29 Ιουλ 2009

η γνωριμία με την Τέσι



Σ' αυτό εδώ το κάμπινγκ την γνώρισα. Είχαμε έλθει με τη μητέρα σου νιόπαντροι και είμασταν πράγματι στα μέλια κι ήταν εννέα μήνες προτού γεννηθείς εσύ, έτσι που πάντα λέγαμε ότι εδώ, σ' αυτή την απόμερη γωνιά του Αιγαίου, έγινε η σύλληψή σου. Ένα καλοκαίρι πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Τότε γνώρισα την Τέσι.

Δεν είναι εύκολο να μιλάς για πράγματα που συνέβησαν πριν από τόσον καιρό -για μένα τουλάχιστον δεν είναι. Ίσως δεν έφτασα ακόμα στην κατάλληλη ηλικία. Εννοώ ότι οι γέροι έχουν μια φοβερή ικανότητα στο να αναπλάθουν το παρελθόν και, προφανώς, δεν είμαι τόσο γέρος, αν και υπάρχουν στιγμές που...τέλος πάντων.
Όπως και να 'χει, σκέφτηκα πως ήλθε η ώρα να μάθεις κάποια πράγματα που, για μένα τουλάχιστον, υπήρξαν αποκαλυπτικά. Έχεις την ηλικία που είχε εκείνη τότε -κι αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω. Ίσως να μην ξαναέχουμε την ευκαιρία να τα πούμε έτσι.

Είχε τη σκηνή της εκεί απέναντι. Μια μικρή σκηνούλα, ίσα που θα χώραγε την ίδια. Ούτε παρέα, ούτε μεταφορικό μέσο, τίποτα. Το πρωί που σηκωνόμασταν είχε ήδη φύγει. Κατέβαινε στην παραλία, εδώ από κάτω, κι έπιανε τη γωνιά, εκεί που έχει αυτά τα ψηλά βράχια. Κάνουνε σκιά όλη μέρα. Εκεί την είδα όσες φορές κατέβηκα.
Εμείς με τη μητέρα σου είχαμε το αυτοκίνητο, γυρνούσαμε τις παραλίες του νησιού, μην τυχόν και μας ξεφύγει καμία αφωτογράφητη. Τ' απογεύματα, όμως, τέτοιαν ώρα πάνω-κάτω, όταν είχαμε πλέον γυρίσει κι η μάνα σου τον γλυκοέπαιρνε στην αιώρα, συνήθιζα να κατεβαίνω για μια τελευταία βουτιά, ν' απολαύσω το κολύμπι σαν άσκηση, μόνος.
Ήταν, όπως σου είπα, στην ηλικία σου, έδειχνε όμως μικρότερη, κορίτσι του σχολείου σα να λέμε, ανήλικο. Κι έτσι όπως ήτανε κατάμονη, τόσο στο κάμπινγκ όσο και στη θάλασσα, τραβούσε αμέσως την προσοχή.
Ήταν όμορφο κορίτσι, με σωματικές χάρες που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει. Συνήθως φορούσε μόνο το κάτω μέρος ενός μαγιό, το οποίο πετούσε με άνεση όταν ήθελε ν' αλλάξει. Δεν κοιτούσε γύρω της. Φαινόταν απόλυτα ήρεμη κι αυτάρκης, ό,τι κι αν έκανε, είτε κολυμπούσε είτε διάβαζε κάποιο βιβλίο είτε έπαιζε πετώντας μπαλάκια στον αέρα.

Αυτή η ώρα είναι πάρα πολύ όμορφη, δε συμφωνείς; Ειδικά όταν είσαι στη θάλασσα. Ο ήλιος δεν σε καίει πια: έχει αρχίσει να παίρνει αυτό το πορτοκαλί χρώμα κι ο περισσότερος κόσμος την έχει ήδη κοπανίσει, οπότε κι εγώ απολάμβανα την άνεση του να κολυμπάω δυναμικά, χωρίς το φόβο να τρακάρω με κάποιον, αλλά και χωρίς τη φασαρία και το καυσαέριο με τα οποία κάποιοι συνάνθρωποί μας αγαπούν να συνοδεύουν την ψυχαγωγία ή τη φιγούρα τους.
Συνήθως, έκανα μερικά πενηντάρια πέρα-δώθε κι ύστερα έβγαινα και γυρνούσα κατευθείαν στο κάμπινγκ για ντους, μη θέλοντας να στήσω τη μητέρα σου που θα ξυπνούσε πεινασμένη. Υπήρχαν όμως και κάποιες φορές, που εκείνη με προλάβαινε και κατέβαινε να πιει τον καφέ της κάνοντας ένα δυο τσιγάρα πλάι στο κύμα (πηγή μόνιμης στεναχώριας για μένα, που την έβλεπα να μην μπορεί ν' αποστασιοποιηθεί απ' τις μικρές, ρουτινιέρικες εμμονές της και ν' απολαύσει καθαρό τον πλούσιο αέρα της θάλασσας). Στις περιπτώσεις αυτές, καθόμασταν οι δυο μας και -πέρα, στη γωνιά της- η νεαρή μας γειτόνισσα, μέχρι τη δύση του ήλιου που, όπως παρατήρησες, φαίνεται από εδώ υπέροχη.
Θυμάμαι πόση εντύπωση μας είχε κάνει η παρουσία αυτού του κοριτσιού, ολομόναχου και σχεδόν γυμνού, μες στην ερημιά εκείνης της ώρας. Εγώ σκεφτόμουν πόσο μόνη θα πρέπει να ένιωθε -τη μητέρα σου την απασχολούσε περισσότερο το αν είχε επίγνωση των πιθανών κινδύνων. Εκείνη μάλιστα (πολύ πιο κοινωνική από μένα, όπως πάντα) βρήκε κάποια στιγμή την ευκαιρία να της ανοίξει κουβέντα -στα αγγλικά, όπως μου είπε μετά, γιατί η κοπέλα ήταν από την Ιρλανδία ή κάτι τέτοιο. Τη ρώτησε μάλιστα πώς μπορεί και κάνει διακοπές μόνη της κι αν δεν φοβάται κι εκείνη της απάντησε ότι τσακώθηκαν με τη φίλη της, αλλά δεν θεώρησε πως ήταν αυτό λόγος για να χαλάσουν οι διακοπές της και ότι οι Έλληνες της φέρθηκαν πάντοτε άψογα, ότι αισθανόταν στη χώρα μας πολύ ασφαλής και διάφορα τέτοια περίεργα.

Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρα πολλή για τη συνήθειά μου να την παρατηρώ και για τις μικρές λεπτομέρειες που συνέθεταν την εδώ διαμονή της, υποθέτω ωστόσο ότι θα είναι καλύτερα να τα προσπεράσω και να φτάσω, όπως πεζά συνηθίζουμε να λέμε, "στο ψητό".
Ήταν μια μέρα που είχαμε γυρίσει στο κάμπινγκ νωρίς. Της Αφροδίτης της είχε έλθει περίοδος και ήθελε να μείνει στη σκηνή να ξεκουραστεί, οπότε κατέβηκα στην εδώ παραλία νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως.
Δεν είδα τη γειτόνισσα, αν και τα πράγματά της ήταν στη γνωστή θέση, και σκέφτηκα ότι θα είναι κάπου στο νερό χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία. Άφησα λοιπόν κι εγώ τα πράγματά μου και βούτηξα. Όπως ξέρεις, μ' αρέσει να καλύπτω μεγάλες αποστάσεις κολυμπώντας και, τώρα που είχα χρόνο, αποφάσισα να εξερευνήσω την πλευρά πίσω απ' τα μεγάλα βράχια. Έτσι ανακάλυψα τη μικρή, "κρυφή" βοτσαλωτή παραλία που σου έλεγα το πρωί και, μαζί μ' αυτήν, ανακάλυψα πού βρισκόταν η μυστηριώδης γειτόνισσα. Μόνο που δεν ήταν μόνη της.
Δεν θα σου πω τι έκανε εκεί, παρέα με δύο άντρες. Θα σου πω μόνο ότι οι φωνές της ακούγονταν να έρχονται απευθείας απ' τον παράδεισο και -σε αντίθεση με τους αλλοδαπούς παρτενέρ της- μπορούσα να καταλάβω κάθε της λέξη, κάθε καυτή αισχρότητα που ξεστόμιζε, μιας που ήταν σε άπταιστην Ελληνική.
Κι ούτε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η χειρονομία που επαναλαμβανόμενα έκανε μέσα στη μέθη της ηδονής της απευθυνόταν σε μένα -όταν κατάλαβα ότι με είχε δει και με προσκαλούσε να πάρω μέρος στη χαρά της.

Έμεινα άναυδος, απίστευτα σοκαρισμένος, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και το μυαλό μου στη μητέρα σου που περίμενε ξαπλωμένη την επιστροφή μου. Ύστερα σαν σκηνή σε αργή κίνηση, χωρίς ήχο, την είδα να σταματά τους δύο άντρες που δεν με είχανε ακόμα αντιληφθεί και να φωνάζει προς εμένα που τους κοιτούσα
παγωμένος κάτι σαν "έλα, μη φοβάσαι", με μια κίνηση σαν να μου έδειχνε το σώμα της και σαν να μου πρότεινε, ταυτόχρονα, ένα δώρο... Κι εγώ, ανήμπορος να αρθρώσω λέξη, διέτρεχα με το βλέμμα κείνο το υπέροχα λαχταριστό κορμί, από την ήβη στο στήθος κι από εκεί στο στόμα της όπου χάραζε το πιο γλυκό, το πιο ανεπιτήδευτο χαμόγελο που έχω ποτέ αντικρίσει Και είχε μια τέτοια ευγένεια και χάρη και αγνότητα αυτό το χαμόγελο, που μέχρι σήμερα ακόμα με καίει η ενοχή της χωρίς λόγια φυγής μου.

Γύρισα πίσω σαν υπνωτισμένος, ένα ανδρείκελο. Όταν ηρέμησα, σκέφτηκα ότι η αντίδρασή μου ήταν παρανοϊκή, ότι η κοπέλα είχε δικαίωμα να διασκεδάζει όπως της αρέσει κι ότι η πρόσκλησή της δεν είχε τίποτα το εξευτελιστικό, παρά μάλλον κολακευτική θα έπρεπε να τη θεωρήσω, ακόμα κι αν υπαγορευόταν από την αμηχανία της στιγμής. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να της μιλήσω, να της εξηγήσω ότι δεν τρέχει τίποτα και πως δεν ήθελα να φανώ αγενής, ή ίσως να μην της πω παρά μια απλή "καλημέρα" συνοδευμένη απ' το σωστό χαμόγελο, μα δεν μου έδωσε την ευκαιρία. Την άλλη μέρα, όταν ξυπνήσαμε είχε ήδη φύγει.
Από την ώρα εκείνη, όλα στράβωσαν. Η διάθεσή μου χάλασε, οι διακοπές μου χάλασαν -για κάποιο λόγο αυτή η ιστορία μου είχε κοστίσει υπερβολικά πολύ, αν σκεφτείς μάλιστα πως επρόκειτο για κάποια στην οποία δεν είχα μιλήσει κι ούτε καν ήξερα τ' όνομά της. Και που -έτσι έλεγα- δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ.
Σ' αυτό όμως έκανα λάθος. Πριν περάσει ένας χρόνος θα την ξανάβλεπα. Και θα της μιλούσα. Και θα μάθαινα το όνομά της. Και θα 'σουν εκεί, μάρτυρας, με τα μεγάλα διψασμένα μάτια
σου.
Και θ' άρχιζε μια μεγάλη ιστορία. Έχεις υπομονή;