2 Μαρ 2011

παραμύθι με δράκο




από το chimeres-zine019

«Αυτή η αναμονή με σκοτώνει.»
Ήτανε τρεις στρατιώτες, όρθιοι οι καημένοι μες στο λιοπύρι. Κράνη, εξαρτήσεις, και τα λοιπά.
Αυτός που είχε μιλήσει έξυνε τη μύτη του. Για την ακρίβεια, είχε χώσει το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού στο δεξί ρουθούνι. Δεν έλπιζε να βρει κάτι εκεί μέσα, μόνο την έξυνε. Αμηχανία, ας πούμε.
Κοίταξε τους άλλους δυο χαμογελώντας στραβά. Κρατούσαν το ντουφέκι παρά πόδα , όπως αυτός, μόνο που η στολή τους ήτανε μαύρη ενώ η δική του λευκή.
«Κακό αυτό», σκέφτηκε.
«Κατά βάση, τα ίδια συμφέροντα έχουμε σεις και γώ», είπε κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να συντηρήσει μια συζήτηση. «Άλλοι μας βάζουν να τσακωνόμαστε. Κανονικά, θα 'πρεπε να 'μαστε ενωμένοι αν θέλουμε να...»
Σταμάτησε συγχυσμένος. Κόμποι ιδρώτα γυαλίζανε στο μέτωπό του εκεί ακριβώς που τέλειωνε η σκιά του κράνους του. Θα 'πρεπε να είναι ενωμένοι, βέβαια, αλλά για ποιο λόγο; Δεν του ερχότανε κανείς -το κέρατό του- κι ανάθεμα αν ήξερε τι σήμαινε αυτό το “κανονικά”.
«Κοιτάξτε, αν είναι να σφαχτούμε, ας το κάνουμε, να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα.»
Έσφιξε δυνατά την κάννη του όπλου του, έτοιμος για δράση. Θα 'ριχνε πρώτα στον αριστερό. Αν ήταν λίγο τυχερός ίσως προλάβαινε να φάει και τον άλλο, μάλλον απίθανο βέβαια. Άρχισε να σηκώνει το ντουφέκι, ασήκωτο του φαινότανε. Καμιά κίνηση από τους άλλους. Τ' άφησε λοιπόν να πέσει στη θέση του.
«Υπομονή», συνέστησε το άλογο.

Ήταν κατάλευκο και πανύψηλο. Ο στρατιώτης δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί δίπλα του, δεν ήταν μέρος για ένα άλογο αυτό. Θεώρησε καλό, πάντως, να δείξει στους άλλους ότι τα πράγματα άλλαξαν.
«Λυπάμαι παιδιά, αλλά μόλις ήρθε το ιππικό. Χε-χε, το ιππικό λέω...καταλαβαίνετε.» Κανείς δε γέλασε. «Ακούστε, εγώ είχα όλη τη διάθεση να τα βρούμε μεταξύ μας, να μην είμαστε πιόνια των ιμπεριαλιστών, αλλά εσείς αδιαφορήσατε. Τώρα, λοιπόν, ακουμπήστε τα όπλα σας όμορφα-όμορφα στο χώμα χωρίς απότομες κινήσεις και δεν θα πάθει κανένας τίποτα.»
Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά κι αυτό το κατάλαβε αμέσως μόλις άκουσε το μαύρο άλογο να λέει σαρκαστικά: «Φιλαράκο, είσαι τελείως πεζός!» Κι ύστερα ήταν εκείνος ο παράξενος τύπος με το λοφίο και το σπασμένο κοντάρι που ρώτησε «εδώ γίνεται το πάρτυ;» και ξαφνικά όλοι κατάλαβαν πως έχουν γίνει πλέον πολλοί. Υπερβολικά πολλοί.
Πάνω στο λόφο ετοιμαζόταν να ξεσπάσει καταιγίδα.

«Ποιος είσαι πάλι εσύ;» ρώτησε ο στρατιώτης.
«Έφεδρος αξιωματικός Δελής Αγησίλαος, ο επονομαζόμενος και “λοξός” ή “επίσκοπος” ή “μόντσας”, στις υπηρεσίες σας», είπε κάνοντας μια υπόκλιση που προκάλεσε θύελλα από κουδουνίσματα. «Οι φίλοι με φωνάζουν τρελό. Είμαι αυτός που περιμένατε.»
Τον έκοψε από πάνω ως κάτω. Η στολή του ήταν βέβαια λευκή αλλά θύμιζε πιότερο κοστούμι παλιάτσου μ' όλους αυτούς τους ρόμβους και τα κουδούνια. «Αυτές είναι οι ενισχύσεις;» αναρωτήθηκε. «Πλάκα μου κάνουν.» Οι άλλοι απέναντι σήκωναν κιόλας τα ντουφέκια τους.
«Σιγά, κύριοι, μισό λεπτό», φώναξε ο καινούργιος. «Αν είναι να σκοτωθούμε, ας το κάνουμε τουλάχιστον πολιτισμένα. Και, κατά πρώτον, γνωρίζει κανείς σας γιατί τσακωνόμαστε;»
«Μην τον ακούτε, τέτοια λέει πάντα», είπε το μαύρο άλογο. «Τον στέλνουν να σπείρει τη σύγχυση. Πυρ κατά βούληση!»
«Ω, ω, ω!» φώναζε ο παλιάτσος. «Κύριοι, ψυχραιμία! Δεν φαντάζομαι ν' αρχίσετε να παίρνετε διαταγές από ζώα; Όσο για σένα, ομορφονιέ, μιας που το θέτεις έτσι με βουλές και τα συναφή, οφείλω να σου πω ότι οι δυο κατίνες», έδειξε το λόφο, «τα κανονίζουν μεταξύ τους κι αφήνουν εμάς εδώ να πλακωνόμαστε.»
Το άλογο έστρεψε το βλέμμα προς τα κει που του έδειχναν. Δεν είχε πολύ φαντασία, το δύστυχο, μεταφυσικά ερωτήματα δεν τάραζαν ποτέ τον δίκαιο ύπνο του.
«Εγώ τις βλέπω να τρώγονται όπως πάντα.»

«Ωραίο το μαύρο συνολάκι σου χρυσή μου», έλεγε η βασίλισσα. «Ήρθε το ντεθ στη μόδα ή πενθείς το μακαρίτη;»
Στεκόταν αγέρωχη και βλοσυρή μες στα τούλια, νυφούλα που την έστησε ο λεγάμενος. Ένα διάδημα από λευκόχρυσο έγερνε επικίνδυνα στα οξυζεναρισμένα μαλλιά.
«Γίνεσαι μικροπρεπής και ανόητη», απάντησε η άλλη. Οι συλλαβές κροτάλισαν στα δόντια της, ζάρια σε μάρμαρο μαύρο. Μαλλιά του κοράκου -πίσσα- και ντύσιμο σκοτάδι, μέχρι και στο βλέμμα. Αλλά γι' αυτό μπορεί να έφταιγε η μάσκαρα.
«Δεν πρόκειται να πέσω στο επίπεδό σου.» Κι άλλη ζαριά. Η ξανθιά περιορίστηκε σ' ένα ειρωνικό ανασήκωμα του φρυδιού.
Στέκονταν οι δυο τους καρφωμένες θαρρείς στη σκιά του πύργου. Χειρονομούσαν. Από κάποια απόσταση έμοιαζαν πράγματι να τσακώνονται.
«Δεν μου είπες, τι κάνει ο βλαμμένος σου;» Πεντάρες. «Τον βγάλατε, λέει, απ' τη μηχανική υποστήριξη. Εξυπηρετείται μονάχος του ή ...;» Ένα σαρδόνιο χαμόγελο άνθισε στα μαύρα χείλη.
«Μ' αρέσει ο τρόπος σου να κρατάς το επίπεδο. Ξέρω, βέβαια, ότι το θέμα σε καίει ιδιαίτερα αλλά δεν είμαστε ομοιοπαθείς. Λοιπόν, μην περιμένεις συμπαράσταση από μένα.»
«Τι θες να πεις;» Ντόρτια.
«Μην κάνεις το βλάκα. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο... Από κάποιο σημείο και μετά, χρυσή μου, το να μην του σηκώνεται είναι το λιγότερο. Όταν αρχίσουν να του τρέχουν τα σάλια, τότε στ' αλήθεια αρχίζουν τα δύσκολα. Κι όταν πια του φεύγουν κι από κάτω...»
«Σκύλα! Θα σε...»
Χύμηξαν η μια πάνω στην άλλη, όμως μια αόρατη δύναμη λες τις τραβούσε πίσω αφήνοντάς τις μετέωρες να αιωρούνται στην ίδια θέση. Από μακριά φαινόταν σαν μια πολύ εντυπωσιακή χορογραφία μάχης.

«Θα σκοτωθούνε», είπε το άλογο.
«Τρίχες κατσαρές!» Ο τρελός δεν καταδέχτηκε καν να σηκώσει το κεφάλι. Κάτι τον απασχολούσε στα νύχια του. «Θα λύνουν πάλι το ασφαλιστικό.»
Η οργή του αλόγου ξέσπασε τρομερή.
«Ή δειλός είσαι, ή προδότης. Δεν θα καθίσω άλλο ν' ακούω τις τρέλες σου ενώ η βασίλισσά μας κινδυνεύει. Η θέση μου είναι δίπλα της.» Κι έφυγε με καλπασμό κατά το λόφο.

«Άφησέ με, άφησέ με!» ούρλιαζε η ξανθιά. «Άσε με να της μαδήσω το μαλλί τρίχα-τρίχα της πουτάνας!»
«Επικοινωνείς με το υπερπέραν, καλή μου; Ποιο πνεύμα είναι τούτη τη φορά; Ο θείος Κάρολος ή ο μπαρμπα-Ιωσήφ;»
«Παραιτούμαι», είπε η άλλη απηυδισμένη καρφώνοντας και πάλι τα πόδια της στο χώμα. «Δεν έχει νόημα. Όλο το παιχνίδι είναι στημένο.»
«Δεν είναι στημένο, αγάπη μου. Απλά δεν βάζουμε εμείς τους κανόνες. Δεν είμαστε καν εκείνος που τους εφαρμόζει. Εμείς...» Έκανε μια πιρουέτα. «Είμαστε απλά δυο χορεύτριες. Χόρευε γιατί μας κοιτάζουν.»

Στη βάση του λόφου, ένα άλογο. Ένα υπέροχο άσπρο άλογο με δυο σκιές κάλπαζε στη βάση του λόφου.
«Τι θες εδώ;» ρώτησε χωρίς να σταματήσει. «Δεν έχει δράκους το σκάκι.»
«Έχουν όμως τα παραμύθια», είπε η σκιά πριν μετατραπεί σ' έναν μεγάλο ασημένιο δράκο με καυτή ανάσα.
«Θα με κάψεις;» ρώτησε το άλογο.
«Θα σε κάψω», είπε ο δράκος και φύσηξε. Οι στρατιώτες χειροκρότησαν.

«Ωραία ιστορία», είπε ο ένας.
«Ναι, πολύ συγκινητική», είπε ο άλλος.
«Άντε, πάμε τώρα», είπε ο τρίτος.

Αυτός με τη λευκή στολή καβάλησε το μαύρο άλογο κι έφυγε για να γίνει αστέρας της τηλεόρασης. Οι δυο βασίλισσες έγιναν διάσημο χορευτικό ντουέτο, χώρισαν απ' τα ραμολιμέντα τους και παντρευτήκαν μεταξύ τους.

Ο τρελός παραμένει τρελός. Αν υπάρχουν κρυμμένοι συμβολισμοί γύρω απ' τη θυσία του αλόγου, τους αγνοεί.

Επιδεικτικά.