16 Αυγ 2009

διαφορετική, πολύ διαφορετική


(συνέχεια απ' τα δύο προηγούμενα ποστ)

Λοιπόν, δεν ξέρω αν συμφωνείς, νομίζω πως δεν υπάρχει πιο χαλαρωτικό πράγμα απ' τα καλοκαιρινά βραδάκια σαν αυτό, σ' ένα ταβερνάκι πλάι στο κύμα. Πολύ φοβάμαι ότι ανήκω κι εγώ στη μεγάλη κατηγορία των ανθρώπων που συνδέουν τις όμορφες στιγμές με τις γευστικές απολαύσεις κι ένα από τα πράγματα για τα οποία ευγνωμονώ την Τέσι είναι που με έκανε να το συνειδητοποιήσω και -σε κάποιο βαθμό- να το πολεμήσω.
Αλλά εδώ, τώρα, έχοντας επί το πλείστον ολοκληρώσει το λιτό μας δείπνο, παρέα μ' ένα μισόκιλο απ' το κεχριμπαρένιο δώρο του Βάκχου, μπορώ να ξαναπιάσω το νήμα της ιστορίας μου από εκεί που το είχα αφήσει: ένα καλοκαίρι του δύο χιλιάδες τόσο, κάπου στις νότιες γειτονιές της Αθήνας και μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτα ερωτική, παρά την ύπαρξη του βρέφους που ήσουν, το οποίο σε κάθε άλλη περίπτωση θα μονοπωλούσε όλο το ενδιαφέρον μας.

Πέρασε κανένας μήνας. Η Τέσι προσπαθούσε να βρει δουλειά μακριά από μπαρ και τα συναφή που φοβόταν μην την ξαναφέρουν σε επαφή με κυκλώματα τα οποία προτιμούσε να αποφύγει. Τη συστήσαμε σε κάποιους ανθρώπους που χρειάζονταν μπέιμπυ-σίτερ για τον Ιούλιο, με προοπτική ανανέωσης από Σεπτέμβρη. Κάποια βράδια, όταν δεν την χρειαζόμασταν εμείς ή στο άλλο σπίτι- έβγαινε, πού πήγαινε δεν ξέρω. Και το λέω αυτό γιατί, απ' όσο καταλάβαινα, δεν είχε φίλους ή κάποια σχέση. Ίσως της είχε προκύψει κάτι ή -το πιθανότερο- επρόκειτο για σχέσεις της μιας βραδιάς.
Τα πρωινά του Σαββάτου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε οι τέσσερίς μας στη θάλασσα, κάπου μετά την Ανάβυσσο. Εσένα σ' έπαιρνα αγκαλιά και μπαίναμε μαζί στο νερό και φαινόσουν τόσο ευχαριστημένος σαν να βρίσκεσαι πραγματικά στο στοιχείο σου.
Η Τέσι ήταν πολύ τυπική -και πάρα πολύ όμορφη!- με το παλιό ασπρόμαυρο μπικίνι της Αφροδίτης. Της το είχε δανείσει μαζί με κάποια σορτς και μπλουζάκια μέχρι να πάρει το πρώτο της βδομαδιάτικο και να μπορέσει να αγοράσει η ίδια μερικά χρειαζούμενα. Καθότι, όπως κατάλαβες, η μικρή μας φίλη είχε έλθει σπίτι μας κυριολεκτικά με το βρακί που φορούσε.
Μετά τη θάλασσα, πηγαίναμε σ' ένα ταβερνάκι εκεί κοντά και τρώγαμε χοιρινές μπριζόλες και καλαμαράκια τηγανητά, ενώ η Τέσι παράγγελνε μελιτζάνες, κολοκυθάκια, πατάτες και σαλάτα ή χόρτα. Έλεγε ότι δεν συμπαθεί το κρέας κι ότι το τρώει πολύ σπάνια, εγώ όμως νομίζω ότι δεν έτρωγε ποτέ. Απλώς δεν ήθελε την ετικέτα του χορτοφάγου. Εξάλλου, όποτε είχε τύχει να μαγειρέψει στο σπίτι, έφτιαχνε πάντα -νοστιμότατα!- ζυμαρικά με κόκκινη σάλτσα ή σάλτσα μανιταριών, στα οποία η ίδια δεν έβαζε καθόλου τυρί, παρά μόνο τα πλάκωνε στο πιπέρι.
Μετά από κείνη την κουβέντα μας που σου προανέφερα, η σχέση μου μαζί της είχε περάσει σε μια φάση τρυφερής συνενοχής εξ αποστάσεως. Τα δυο κορίτσια φαίνονταν να έχουν έλθει πιο κοντά και συχνά τις έπιανα να σιγομιλούν, σταματώντας όταν εγώ πλησίαζα. Τι συζητούσαν; Η Αφροδίτη δεν έλεγε τίποτα, η δε Τέσι μου έκλεινε καμιά φορά πονηρά το μάτι ή μου έβγαζε πειραχτικά τη γλώσσα.
Μια φορά, εκεί που κολυμπούσαμε μου πέταξε:
«Βελτιώνεστε, υπάρχουν όμως ακόμα πολλά περιθώρια.»
«Τι περιθώρια; Για τι πράγμα μιλάς;»
«Για τον καιρό.» Και βγάζοντάς μου τη γλώσσα απομακρύνθηκε.

Είχα βέβαια κάποια υποψία για το τι εννοούσε. Η Αφροδίτη, η οποία στο κρεβάτι -παρ' ότι συναισθηματικά θερμή- θύμιζε θηλυκή θεότητα της Ανατολής, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, είχε σε μικρό σχετικά διάστημα εξελιχθεί σε μια δυναμική ερωτική σύντροφο με φαντασία και διάθεση για πρωτοβουλίες. Τώρα, αυτό δεν είναι ακριβώς το είδος της συζήτησης που κάνεις με το γιο σου, αλλά για να πάρεις μια ιδέα σου λέω ότι παλιότερα η μητέρα σου δεν συμπαθούσε καθόλου το στοματικό σεξ και το θεωρούσε ως ένα είδος παραχώρησης για εξαιρετικές περιπτώσεις. Απ' τον καιρό που έμπλεξε με την Τέσι, όμως, λες και τη μεθούσε η γεύση του πέους μου δεν ξεκολούσε από πάνω του. Είχα τόσο πολύ εντυπωσιαστεί κι ωστόσο δεν τολμούσα να πω τίποτα από φόβο μη χαλάσω τα ...μάγια.
Εννοείται ότι η "μικρή" είχε αρχίσει να παίρνει στα μάτια μου μυθικές διαστάσεις. Κι ενώ στις αρχές την έβλεπα με διάθεση προστατευτική, αδελφική θα έλεγα, τώρα έπιανα τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλο και περισσότερο σαν κομμάτι δικό του, αναπόσπαστο, και με διάθεση, κάποιες φορές, βασανιστικά ερωτική.

Μια μέρα, τις βρήκα στο κρεβάτι με τα εσώρουχα, τη δικιά μου από κάτω και την Τέσι καθισμένη πάνω της.
«Τι γίνεται κορίτσια, ξεσαλώνουμε;»
«Η Τέσι μου κάνει ρεφλεξολογία. Έλα να δεις, είναι φοβερή! Μπες καλέ, τι ντρέπεσαι;»
«Δεν ντρέπομαι. Κάνω επίδειξη τακτ.»
«Σε ποιον, σε μένα ή στην Τέσι που την έβλεπες κάθε μέρα τσίτσιδη;»
«Άλλο η παραλία κι άλλο η κρεβατοκάμαρα.»

Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η άνεση της μητέρας σου. Εντάξει δεν είναι πουριτανή, αλλά ως γυναίκα (και δη αρκετά πονηρή και φιλύποπτη, όπως είναι σε άλλα η Αφροδίτη) θα περίμενα να συντηρεί κάποια εθιμοτυπικά ταμπού για λόγους ασφαλείας, ειδικά με μια περπατημένη πιτσιρίκα σαν την Τέσι. «Μωρέ», σκέφτηκα, «λες να γουστάρει;» Αυτή ήταν μια πιθανότητα που την είχα απωθήσει ως κάτι απολύτως εξωφρενικό και ανήκον αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας. Απ' την άλλη, οι αλλαγές που βίωνα ήταν τόσο έντονες και η προοπτική τόσο δελεαστική που στην πρώτη ευκαιρία της το 'ριξα.
«Μωρό μου;»
«Τι;»
«Πώς σου φαίνεται η Τέσι;»
«Τι ερώτηση είναι πάλι αυτή; Πώς σου 'ρθε;»
«Έτσι μου 'ρθε. Από περιέργεια.»
«Περιέργεια; Με το πουλί σου μέσα μου; Περίεργο, πράγματι!»
«Εννοώ...ορίστε, αν τη γουστάρεις. Αν θα γούσταρες να είναι τώρα εδώ μαζί μας.»

Έχω να σου πω ένα πράγμα. Αν σκεφτείς ποτέ ν' ανοίξεις τέτοιου είδους διερευνητική συζήτηση με τη δικιά σου, μην το κάνεις στο κρεβάτι. Ή, τουλάχιστον, καν' το αφού τελειώσεις. Διαφορετικά, κινδυνεύεις να μείνεις με το απαυτό στο χέρι.

«Αα... Έτσι πες μου! Βρωμιάρη! Αυτά έχεις στο μυαλό σου;»
«Γλυκιά μου...»
Η γλυκιά μου βρισκόταν ήδη στην άλλη άκρη του κρεβατιού παλεύοντας με το σεντόνι.
«Μακριά μου! Ξετσίπωτε, βρωμιάρη, αυτό βρε είναι μωρό!»
«Αφροδίτη, σύνελθε. Μωρό είναι αυτό, όχι η Τέσι.» Και της έδειξα εσένα που κοιμόσουν μακαρίως μες στα τούλια της κουνουπιέρας. Μέγα λάθος, φυσικά.
«Έλα ρε μεγάλε πατέρα! Είναι μωρό, ε; Το πρόσεξες! Και δε μου λες... τώρα αυτό κοιμάται, έτσι; Μας παίρνει να στήσουμε ένα οργιάκι εδώ δίπλα του. Μια παρτουζίτσα.»
«Αφροδίτη...Μανάρι μου...Σοβαρά έχεις τσαντιστεί ή παίζεις τώρα;»
Γιατί είναι και παιχνιδιάρα, πανάθεμά την.
«Κατ' αρχάς, ποιος είπε για όργιο; Και μάλιστα δίπλα στο μωρό; Γιατί υπερβάλεις; Εντάξει, μπορεί εγώ να παρεξήγησα...λάθος μου, ξέχασέ το.»
«Να το ξεχάσω; Τι λες μωρέ; Και τι εννοείς ότι "παρεξήγησες", τι παρεξήγησες δηλαδή; Όχι, θέλω να μου πεις!»

Τι να πω; Μπορούσα να πω κάτι χωρίς να τα κάνω χειρότερα; Τσουνγκσβανγκ, που λένε στο σκάκι. Όλες οι κινήσεις χάνουν -ο μόνος τρόπος να μη χάσεις είναι να κάτσεις στ' αυγά σου και να μην κάνεις τίποτα, μόνο που αυτό δεν γίνεται. Χρειαζόμουν επειγόντως έναν αντιπερισπασμό. Κοιτούσα προς τη μεριά σου με ελπίδα, αλλά εσύ χώνευες το γαλατάκι σου ήσυχα-ήσυχα αδιαφορώντας για τον καυγά δίπλα σου.
Πάνω στην ώρα, ανάβει ένα φως κι ακούγεται η πόρτα της τουαλέτας. Το πουτανάκι μου, η Τέσι, έχοντας ασφαλώς ακούσει τα πάντα, προσπαθεί να μου δώσει λίγο χρόνο. Αμ δε! Η μουρμούρα συνεχίζεται, αλλά στο ψιθυριστό.
«Γιώργο... η πόρτα είναι ανοιχτή! Δεν πιστεύω να μας άκουσε;»
«Μπα...»
«Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα;»
«Ξέρω γω... Προφανώς δεν την κλείσαμε.»
«Αν δεν την είχαμε κλείσει, θα 'ταν εντελώς ανοιχτή. Αυτή είναι μισάνοιχτη.»
«Τι θέλεις να σου πω τώρα; Δεν θα την έκλεισα καλά. Είναι κι αυτό έγκλημα;»
«Όχι, αλλά είναι περίεργο. Κι όταν μαζεύονται πολλά περίεργα...»

Σιωπή. Ωραίο πράγμα. Ειδικά τη νύχτα, ξέρεις, όταν έχεις πάρει απόφαση ότι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι ο ύπνος. Μόνο που αυτού του είδους η σιωπή συνήθως δεν κρατάει πολύ.
«Έχει παιχτεί κάτι;»
«Τι εννοείς;»
Έκανα το βλάκα.
«Με σας τους δυο...πίσω απ' την πλάτη μου. Κάτι έχει γίνει.»

Όπως σου είπα, φιλύποπτη. Πιο σωστά: υποψιασμένη. Ο τυπικός κάτοικος αυτής της χώρας. Αυτής της εποχής. Δεν-είμαι-εγώ-μαλάκας. Δεν-πιάνομαι-κορόιδο-εγώ. Τι πράγμα; Μέσα μου; Τι σημασία έχει τι γίνεται μέσα μου; Σημασία έχει το γύρω μου. Καταλαβαίνω-τι-γίνεται-γύρω-μου.

«Δεν έχει γίνει τίποτα πίσω απ' την πλάτη σου. Απλά, σας είδα το απόγευμα τόσο χαλαρές και άνετες μαζί που...δεν ξέρω...δεν το βρίσκω κακό.»
«Ούτε εγώ το βρίσκω κακό. Αρρωστημένο το βρίσκω. Και τυπικά ανδρικό. Ο πασάς με το χαρέμι του. Αν σου 'λεγα γω να με μοιραστείς με κάποιον άλλο;...Θα σου φαινόταν το ίδιο;»
«Δεν ξέρω...εξαρτάται...»
Γιατί στριμώχτηκα; Αφού ήμουν σίγουρος πως έχω δίκιο, τι ήταν αυτό που με μπλοκάριζε; Η Αφροδίτη μ' έναν άλλον άντρα; Ήταν μια αρκετά συνηθισμένη μου φαντασίωση. Αλλά όχι με τη συμμετοχή τη δική μου.
«Ξέρεις, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Τα αγοράκια έχουν να ξεπεράσουν αναστολές διαφορετικής φύσης, αταβιστικής -όχι απλά κοινωνικής. Δεν είναι εύκολη η τρυφερότητα μεταξύ τους.»

Το πήγα μακριά, έτσι;

«Α, μάλιστα! Τώρα κατάλαβα! Ενώ, βεβαίως, δυο απελευθερωμένες γυναίκες μπορούν άνετα να χαϊδολογιούνται μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο;»
«Όχι.»
«Τι όχι; Αφού αυτό εννοείς.»
«Δεν εννοώ τίποτα. Απλά σε ρώτησα. Μ' ενδιαφέρει να ξέρω πώς το βλέπεις. Και πώς το νιώθεις.»
«Πας να ξεφύγεις.»
«Καθόλου. Αλλά παραδέχομαι ότι ήταν λάθος μου. Η επιλογή της στιγμής.»
«Λάθος, ξελάθος, ευκαιρία να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Δεν είμαι κυνηγός εμπειριών, εντάξει; Το πήδημα μαζί σου το 'χω ανάγκη και μ' αρέσει. Όλα τ' άλλα τα βρίσκω παρακμιακά. Σαν να έχω ένα ωραίο στρωμένο τραπέζι με τ' αγαπημένα μου φαγητά κι εγώ να το κοιτάω και ν' αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν είχα χαβιάρι και γαλλική σαμπάνια. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Μια χαρά. Αν όμως βρεθείς κάπου και σου προσφέρουν χαβιάρι και σαμπάνια; Το να είμαι ανοιχτός σε μια εμπειρία, δεν σημαίνει ότι την κυνηγάω, όπως λες.»
Ήταν η σειρά μου να την βραχυκυκλώσω, με κίνδυνο να ξαναφουντώσει πάνω που 'χε ηρεμήσει λίγο. Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι πώς εξελίχθηκε η κουβέντα από κει και πέρα, ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, και που θυμάμαι πολύ καλά, είναι ότι την άλλη μέρα η Τέσι μας ανακοίνωσε την απόφασή της να πάει να δουλέψει σε κάποιο νησί τον Αύγουστο -νομίζω πως ήταν η Ίος- και δεδομένου ότι ήταν ήδη τέλος Ιουλίου, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.

Από τη στιγμή εκείνη, όλη η ζωή μου μπήκε σ' έναν παράξενο δρόμο, μοναχικό και μελαγχολικό, ένα είδος δεύτερης εφηβείας. Φοβόμουν τον αποχαιρετισμό, ότι θα είναι πολύ δύσκολος -κι ωστόσο ήταν πάρα πολύ απλός, έτσι όπως ήταν τα πάντα μαζί της.
«Πάρε αυτό» -είπε δίνοντάς μου ένα δισκάκι- «για να με θυμάσαι και για να με σκέφτεσαι κάποιες στιγμές. Εσύ θα κρίνεις αν... θέλω να πω, δεν με πειράζει να το δει και η Αφροδίτη, αλλά μάλλον δεν θα το συνιστούσα.» Χαμογέλασε. «Δεν λέω αντίο.»
Πλησίασε απότομα και με φίλησε. Στην άκρη των χειλιών. Ένα φιλί "δεν-ζητάω-τίποτα". Ένα φιλί "θέλω-τα-πάντα".
«Είναι αυτό που... Η ταινία σου;»
«Ναι, η ...ταινία μου.» Με είδε που την κοιτούσα, αλλά όχι έκπληκτος. Αμήχανος και συγκινημένος. «Ξέρω. Είμαι απίστευτη.»
«Είσαι απλά διαφορετική. Απ' όλες όσες ξέρω. Και μ' αρέσεις έτσι...» Δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Ίσως θα 'πρεπε να μετοικήσω στην Ιρλανδία.»
«Δεν έχει καμία σχέση η Ιρλανδία. Η μάνα μου ήταν λάτρης του ελληνικού πνεύματος, μου διάβαζε το Συμπόσιο... Ακόμα και τ' όνομά μου...»
«Τ' όνομά σου είναι Ιρλανδικό.»
«Όχι, δεν είναι. Είναι ελληνικό. Ίσως το μάθεις κάποτε... Όταν γίνω διάσημη.» Γέλασε. Στο πρόσωπό της κρεμασμένη μια μπουγάδα ασπρόρουχα. Μαζί με τη λιακάδα.
«Ή όταν ξαναβρεθούμε.»
Ύστερα έφυγε.

Τι πράγμα; Ε, ναι, την ξαναείδα... Και τ' όνομά της, το έμαθα, δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα... Και ήταν πράγματι διάσημη, αν και όχι με τον τρόπο που θα 'θελε. Είναι όμως αργά και αυτά ανήκουν σε άλλο κεφάλαιο. Μεγάλο κεφάλαιο... μεγάλο και διαφορετικό.
Κι αύριο μέρα είναι.