4 Απρ 2011

το κορίτσι στο πίσω τραπέζι

(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)


“Πώς άδεια δηλαδή;”

Άλλαξε ταχύτητα κι έστριψε δεξιά στην Αμαλίας. Είχαμε κατέβει στο κέντρο μ' ένα αμάξι και τώρα, από τη θέση του συνοδηγού, ξενερωμένος, του περιέγραφα τα καθέκαστα.

“Άδεια, σου λέω! Ούτε γυναίκα, ούτε τίποτα. Κανείς! Καθόμουν και κοίταζα σαν ηλίθιος μέχρι που μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα. Άκουσα το κλειδί να γυρίζει κι ύστερα το χερούλι κατέβηκε, σα να 'χε κρεμάσει πάνω του το παλτό της. Για να μη λερωθεί περισσότερο, ίσως. Ή για να καλύψει την κλειδαρότρυπα...”
“Αυτά που μου λες δεν στέκουν. Τύφλα έγινες ρε μαλάκα με μισό μπουκάλι κρασί;”
“Έτσι σκέφτηκα κι εγώ και, ασφαλώς, το ίδιο θα σκέφτηκε κι εκείνη. Τι να σου πω, ρε Γιάννη, δεν μου' χει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Στεκόμουν έξω απ' την τουαλέτα σα μαλάκας προσπαθώντας να συγκεντρώσω το μυαλό μου. Περίμενε, έλεγα, συγκεντρώσου και σκέψου! Πού μπορεί να πήγε;
“Γι' αυτό σε περίμενα κι εγώ κι έλεγα πως έπεσες μέσα στην τρύπα;”
“Γι' αυτό. Και γιατί μέχρι να βγει η άλλη να κάνω αυτοψία του χώρου, ξημέρωσε. Όταν με είδε πάλι μπροστά της δεν το πίστευε. “Ακόμα εδώ;” με ρωτάει. “Λιποθύμησε και κανείς άλλος;” Με δούλευε κανονικά.”
“Πολύ ψύχραιμη τη βρίσκω. Δε φοβήθηκε;”
“Τι να φοβηθεί; Δίπλα μου περίμενε να μπει μια γυναίκα που έμεινε άναυδη όταν με είδε να της παίρνω τη σειρά. “Με συγχωρείτε”, είπα, “θέλω μόνο να δω κάτι”. Κατάλαβα ότι η άλλη της έκανε νόημα πως είμαι τύφλα.”
“Και λοιπόν;”
“Λοιπόν, τίποτα. Όπως σου είπα. Κανείς. Ούτε παράθυρο δεν υπήρχε. Μου είχε περάσει η ιδέα μήπως μου κάνανε φάρσα κι είχε κρυφτεί πίσω από την πόρτα. Τρίχες. Ζήτησα συγγνώμη απ' τη γυναίκα που περίμενε και αποχώρησα δόξη και τιμή.”

Σώπασα, νιώθοντας ξαφνικά κενός. Έξω γινότανε το έλα να δεις απ' το μποτιλιάρισμα. Νόμιζες ότι βρισκόσουν μεσημέρι στην Πανεπιστημίου.
“Αυτά τα έργα δεν θα τελειώσουνε ποτέ;” ρώτησα, έτσι για να πω κάτι. Έδειξα προς το συγκρότημα του Mall: “φτιάξανε κι αυτή τη μαλακία εδώ πέρα κι ήρθε κι έδεσε το γλυκό.”
“Τι να σου πω, ρε φίλε. Ή σε πειράξαν τα ληγμένα που παίρνεις ή κάποιος σου έκανε χοντρή πλάκα εκεί μέσα. Είσαι σίγουρος πως η φωνή ακουγόταν απ' τη διπλανή τουαλέτα;”
“Φυσικά, ακριβώς δίπλα μου.”
“Και ήταν, είπες, μεγάλης γυναίκας;”
“Έτσι ακουγόταν. Είχε μια τραχιά χροιά πολύ ιδιαίτερη. Και...”
“Και;”
“Σαν κάτι να μου θύμιζε.”
“Κάποια γνωστή; Ή μήπως κάποια που άκουσες να μιλάει απόψε;”
“Μακάρι να 'ξερα”, είπα αφού έκανα μια φιλότιμη προσπάθεια να θυμηθώ. Έξω, το πανηγύρι είχε τελειώσει και πλησιάζαμε ολοταχώς στο σπίτι που έμενα τότε. “Αισθάνομαι ότι είναι κάτι που ξέρω καλά και που, αν το θυμηθώ το μυστήριο θα λυθεί.”
“Πρέπει να το συζητήσουμε κάποια στιγμή με ηρεμία”, είπε ο Γιάννης παρκάροντας πρόχειρα. “Τώρα δεν είμαστε για δύσκολους πολλαπλασιασμούς. Περιμένει κι η Κωνσταντίνα να την πάρω τηλέφωνο.” Η Κωνσταντίνα ήταν αναπληρώτρια στην Αμοργό. “Θα μου φέρεις το βιβλίο;”
“Σ' ένα λεπτό”, είπα βγαίνοντας στον παγωμένο αέρα.

Πέρασαν δεκαπέντε μέρες. Εγώ, μπλεγμένος με κάτι κληρονομικά, συμβολαιογράφους, εκκρεμότητες της εφορίας και τέτοια, είχα ξεχάσει εντελώς την παράξενη αυτή ιστορία. Κυριακή πρωί με ξύπνησε το τηλέφωνο.
“Στον ύπνο σου μ' έβλεπες;”
“Περίπου. Τι ώρα είναι;”
“Ούτε δώδεκα!”
“Κερνάς καφέ;”
“Τι άλλες επιλογές έχω;”
“Να κεράσεις καφέ.”
“Προτιμώ να κεράσω καφέ. Μην αργήσεις.”
Εννοείται, με ξύπνησε το κουδούνι.

“Τ' ειν' αυτό;”
“Το βιβλίο σου, το ξέχασες; Το κίτρινο δωμάτιο. Γι' αυτό έγιναν όλα.”
“Ποια όλα.”
“Ούτε κι αυτά τα θυμάσαι; Καλά, τι τρως ρε μαλάκα;”
“Τρελή αγελάδα. Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;”
“Καφέ θα πιούμε; Γιατί εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου.”
Φτιάχναμε τους καφέδες και μου τα 'λεγε.
“Το περασμένο σαββατοκύριακο ήταν η Κωνσταντίνα εδώ. Μέχρι χθές είχα διαβάσει μόνο ένα κεφάλαιο. Διάβαζα όλη νύχτα για να το τελειώσω.”
“Κόλλησες, ε;”
“Μάλλον ξεκόλλησα.”
“Τι εννοείς;”
“Πόσος καιρός πάει;”
“Που το διάβασα; Χρόνια.”
“Γι' αυτό. Η εξήγηση που ψάχναμε ήταν μέσα.”
“Ποια εξήγηση;”
“Για το πώς εξαφανίζεται κάποιος χωρίς να εξαφανιστεί.”
“...Λες για τη φάση στο...; Αν σου πω ότι την είχα ξεχάσει;”
“Δεν με εκπλήσσεις.”
Μου έδειξε το δοχείο της καφετιέρας που γέμιζε με καθαρό νερό.
“Γαμώτο. Δεν έβαλα καφέ.”
“Είσαι χειρότερος από μένα. Σε παραδέχομαι.”

“Λοιπόν; Για ρίχ'το”, είπα πίνοντας την πρώτη γουλιά.
“Να τα πάρουμε απ' την αρχή”, είπε κοιτάζοντάς με πονηρά.
“Κατάλαβα. Εγώ θα κάνω το μαλάκα το γιατρό.”
“Δεν σε παραξένεψε η ομοιότητα ανάμεσα στο δικό σου περιστατικό και στα μυστήρια κλειστών δωματίων που λίγο νωρίτερα εκείνο το βράδυ μου ανέπτυσσες;”
“Να σου πω, δεν το πολυσκέφτηκα...”
Ήπιε δυο γουλιές καφέ. Στο κενό ανάμεσα, άκουγα τα γένια μου να μεγαλώνουν.
“Εντάξει, εγώ Γουάτσον. Να σου φέρω την πίπα σου ή να σου πάρω μία;”
Με κοίταξε με απορία.
“Αστειεύεσαι έτσι; Το ήξερες ότι υπάρχει μια θεωρία για τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία μεταξύ...”
“Γιάννη, χέσε με! Πες μου τι σκέφτηκες.”
“Εντάξει, άκου: δυο γεγονότα που μοιάζουν με υπερβολική σύμπτωση, λογικά θα πρέπει κάπως να συνδέονται, συμφωνείς;”
“Συμφωνώ.”
“Και όταν λέμε συνδέονται;”
Σκέφτηκα λίγο.
“Το ένα προκάλεσε το άλλο.”
“Σωστός ο νέος. Και πώς μπορεί να έγινε αυτό στην περίπτωσή μας;”
“Εννοείς ότι... κάποιος...” Τον κοιτούσα εμβρόντητος.
“Το είδες επιτέλους;”
“Είσαι πολύ πούστης.”
“Άντε πάλι. Τι σ' έχει πιάσει με...”
“Γι' αυτό μωρή κουφάλα πήγες στην τουαλέτα;”
“Ποια τουαλέτα;”
“Ακριβώς πριν από μένα. Είχες πάει εσύ.”
“Ε, και; ...Δεν πιστεύω να νομίζεις...”
“Ότι εσύ τα έστησες όλα. Κι απ' όσο σε ξέρω...”
“Κάνεις λάθος.” Φαινόταν να διασκεδάζει ειλικρινά με τις υποψίες μου. “Σε βεβαιώνω τίμια και κατηγορηματικά ότι δεν είμαι ελέφαντας.”
Κώλωσα.
“Σε πιστεύω. Αλλά τότε, θα πρέπει να υπήρχε κάποιος άλλος που άκουσε την κουβέντα μας και...”
“Αλληλούια!”
“...κάποιος με σατανικό μυαλό...”
“Πες γυναικείο. Μεταξύ μας είμαστε.”
“...κάποιος που καθόταν σε κοντινό τραπέζι ώστε να μπορεί να μας ακούει...”
“Πιο κοντινό δεν γίνεται.”
“...κάποιος, τέλος πάντων, αρκετά διεστραμμένος ώστε να στήνει κακόγουστες φάρσες σε αγνώστους στα καλά καθούμενα.”
“Το γάμησες.”
“Τι το γάμησα; Κίνητρο, Χολμς, κίνητρο!”
“Το κίνητρο θα το συζητήσουμε στο τέλος. Πάμε καλύτερα πρώτα να χαράξουμε τον κύκλο της σκέψης μας.”
“Επίτρεψέ μου.”
“Γιατί σηκώνεσαι;”
“Για να υποκλιθώ.”
“Κοφ' τις μαλακίες.” Ξαφνικά ζωήρεψε. “Είναι μια γυναίκα στην τουαλέτα, δίπλα σου. Μετά από δυο λεπτά ανοίγεις και δεν τη βρίσκεις μέσα. Τι συμπεραίνεις;”
“Ότι κάπως βγήκε.”
“Τι θα πει κάπως; Από πού;”
“Μακάρι να 'ξερα.”
“Τι “μακάρι να 'ξερα”, ρε μαλάκα; Είπαμε, αποκλείουμε το αδύνατο.”
“Εντάξει, απ' την πόρτα.”
“Θαυμάσια. Και πού πήγε μετά;”
“Δεν ξέρω. Εξαϋλώθηκε;”
Καθότανε και με κοίταζε. Τον κοίταζα κι εγώ. Δεν εννοούσε...;
“Δεν εννοείς...;”
Χαμογέλασε.
“Τι πάγκαλος που ήμουν!” ξέσπασα.
“Ακριβώς! Μια γυναίκα βγαίνει, μία μπαίνει. Πόσες χωράνε στον κύκλο μας;”
“Μόνο μία! Πώς δεν το είδα νωρίτερα;”
“Αυτό αναρωτιόνται οι απανταχού αναγνώστες ιστοριών μυστηρίου. Θυμάσαι τι μου έλεγες εκείνο το βράδυ; Τα πάντα βασίζονται σε μια καλοπροαίρετη απάτη βασισμένη στην ευπιστία του εξαπατούμενου. Δεν το είδες γιατί πίστεψες ότι η πόρτα της δεν άνοιγε και γιατί “έβλεπες” δυο γυναίκες, μια νέα και μια μεσόκοπη. Και γιατί “είδες” τη μια από τις δύο να μπαίνει...”
“Ήμουν σίγουρος ότι έμπαινε.”
“Ήταν πολύ πονηρή. Χτύπησε βγαίνοντας την πόρτα της καμπίνας για να πιστέψεις ότι έπεσε πάνω, την κλείδωσε κι ύστερα έκανε ότι μιλά σε κάποιον απέξω. Ίσως είπε “περίμενέ με” ή κάτι παρόμοιο για να νομίσεις ότι μπαίνει, ενώ ήταν μέσα και απλώς άνοιγε την εξωτερική πόρτα.”
“Και πώς άνοιξε πάλι την καμπίνα;”
“Είπες ότι κρατούσε παλτό. Από κάτω θα είχε το κλειδί. Καθώς έκανε ότι σπρώχνει την πόρτα, την ξεκλείδωσε.”
“Μα η φωνή της...”
“Τόσο δύσκολο είναι ν' αλλάξει κάποιος τη φωνή του; Ειδικά αν πρόκειται για κάποια γνωστή φωνή που έχει μάθει να την μιμείται; Εσύ δεν κάνεις κάποιες φορές τον Αλαβάνο και τον Τράγκα;”
Τον κοίταζα αποσβολωμένος. “Σαπφώ Νοταρά”, ψέλλισα.

Έβλεπα τώρα την αλήθεια καθαρά, ξαναζούσα όλη τη σκηνή, βήμα-βήμα, όχι μέσα απ' τα μάτια του ανυποψίαστου, ζαλισμένου θαμώνα, αλλά μέσα απ' τα μάτια τα δικά της, τα μάτια του κοριτσιού που διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, ξέρει τους κώδικές τους (ίσως μάλιστα γνωρίζει καλά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα που αναφέρθηκε λίγο νωρίτερα από κάποιον πολυλογά διπλανό) και αποφασίζει να τους αντιγράψει για να... γιατί άραγε;

“Και ποιο είναι το κίνητρο για όλη αυτή την παράσταση; Είπες ότι θα το συζητούσαμε στο τέλος.”
“Εννοείς, σοβαρά, ότι δεν το βλέπεις;”
“Ειλικρινά, όχι.”
“Γιατί σε θέλει, ρε βλάκα. Ή, να πω καλύτερα, γιατί σε χρειάζεται.”
“Με χρειάζεται; Εμένα; Γιατί;”
“Για να τη βγάλεις απ' το κλειστό, ασφαλισμένο δωμάτιο. Εκεί όπου νιώθει φυλακισμένη.”
“Κάτσε... Θες να πεις...”
Ξαφνικά την είδα. Μόνη, κατάμονη.
“Στο διπλανό τραπέζι. Ήταν...”
“Ένα κορίτσι που οι φίλες του προσπαθούσαν να στείλουν σε κάποιο ραντεβού. Δεν μπορούσες να τη δεις γιατί καθόταν ακριβώς στην πλάτη σου.”
“Όταν σηκώθηκα, εκείνη έλειπε.”
“Είχε ακούσει να λες ότι θα πας στην τουαλέτα μόλις γυρίσω και κατέστρωσε αστραπιαία το σχέδιό της.”
Τα μάτια μου θα πρέπει να γυάλιζαν άγρια όταν είπα: “Γιάννη, νομίζω βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου.”
“Και τον κουμπάρο σου, επίσης. Αν και δεν τη βρήκες ακριβώς. Αλλά θέλει να τη βρεις, αυτό είναι σίγουρο.”
“Τι λες να κάνω;”
“Τι θα κάνανε ο Χολμς, ο Ρουλεταμπίλ, ο Ηρακλής Πουαρώ;”
Ήξερα, γαμώτο μου, ήξερα.
“Θα δημοσίευαν μια αγγελία.”

Σηκώθηκε.
“Λοιπόν, δεν με χρειάζεσαι πλέον”, είπε.
Μόλις έφυγε κάθισα στον υπολογιστή. Άνοιξα τον blogger και πήγα new post.
Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας, άρχισα να γράφω.