερη. Την είχε λοιπόν από δίπλα μην τυχόν και του φύγει ή του την αρπάξουν. Την είχε βάλει σε μια βίλα κάπου βόρεια -εκεί που γίνονταν και τα γυρίσματα- και πότε την εκβίαζε, πότε την παρακαλούσε και πάντως δεν την πλήρωνε πριν την "δέσει". Την πίεζε να υπογράψει συμβόλαια και, κάποια στιγμή, του 'χε ξεφύγει και κάτι για βίζιτες. Στο στυλ, "έχω διασυνδέσεις με πολύ καλό κόσμο, μιλάμε για τρελό χρήμα!"... Πήγαινε να τη θαμπώσει και την πάτησε. Όταν αντιλήφθηκε την ανοησία του (ότι βιάστηκε υπερβολικά, ότι η Τέσι δεν ήταν συνηθισμένο άτομο κι ήθελε με το μαλακό, να τη γλυκάνει και να τη διαφθείρει, πρώτα, με το χρήμα) ήταν αργά. Προσπάθησε να τα μπαλώσει, ότι τάχα εκείνη δεν κατάλαβε, ότι μόνο αυτή σκεφτόταν κλπ κλπ, αλλά η υπόθεση είχε βρομίσει κι η Τέσι σκεφτότανε ήδη πώς θα την κάνει έστω κι απλήρωτη. Είδε λοιπόν τη δική μου την εμφάνιση σαν σημάδι και, χωρίς δεύτερη σκέψη, την κοπάνισε. Έτσι παρορμητικά λειτουργούσε σε όλα. Μαζί της, το κάθε τι μετατρεπόταν σε περιπέτεια.

Μια Κυριακή πρωί νομίζω ήταν, που εσείς κοιμόσασταν ως αργά, βρήκα την Τέσι να πίνει καφέ στη δροσιά του μπροστινού μπαλκονιού. Γενικά δεν μιλούσε πολύ και μου είχε δώσει την εντύπωση ότι απέφευγε να βρεθεί μόνη μαζί μου, ίσως από διακριτικότητα και αλληλεγγύη προς την Αφροδίτη, ή ίσως ακόμα κι από αμηχανία λόγω του παλιού επεισοδίου που μας συνέδεε.
Εκείνη τη μέρα, όμως, έδειχνε διαφορετική, ορεξάτη.

«Τι έγινε, το ξενυχτίσαμε;»
«Ε, όχι και τόσο. Νωρίς ξαπλώσαμε.»
«Νωρίς ξαπλώσατε, το ξέρω. Μετά όμως... αναστέναξε!»
«Ποιος αναστέναξε;»
«Το κρεβάτι.»
Τότε πρόσεξα το ύφος της.
«Τέσι, τι πίνεις;»
«Εγώ; Καφέ.»
«Ελληνικό ή Ιρλανδέζικο
«Χο, χο, δεν μ' αρέσει το ουίσκι. Ούτε το χρειάζομαι. Άλλα πράγματα με "φτιάχνουν". Η φύση, τα όνειρα, το σεξ... Μόνο που μου λείπει τώρα τελευταία, γι' αυτό σας πήρα λίγο μάτι το βράδυ. Ελπίζω να μην σε πειράζει.»
Να με πειράζει;
«Μάτι... τι μάτι; Αφού η πόρτα της κρεβατοκάμαρας...»
«Τι γλυκός και αθώος που είσαι! Φυσικά και ήταν κλειστή η πόρτα, το φροντίζεις κάθε φορά επιμελώς. Όταν την ακούω να κλείνει, ξέρω τι θα επακολουθήσει... Δεν ήταν λοιπόν δικό σου λάθος... αν υποθέσουμε ότι είναι λάθος να μοιραζόμαστε τη χαρά μας με τους συνανθρώπους μας. Δική μου ατιμία ήταν.»
«Τι, δηλαδή; Μη που πεις ότι κοιτούσες σαν πιτσιρίκι απ' την κλειδαρότρυπα;»
«...»
«Δεν το πιστεύω! Και τι μπορεί να φαίνεται από κει;»
«Συνήθως τίποτα. Χτες, όμως, είχατε το φως αναμμένο!»
«Συνήθως; ...Τέσι, είσαι απίστευτη!»
«Μμμ, μ' αρέσει να μου το λένε αυτό... Αλλά κι εσύ, δείξε λίγη κατανόηση βρε παιδί μου! Ξέρεις τι κάβλες έχει ένα εικοσάχρονο κορίτσι, αγάμητο εδώ και... Και... Πούστη μου, έχασα το λογαριασμό.»
«Ναι, καλά. Πάω στοίχημα ότι δεν είναι πάνω από μήνας. Άλλες στην ηλικία σου παίζει να 'ναι και παρθένες.»
«Από πού, απ' τον κώλο; Σίγουρα. Αυτό οι περισσότερες έχουν πρόβλημα να το δεχτούν. Κι εγώ κάποτε...»
«Τέσι, δεν θέλω να ξέρω! ...Δηλαδή... θέλω, αλλά όχι τώρα. Και όχι εδώ.»
Εννοείται ότι της μιλούσα και το ραντάρ μου σάρωνε το χώρο για πιθανές ενδείξεις ότι η Αφροδίτη είχε σηκωθεί και πιθανόν να μας άκουγε. Θα πρέπει, μάλιστα, να σηκώθηκα και να πήγα προσεκτικά να ελέγξω την κατάσταση. Όταν γύρισα, η Τέσι με κοιτούσε φανερά απογοητευμένη.
«Δεν κάνουμε κάτι κακό, ξέρεις.»
Ντράπηκα.
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς. Όμως... Η αλήθεια είναι ότι...» Δεν ήξερα τι να πω.
«Δεν περίμενα να το πάρεις έτσι στραβά. Αλλιώς δεν θα σου έλεγα τίποτα.»
Α, εκείνη την ώρα θυμήθηκα τις ενοχές μου ένα χρόνο πριν. Έλεγα πως ήθελα να τη βρω να της ζητήσω συγγνώμη -και τώρα που την είχα εδώ μπροστά μου τα 'κανα πάλι θάλασσα.
«Δεν το πήρα στραβά. Αντιθέτως.» Της έπιασα το χέρι. «Το βρήκα πολύ γλυκό.»
Με κοίταξε παραπονιάρικα.
«Ορκίζεσαι;»
«Ορκίζομαι. Εξάλλου, κατά κάποιον τρόπο ήταν δίκαιο. Κι εγώ σ' έχω δει να το κάνεις.»
Με κοίταξε απορημένη
«Μ' έχεις δει...; Πότε;»
«Τι πότε; Πέρσι, στην παραλία. Με δυο ιδιαίτερα προικισμένους...»
«Τι βλακείες λες τώρα;»
Έμεινα άναυδος. Λες να έκανα λάθος; Προσπάθησα να επαναφέρω τη σκηνή. Εμένα να κολυμπάω, με τα μάτια κόκκινα απ' το αλάτι... τα τρία άτομα στην παραλία, σε απόσταση...δέκα; δεκαπέντε μέτρων; Ήταν δυνατόν; Το στομάχι μου άρχισε ν' ανακατεύεται κι αυτό θα πρέπει ν' αποτυπώθηκε πολύ καθαρά στο πρόσωπό μου, γιατί ξαφνικά εκείνη άρχισε να γελά.
«Στην έφερα, χα, χα, στο χρώσταγα. Τέτοιο φτύσιμο δεν το είχα ξαναφάει από άντρα!»
«Είσαι μεγάλη...»
«Τι; Πουτάνα; Καριόλα; Πρόσεχε γιατί... σου είπα. Δεν θέλω πολύ για ν' ανάψω. Και χτες βράδυ...»
«Τι χτες βράδυ;»
«Στο τσακ ήμουνα ν' ανοίξω την πόρτα και να 'ρθω στο κρεβάτι σας. Αλλά ήμουν κυρία, πρέπει να το εκτιμήσεις αυτό. Είπα, "όχι, Τέσι, όχι κούκλα μου! Πήγαινε τώρα σαν καλό κορίτσι στο κρεβατάκι σου να τελειώσεις με το δάχτυλό σου."»
«Με το... Τέσι είσαι απίστευτη! Το ξανάπα.»
Χαμογελούσε ικανοποιημένη. «Σιγά το απίστευτο... Με παρέα είναι πιο καλά. Έστω κι από κάποια απόσταση.»

Ωχ, ξεχαστήκαμε. Πάμε σιγά-σιγά προς το ταβερνάκι μας και σου συνεχίζω μετά το φαί. Δεν ξέρω, που λες, πού μπορεί να οδηγούσε αυτή η συζήτηση. Η φωνούλα σου και τα βήματα της Αφροδίτης που τη διέκοψαν, μας άφησαν μ' ένα χαμόγελο συνενοχής που το μαζέψαμε κι αυτό όπως-όπως. Από κείνη τη μέρα, όμως, φρόντιζα στα ερωτικά μας παιχνίδια με τη μητέρα σου (που για κάποιο λόγο έγιναν πιο συχνά, καθημερινά σχεδόν) ν' αφήνω την πόρτα με τρόπο μισάνοιχτη κι ένα μικρό φως πάντα αναμμένο.