3 Απρ 2011

το φάντασμα του Ρουλεταμπίλ


Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας. Εγώ με το πάθος του από καιρό μυημένου κι ο φίλος μου ο Γιάννης με την έξαψη του νεοφώτιστου. Καταλαβαίνετε, του οίνου βοηθούντος, πολύ σύντομα η συζήτηση εξελίχθηκε σε κανονική διάλεξη.

“Ρουλεταμπίλ!”
“Τι όνομα είναι αυτό;”
“Τ' όνομα ενός πιτσιρικά, εκκολαπτόμενου δημοσιογράφου, που κάνει ντεμπούτο στην αστυνομική φιλολογία με το περίφημο μυστήριο του κίτρινου δωματίου.”
Άφησα να μου ξεφύγει ένας αναστεναγμός νοσταλγίας για τις ωραίες εποχές που διάβαζα τέτοιου είδους βιβλία.

“Και πώς τον είπες το συγγραφέα;”
“Γκαστόν Λερού. Το φάντασμα της όπερας;”
“Αυτό δεν είναι αστυνομικό.”
“Καμία σχέση. Μάλλον ρομαντικό δράμα με γοτθικά στοιχεία, αλλά είναι του ίδιου.”
“Αυτό το κίτρινο δωμάτιο είναι καλό;”
Κλασσικό. Αρκεί να σου πω ότι η Κρίστι θεωρούσε τον Λερού δάσκαλό της και το κίτρινο δωμάτιο ένα απ' τα καλύτερα αστυνομικά όλων των εποχών. Η αναλυτική του μέθοδος πάει πολύ πέρα απ' το Χολμς -όσο για τον Ηρακλή Πουαρώ ουσιαστικά αντιγράφει το νεαρό Ρουλεταμπίλ και τον κύκλο της σκέψης του.”
“Κύκλο; Τι κύκλο;”

Άφησα μια καλά υπολογισμένη παύση πριν απαντήσω.
“Έναν κύκλο που χωρά μόνον ό,τι θεωρεί ο ήρωάς μας λογικό, με βάση το κίνητρο, την ευκαιρία και το ψυχολογικό προφίλ των εμπλεκομένων. Μέθοδος βασισμένη σε κάποιο βαθμό στην παλιά αρχή του θείου Σέρλοκ: απορρίπτουμε το αδύνατο -αυτό που μένει, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, μας οδηγεί στην αλήθεια. Μόνο που ο Κόναν Ντόυλ παραμένει δέσμιος της αισθησιοκρατίας, προσκολλημένος στις καινοτόμες επιστημονικές μεθόδους της εποχής: αποτυπώματα, χημικές αναλύσεις κλπ. Για τον Λερού ολ' αυτά είναι χρήσιμα αλλά δευτερεύοντα και πολλές φορές παραπλανητικά-αν με βγάζουν απ' τον κύκλο της σκέψης μου οφείλω να τα απορρίψω.”
Τεντώθηκα στην καρέκλα μου. Μήπως φώναζα περισσότερο απ' όσο έπρεπε; Η παρέα στο διπλανό τραπέζι φαινόταν απορροφημένη σε μια λογομαχία περί Καζαντζίδη, Νταλάρα και λαϊκών βάρδων. Πίσω μου, δυο γυναικείες φωνές προσπαθούσαν να πείσουν μια τρίτη να βγει κάποιο ραντεβού.

“Δηλαδή, ρε παιδί μου, τι είναι αυτός ο κύκλος; Δεν μπορείς να μου πεις ένα παράδειγμα;”
“Πάρε το κίτρινο δωμάτιο, είναι η κλασσική περίπτωση αυτού που -υποτίθεται- δεν μπορεί να συμβεί. Πόρτες και παράθυρα κλειστά... κι όμως, η ένοικος του δωματίου δέχεται επίθεση από κάποιον που, ανεξήγητο πώς, καταφέρνει να μπει και να βγει αφήνοντας τα πάντα ασφαλισμένα από μέσα.”
“Τι λες τώρα; Όπα, κάτσε... κρυφά περάσματα κι έτσι;”
“Όχι, τίποτα τέτοιο. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το έργο μοιάζει να έχει γραφτεί σαν απάντηση στον Πόε...”
“Τι σχέση έχει ο Πόε;”
“Δεν έχεις διαβάσει τα εγκλήματα της οδού Μοργκ;”
“Αυτό με το γορίλλα;”
“Αυτό. Θεωρείται το πρώτο αστυνομικό και, συγχρόνως, το πρώτο “μυστήριο ασφαλισμένου δωματίου”. Ο Λερού μοιάζει να θέλει ν' αποδείξει ότι το κόλπο, όσο τρελό κι αν ακούγεται, μπορεί να έχει μια απλή “καθημερινή” εξήγηση και όχι μαλλιοτραβηγμένα σενάρια και ιστορίες γι' αγρίους.”
“Μ' έφτιαξες τώρα. Μη μου λες τίποτ' άλλο...ή μάλλον, πες μου αν θυμάσαι τον εκδότη.”
“Αν θέλεις, περνώντας απ' το σπίτι μου σταματάς και το παίρνεις.”
“Έλα ρε! Θα με βάλεις στον πειρασμό τέτοια ώρα;”
“Αυτοί είναι ωραίοι πειρασμοί φίλε μου... Θα σου δώσω και το έγκλημα στη Μεσοποταμία να το διαβάσεις στο καπάκι.”
“Του ίδιου;”
“Όχι, είναι η απάντηση της Αγκάθα Κρίστι. Η συμβολή της στη φιλολογία του κλειστού δωματίου.”

Έριξα μια ματιά γύρω. Το μαγαζί ήταν σε φάση παρακμής -περασμένες δύο. Οι κοπέλες πίσω πλήρωναν για να φύγουν, ο τσακωμός για το Νταλάρα (ή τον Καζαντζίδη ή και τους δύο) καλά κρατούσε. Καθώς ήμουν στη φάση όπου η έξαψη συναγωνίζεται την κούραση, ρώτησα το φίλο μου αν θέλει να παραγγείλουμε άλλο ένα. Ένιωσα μια ενδόμυχη ανακούφιση όταν αρνήθηκε.

“Μου έχεις εξάψει την περιέργεια και θέλω να ξεκινήσω αυτό το βιβλίο με το δωμάτιο. Εξάλλου, είναι ήδη αρκετά αργά.” Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα. “Βλέπεις πουθενά την κοπελιά;”
“Ήτανε τώρα εδώ κι έφυγε.”
“Πάω στην τουαλέτα. Αν τη δεις, φώναξέ της.”
“Έντάξει. Σε περιμένω να πάω μετά.”

Καθόμουν και τον περίμενα μέσα σ' εκείνη την κατάσταση της εύθυμης, γλυκιάς μακαριότητας που σε φέρνουν το κρασί και η καλή παρέα, αναλογιζόμενος ότι ήμουν ήδη τριάντα χρονών και, εκτός από μια σίγουρη, μέτρια αμειβόμενη δουλειά, δεν είχα κάνει στη ζωή μου τίποτα. Κανείς δεν με περίμενε στο σπίτι και κανείς δεν ενδιαφερόταν να με “ψήσει” για κάποιο ραντεβού. Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω και -δήθεν αδιάφορα- κοίταξα προς την κοριτσοπαρέα του πίσω τραπεζιού. Οι δυο ήταν ακόμα εκεί μασουλώντας κάτι υπολείμματα ξηρών καρπών και σιγοκουβεντιάζοντας. Η τρίτη, η ελεύθερη της παρέας, αυτή που οι άλλες προσπαθούσαν να πείσουν να δώσει μια ευκαιρία στο γνωστό του γνωστού, απουσίαζε. Μάλλον θα είχε πάει στην τουαλέτα ή έφυγε πρώτη να προλάβει το τελευταίο μετρό. Είδα από μακριά το φίλο μου να 'ρχεται και θυμήθηκα ότι δεν είχα πληρώσει. Άφησα το ποσό που μου αναλογούσε στο τραπέζι κι έφυγα με τη σειρά μου προς την ίδια κατεύθυνση. Χωρίς να ξέρω ότι το ραντεβού μου ήταν κιόλας εκεί και με περίμενε.

Λοιπόν, ας μη μακρηγορώ περισσότερο. Έφτασα στο γεγονός που αποτελεί το σκοπό αυτής της διήγησης. Και, μολονότι δεν έχω τρόπο να το περιγράψω χωρίς να φανώ (αυτό που εξάλλου ένιωσα τότε) εντελώς γελοίος, οφείλω να το κάνω διότι χωρίς αυτό τα πάντα θα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή τα ίδια. (Δηλαδή, σκατά. Ο Γκαστόν Λερού θα το σερβίριζε σίγουρα πολύ καλύτερα.)

Είχα μόλις κλείσει πίσω μου την πόρτα της τουαλέτας κι άρχιζα ήδη να ξεκουμπώνομαι όταν την άκουσα. Κάποια, (υπέθεσα το “κάποια”, αφού το μαγαζί -όπως τα περισσότερα μπαρ- είχε μόνο δύο τουαλέτες στον ίδιο χώρο, μια αντρική και μια γυναικεία) προσπαθούσε ν' ανοίξει τη διπλανή πόρτα χωρίς επιτυχία. Άκουσα καθαρά το κλειδί να γυρίζει, ύστερα την πόρτα να ταρακουνιέται ξανά και ξανά και, στο τέλος, μια αγωνιώδη γυναικεία φωνή: “η πόρτα δεν ανοίγει, μ' ακούει κανείς;” Κι αμέσως μετά τρία, τέσσερα δυνατά χτυπήματα. Ξέρετε αυτό το συναίσθημα; ...μετά από μερικές ώρες καθισιού και μισό μπουκάλι κρασί, όταν αισθάνεσαι τη “φούσκα” σου να πάει να σκάσει και βγάζεις έξω το πράμα σου βιαστικά φοβούμενος ότι δεν θα προλάβεις το μοιραίο; Φανταστείτε λοιπόν τη σκηνή: εγώ, μ' ένα αίσθημα ανακούφισης και το πουλί έξω ν' αδειάζει ακατάσχετα κι από δίπλα τις φωνές και τα χτυπήματα -ακόμα και πάνω στον κοινό ψεύτικο τοίχο που χωρίζει τις δυο τουαλέτες- να καλούν σε βοήθεια. Τι έπρεπε να κάνω; Κατάλαβα ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ακούσει κι εκείνη περίμενε από μένα που, πιθανόν, με άκουγε να κατουράω θορυβωδώς ενάμιση μέτρο μακριά της. Ετοιμάστηκα ν' απαντήσω, να της πω να μην πανικοβάλλεται κι ότι θα πάω αμέσως να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο του μπαρ, αλλά δεν πρόλαβα. Άκουσα ξαφνικά μιαν ασθματική αναπνοή, ένα στεναγμό (κάτι σαν “θεέ μου!”) κι ένα γδούπο που τράνταξε δυσοίωνα τη μικρή μου καμπίνα. Πετάχτηκα έξω με το πουλί ατίναχτο, ίσα που πρόλαβα να το χώσω στο εσώρουχο. Ευτυχώς, γιατί -σαν σε κακόγουστη κωμωδία- την ίδια στιγμή είδα ν' ανοίγει η εξωτερική πόρτα και μια αδύνατη μελαχρινή κοπέλα να μπαίνει στον μικρό προθάλαμο των δύο wc. Είχε το κεφάλι στραμμένο μιλώντας με κάποιον απέξω και χρειάστηκε να τη συγκρατήσω για να μην πέσει πάνω μου. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν, γυρνώντας μπροστά της, διαπίστωσε ότι αυτός που την κρατούσε ήταν ένας άγνωστος άντρας, του οποίου το μισοκατεβασμένο παντελόνι έκρυβε ευτυχώς το παλτό που κρατούσε στο χέρι της! Έσπευσα να κουμπωθώ ζητώντας συγγνώμη, κατακκόκινος.
“Με συγχωρείτε, αλλά κάποια λιποθύμησε νομίζω στην τουαλέτα.”
Με κοίταξε απορημένη. Της έδειξα την πόρτα με τη σήμανση “ladies”. Καθώς την είδα να με κοιτάζει δύσπιστα, προχώρησα και χτύπησα δυο φορές. Εννοείται ότι δεν πήρα καμιά απάντηση. Προσπάθησα ν' ανοίξω χωρίς αποτέλεσμα.
“Είναι κανείς μέσα;” φώναξα. Αυθόρμητα έσκυψα να κοιτάξω απ' την κλειδαρότρυπα.
“Μια γυναίκα φώναζε ότι δεν μπορεί ν' ανοίξει”, είπα. “Την άκουσα από δίπλα. Ύστερα ακούστηκε σαν να έπεσε πάνω στην πόρτα.”
“Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνετε”, είπε επιτιμητικά εκείνη κι έσκυψε με τη σειρά της στην κλειδαρότρυπα.
“Δεν φαίνεται τίποτα”, είπε. “Το καλύτερο είναι να απευθυνθούμε στη διεύθυνση.”
Έπιασε και πάλι το χερούλι και το τράνταξε δυνατά. Ύστερα έπεσε με όλο της το σώμα πάνω στην πόρτα.
“Κάπου σκαλώνει. Ίσως αν...”
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Η πόρτα υποχώρησε κι η ίδια βρέθηκε να παραπατά μέσα στην τουαλέτα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατηθεί -το παλτό της έπεσε σχεδόν μέσα στη λεκάνη. Το μάζεψε με μια γκριμάτσα αηδίας. Στεκόμουν πίσω της αποσβολωμένος. Ακόμα θυμάμαι την ειρωνεία στο βλέμμα της.

Η καμπίνα ήταν τελείως άδεια.



...συνεχίζεται