31 Αυγ 2009

απελευθέρωση



κάτι βραδάκια σαν κι αυτό που με παιδεύει
σαράκι η σκέψη σου ενθύμιο από τα χτες
έρχονται λάγνες σκοτεινές αγαπημένες
σαν τις γαλέρες φορτωμένες πειρατές
οι Λέξεις -πλάσματα θαρρείς που διαφεντεύει
η θύμησή σου- βρίσκουν διάπλατα ανοιχτές
όλες τις πόρτες τάχα απρόσεχτα αφημένες

έτσι κομμένες και στα μέτρα σου ραμμένες
στήνουν εντός μου τον πανάρχαιο τους χορό
νότες φορούν κι από βαθιά τους ξεπηδάνε
κόσμοι απέραντοι που πια δεν τους χωρώ
να τις κρατήσω στο χαρτί θέλω γραμμένες
μα όπως εσύ που κάποτε είπες "προχωρώ"
λέω καλύτερα ελεύθερες πως θα 'ναι




εικόνα: m.c.escer, liberation

29 Αυγ 2009

αποσκευές



μερικά ζευγάρια ζεστές ελπίδες

μια αλλαξιά όνειρα

μια δήλωση περί μη δυνατής μετανοίας

μερικά ζευγάρια μάτια, αυτιά και –κυρίως- ρουθούνια

ένα στιγμιότυπο (ελληνιστί: ενσταντανέ) με το μπετό συγκινημένο να σκουπίζει τη μαυρίλα απ’ τη χαλασμένη μάσκαρα και να κουνάει τις κεραίες του για μαντήλι

μια μαύρη πέτρα (όχι, δεν θα τη ρίξουμε πίσω μας–θα την κρατήσουμε για τις στιγμές της νοσταλγίας, να την κοιτάμε και να θυμόμαστε)

αυτά αρκούν- σαλπάραμε

του Λυτρωμένου ανθρώπου, ανήμερα




16 Αυγ 2009

διαφορετική, πολύ διαφορετική


(συνέχεια απ' τα δύο προηγούμενα ποστ)

Λοιπόν, δεν ξέρω αν συμφωνείς, νομίζω πως δεν υπάρχει πιο χαλαρωτικό πράγμα απ' τα καλοκαιρινά βραδάκια σαν αυτό, σ' ένα ταβερνάκι πλάι στο κύμα. Πολύ φοβάμαι ότι ανήκω κι εγώ στη μεγάλη κατηγορία των ανθρώπων που συνδέουν τις όμορφες στιγμές με τις γευστικές απολαύσεις κι ένα από τα πράγματα για τα οποία ευγνωμονώ την Τέσι είναι που με έκανε να το συνειδητοποιήσω και -σε κάποιο βαθμό- να το πολεμήσω.
Αλλά εδώ, τώρα, έχοντας επί το πλείστον ολοκληρώσει το λιτό μας δείπνο, παρέα μ' ένα μισόκιλο απ' το κεχριμπαρένιο δώρο του Βάκχου, μπορώ να ξαναπιάσω το νήμα της ιστορίας μου από εκεί που το είχα αφήσει: ένα καλοκαίρι του δύο χιλιάδες τόσο, κάπου στις νότιες γειτονιές της Αθήνας και μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτα ερωτική, παρά την ύπαρξη του βρέφους που ήσουν, το οποίο σε κάθε άλλη περίπτωση θα μονοπωλούσε όλο το ενδιαφέρον μας.

Πέρασε κανένας μήνας. Η Τέσι προσπαθούσε να βρει δουλειά μακριά από μπαρ και τα συναφή που φοβόταν μην την ξαναφέρουν σε επαφή με κυκλώματα τα οποία προτιμούσε να αποφύγει. Τη συστήσαμε σε κάποιους ανθρώπους που χρειάζονταν μπέιμπυ-σίτερ για τον Ιούλιο, με προοπτική ανανέωσης από Σεπτέμβρη. Κάποια βράδια, όταν δεν την χρειαζόμασταν εμείς ή στο άλλο σπίτι- έβγαινε, πού πήγαινε δεν ξέρω. Και το λέω αυτό γιατί, απ' όσο καταλάβαινα, δεν είχε φίλους ή κάποια σχέση. Ίσως της είχε προκύψει κάτι ή -το πιθανότερο- επρόκειτο για σχέσεις της μιας βραδιάς.
Τα πρωινά του Σαββάτου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε οι τέσσερίς μας στη θάλασσα, κάπου μετά την Ανάβυσσο. Εσένα σ' έπαιρνα αγκαλιά και μπαίναμε μαζί στο νερό και φαινόσουν τόσο ευχαριστημένος σαν να βρίσκεσαι πραγματικά στο στοιχείο σου.
Η Τέσι ήταν πολύ τυπική -και πάρα πολύ όμορφη!- με το παλιό ασπρόμαυρο μπικίνι της Αφροδίτης. Της το είχε δανείσει μαζί με κάποια σορτς και μπλουζάκια μέχρι να πάρει το πρώτο της βδομαδιάτικο και να μπορέσει να αγοράσει η ίδια μερικά χρειαζούμενα. Καθότι, όπως κατάλαβες, η μικρή μας φίλη είχε έλθει σπίτι μας κυριολεκτικά με το βρακί που φορούσε.
Μετά τη θάλασσα, πηγαίναμε σ' ένα ταβερνάκι εκεί κοντά και τρώγαμε χοιρινές μπριζόλες και καλαμαράκια τηγανητά, ενώ η Τέσι παράγγελνε μελιτζάνες, κολοκυθάκια, πατάτες και σαλάτα ή χόρτα. Έλεγε ότι δεν συμπαθεί το κρέας κι ότι το τρώει πολύ σπάνια, εγώ όμως νομίζω ότι δεν έτρωγε ποτέ. Απλώς δεν ήθελε την ετικέτα του χορτοφάγου. Εξάλλου, όποτε είχε τύχει να μαγειρέψει στο σπίτι, έφτιαχνε πάντα -νοστιμότατα!- ζυμαρικά με κόκκινη σάλτσα ή σάλτσα μανιταριών, στα οποία η ίδια δεν έβαζε καθόλου τυρί, παρά μόνο τα πλάκωνε στο πιπέρι.
Μετά από κείνη την κουβέντα μας που σου προανέφερα, η σχέση μου μαζί της είχε περάσει σε μια φάση τρυφερής συνενοχής εξ αποστάσεως. Τα δυο κορίτσια φαίνονταν να έχουν έλθει πιο κοντά και συχνά τις έπιανα να σιγομιλούν, σταματώντας όταν εγώ πλησίαζα. Τι συζητούσαν; Η Αφροδίτη δεν έλεγε τίποτα, η δε Τέσι μου έκλεινε καμιά φορά πονηρά το μάτι ή μου έβγαζε πειραχτικά τη γλώσσα.
Μια φορά, εκεί που κολυμπούσαμε μου πέταξε:
«Βελτιώνεστε, υπάρχουν όμως ακόμα πολλά περιθώρια.»
«Τι περιθώρια; Για τι πράγμα μιλάς;»
«Για τον καιρό.» Και βγάζοντάς μου τη γλώσσα απομακρύνθηκε.

Είχα βέβαια κάποια υποψία για το τι εννοούσε. Η Αφροδίτη, η οποία στο κρεβάτι -παρ' ότι συναισθηματικά θερμή- θύμιζε θηλυκή θεότητα της Ανατολής, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, είχε σε μικρό σχετικά διάστημα εξελιχθεί σε μια δυναμική ερωτική σύντροφο με φαντασία και διάθεση για πρωτοβουλίες. Τώρα, αυτό δεν είναι ακριβώς το είδος της συζήτησης που κάνεις με το γιο σου, αλλά για να πάρεις μια ιδέα σου λέω ότι παλιότερα η μητέρα σου δεν συμπαθούσε καθόλου το στοματικό σεξ και το θεωρούσε ως ένα είδος παραχώρησης για εξαιρετικές περιπτώσεις. Απ' τον καιρό που έμπλεξε με την Τέσι, όμως, λες και τη μεθούσε η γεύση του πέους μου δεν ξεκολούσε από πάνω του. Είχα τόσο πολύ εντυπωσιαστεί κι ωστόσο δεν τολμούσα να πω τίποτα από φόβο μη χαλάσω τα ...μάγια.
Εννοείται ότι η "μικρή" είχε αρχίσει να παίρνει στα μάτια μου μυθικές διαστάσεις. Κι ενώ στις αρχές την έβλεπα με διάθεση προστατευτική, αδελφική θα έλεγα, τώρα έπιανα τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλο και περισσότερο σαν κομμάτι δικό του, αναπόσπαστο, και με διάθεση, κάποιες φορές, βασανιστικά ερωτική.

Μια μέρα, τις βρήκα στο κρεβάτι με τα εσώρουχα, τη δικιά μου από κάτω και την Τέσι καθισμένη πάνω της.
«Τι γίνεται κορίτσια, ξεσαλώνουμε;»
«Η Τέσι μου κάνει ρεφλεξολογία. Έλα να δεις, είναι φοβερή! Μπες καλέ, τι ντρέπεσαι;»
«Δεν ντρέπομαι. Κάνω επίδειξη τακτ.»
«Σε ποιον, σε μένα ή στην Τέσι που την έβλεπες κάθε μέρα τσίτσιδη;»
«Άλλο η παραλία κι άλλο η κρεβατοκάμαρα.»

Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η άνεση της μητέρας σου. Εντάξει δεν είναι πουριτανή, αλλά ως γυναίκα (και δη αρκετά πονηρή και φιλύποπτη, όπως είναι σε άλλα η Αφροδίτη) θα περίμενα να συντηρεί κάποια εθιμοτυπικά ταμπού για λόγους ασφαλείας, ειδικά με μια περπατημένη πιτσιρίκα σαν την Τέσι. «Μωρέ», σκέφτηκα, «λες να γουστάρει;» Αυτή ήταν μια πιθανότητα που την είχα απωθήσει ως κάτι απολύτως εξωφρενικό και ανήκον αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας. Απ' την άλλη, οι αλλαγές που βίωνα ήταν τόσο έντονες και η προοπτική τόσο δελεαστική που στην πρώτη ευκαιρία της το 'ριξα.
«Μωρό μου;»
«Τι;»
«Πώς σου φαίνεται η Τέσι;»
«Τι ερώτηση είναι πάλι αυτή; Πώς σου 'ρθε;»
«Έτσι μου 'ρθε. Από περιέργεια.»
«Περιέργεια; Με το πουλί σου μέσα μου; Περίεργο, πράγματι!»
«Εννοώ...ορίστε, αν τη γουστάρεις. Αν θα γούσταρες να είναι τώρα εδώ μαζί μας.»

Έχω να σου πω ένα πράγμα. Αν σκεφτείς ποτέ ν' ανοίξεις τέτοιου είδους διερευνητική συζήτηση με τη δικιά σου, μην το κάνεις στο κρεβάτι. Ή, τουλάχιστον, καν' το αφού τελειώσεις. Διαφορετικά, κινδυνεύεις να μείνεις με το απαυτό στο χέρι.

«Αα... Έτσι πες μου! Βρωμιάρη! Αυτά έχεις στο μυαλό σου;»
«Γλυκιά μου...»
Η γλυκιά μου βρισκόταν ήδη στην άλλη άκρη του κρεβατιού παλεύοντας με το σεντόνι.
«Μακριά μου! Ξετσίπωτε, βρωμιάρη, αυτό βρε είναι μωρό!»
«Αφροδίτη, σύνελθε. Μωρό είναι αυτό, όχι η Τέσι.» Και της έδειξα εσένα που κοιμόσουν μακαρίως μες στα τούλια της κουνουπιέρας. Μέγα λάθος, φυσικά.
«Έλα ρε μεγάλε πατέρα! Είναι μωρό, ε; Το πρόσεξες! Και δε μου λες... τώρα αυτό κοιμάται, έτσι; Μας παίρνει να στήσουμε ένα οργιάκι εδώ δίπλα του. Μια παρτουζίτσα.»
«Αφροδίτη...Μανάρι μου...Σοβαρά έχεις τσαντιστεί ή παίζεις τώρα;»
Γιατί είναι και παιχνιδιάρα, πανάθεμά την.
«Κατ' αρχάς, ποιος είπε για όργιο; Και μάλιστα δίπλα στο μωρό; Γιατί υπερβάλεις; Εντάξει, μπορεί εγώ να παρεξήγησα...λάθος μου, ξέχασέ το.»
«Να το ξεχάσω; Τι λες μωρέ; Και τι εννοείς ότι "παρεξήγησες", τι παρεξήγησες δηλαδή; Όχι, θέλω να μου πεις!»

Τι να πω; Μπορούσα να πω κάτι χωρίς να τα κάνω χειρότερα; Τσουνγκσβανγκ, που λένε στο σκάκι. Όλες οι κινήσεις χάνουν -ο μόνος τρόπος να μη χάσεις είναι να κάτσεις στ' αυγά σου και να μην κάνεις τίποτα, μόνο που αυτό δεν γίνεται. Χρειαζόμουν επειγόντως έναν αντιπερισπασμό. Κοιτούσα προς τη μεριά σου με ελπίδα, αλλά εσύ χώνευες το γαλατάκι σου ήσυχα-ήσυχα αδιαφορώντας για τον καυγά δίπλα σου.
Πάνω στην ώρα, ανάβει ένα φως κι ακούγεται η πόρτα της τουαλέτας. Το πουτανάκι μου, η Τέσι, έχοντας ασφαλώς ακούσει τα πάντα, προσπαθεί να μου δώσει λίγο χρόνο. Αμ δε! Η μουρμούρα συνεχίζεται, αλλά στο ψιθυριστό.
«Γιώργο... η πόρτα είναι ανοιχτή! Δεν πιστεύω να μας άκουσε;»
«Μπα...»
«Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα;»
«Ξέρω γω... Προφανώς δεν την κλείσαμε.»
«Αν δεν την είχαμε κλείσει, θα 'ταν εντελώς ανοιχτή. Αυτή είναι μισάνοιχτη.»
«Τι θέλεις να σου πω τώρα; Δεν θα την έκλεισα καλά. Είναι κι αυτό έγκλημα;»
«Όχι, αλλά είναι περίεργο. Κι όταν μαζεύονται πολλά περίεργα...»

Σιωπή. Ωραίο πράγμα. Ειδικά τη νύχτα, ξέρεις, όταν έχεις πάρει απόφαση ότι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι ο ύπνος. Μόνο που αυτού του είδους η σιωπή συνήθως δεν κρατάει πολύ.
«Έχει παιχτεί κάτι;»
«Τι εννοείς;»
Έκανα το βλάκα.
«Με σας τους δυο...πίσω απ' την πλάτη μου. Κάτι έχει γίνει.»

Όπως σου είπα, φιλύποπτη. Πιο σωστά: υποψιασμένη. Ο τυπικός κάτοικος αυτής της χώρας. Αυτής της εποχής. Δεν-είμαι-εγώ-μαλάκας. Δεν-πιάνομαι-κορόιδο-εγώ. Τι πράγμα; Μέσα μου; Τι σημασία έχει τι γίνεται μέσα μου; Σημασία έχει το γύρω μου. Καταλαβαίνω-τι-γίνεται-γύρω-μου.

«Δεν έχει γίνει τίποτα πίσω απ' την πλάτη σου. Απλά, σας είδα το απόγευμα τόσο χαλαρές και άνετες μαζί που...δεν ξέρω...δεν το βρίσκω κακό.»
«Ούτε εγώ το βρίσκω κακό. Αρρωστημένο το βρίσκω. Και τυπικά ανδρικό. Ο πασάς με το χαρέμι του. Αν σου 'λεγα γω να με μοιραστείς με κάποιον άλλο;...Θα σου φαινόταν το ίδιο;»
«Δεν ξέρω...εξαρτάται...»
Γιατί στριμώχτηκα; Αφού ήμουν σίγουρος πως έχω δίκιο, τι ήταν αυτό που με μπλοκάριζε; Η Αφροδίτη μ' έναν άλλον άντρα; Ήταν μια αρκετά συνηθισμένη μου φαντασίωση. Αλλά όχι με τη συμμετοχή τη δική μου.
«Ξέρεις, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Τα αγοράκια έχουν να ξεπεράσουν αναστολές διαφορετικής φύσης, αταβιστικής -όχι απλά κοινωνικής. Δεν είναι εύκολη η τρυφερότητα μεταξύ τους.»

Το πήγα μακριά, έτσι;

«Α, μάλιστα! Τώρα κατάλαβα! Ενώ, βεβαίως, δυο απελευθερωμένες γυναίκες μπορούν άνετα να χαϊδολογιούνται μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο;»
«Όχι.»
«Τι όχι; Αφού αυτό εννοείς.»
«Δεν εννοώ τίποτα. Απλά σε ρώτησα. Μ' ενδιαφέρει να ξέρω πώς το βλέπεις. Και πώς το νιώθεις.»
«Πας να ξεφύγεις.»
«Καθόλου. Αλλά παραδέχομαι ότι ήταν λάθος μου. Η επιλογή της στιγμής.»
«Λάθος, ξελάθος, ευκαιρία να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Δεν είμαι κυνηγός εμπειριών, εντάξει; Το πήδημα μαζί σου το 'χω ανάγκη και μ' αρέσει. Όλα τ' άλλα τα βρίσκω παρακμιακά. Σαν να έχω ένα ωραίο στρωμένο τραπέζι με τ' αγαπημένα μου φαγητά κι εγώ να το κοιτάω και ν' αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν είχα χαβιάρι και γαλλική σαμπάνια. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Μια χαρά. Αν όμως βρεθείς κάπου και σου προσφέρουν χαβιάρι και σαμπάνια; Το να είμαι ανοιχτός σε μια εμπειρία, δεν σημαίνει ότι την κυνηγάω, όπως λες.»
Ήταν η σειρά μου να την βραχυκυκλώσω, με κίνδυνο να ξαναφουντώσει πάνω που 'χε ηρεμήσει λίγο. Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι πώς εξελίχθηκε η κουβέντα από κει και πέρα, ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, και που θυμάμαι πολύ καλά, είναι ότι την άλλη μέρα η Τέσι μας ανακοίνωσε την απόφασή της να πάει να δουλέψει σε κάποιο νησί τον Αύγουστο -νομίζω πως ήταν η Ίος- και δεδομένου ότι ήταν ήδη τέλος Ιουλίου, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.

Από τη στιγμή εκείνη, όλη η ζωή μου μπήκε σ' έναν παράξενο δρόμο, μοναχικό και μελαγχολικό, ένα είδος δεύτερης εφηβείας. Φοβόμουν τον αποχαιρετισμό, ότι θα είναι πολύ δύσκολος -κι ωστόσο ήταν πάρα πολύ απλός, έτσι όπως ήταν τα πάντα μαζί της.
«Πάρε αυτό» -είπε δίνοντάς μου ένα δισκάκι- «για να με θυμάσαι και για να με σκέφτεσαι κάποιες στιγμές. Εσύ θα κρίνεις αν... θέλω να πω, δεν με πειράζει να το δει και η Αφροδίτη, αλλά μάλλον δεν θα το συνιστούσα.» Χαμογέλασε. «Δεν λέω αντίο.»
Πλησίασε απότομα και με φίλησε. Στην άκρη των χειλιών. Ένα φιλί "δεν-ζητάω-τίποτα". Ένα φιλί "θέλω-τα-πάντα".
«Είναι αυτό που... Η ταινία σου;»
«Ναι, η ...ταινία μου.» Με είδε που την κοιτούσα, αλλά όχι έκπληκτος. Αμήχανος και συγκινημένος. «Ξέρω. Είμαι απίστευτη.»
«Είσαι απλά διαφορετική. Απ' όλες όσες ξέρω. Και μ' αρέσεις έτσι...» Δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Ίσως θα 'πρεπε να μετοικήσω στην Ιρλανδία.»
«Δεν έχει καμία σχέση η Ιρλανδία. Η μάνα μου ήταν λάτρης του ελληνικού πνεύματος, μου διάβαζε το Συμπόσιο... Ακόμα και τ' όνομά μου...»
«Τ' όνομά σου είναι Ιρλανδικό.»
«Όχι, δεν είναι. Είναι ελληνικό. Ίσως το μάθεις κάποτε... Όταν γίνω διάσημη.» Γέλασε. Στο πρόσωπό της κρεμασμένη μια μπουγάδα ασπρόρουχα. Μαζί με τη λιακάδα.
«Ή όταν ξαναβρεθούμε.»
Ύστερα έφυγε.

Τι πράγμα; Ε, ναι, την ξαναείδα... Και τ' όνομά της, το έμαθα, δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα... Και ήταν πράγματι διάσημη, αν και όχι με τον τρόπο που θα 'θελε. Είναι όμως αργά και αυτά ανήκουν σε άλλο κεφάλαιο. Μεγάλο κεφάλαιο... μεγάλο και διαφορετικό.
Κι αύριο μέρα είναι.

5 Αυγ 2009

πιο καλά με παρέα


(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)

Πέρασε ένας χρόνος. Αρχές Μαρτίου γεννήθηκες εσύ. Ήσουν, λοιπόν, τριών μηνών εκείνο το απόγευμα του Ιούνη όταν, επιστρέφοντας απ' το γραφείο με το μετρό, την ξαναείδα.
Καθόταν στις θέσεις που είναι μπροστά στην πόρτα και ήξερα πως είναι αυτή πριν ακόμα γυρίσει να με κοιτάξει -τόσο έντονα είχε παραμείνει στο μυαλό μου, όλο αυτό το διάστημα. Μ' αυτό που λέω, δεν θέλω να νομίσεις ότι την είχα πατήσει μαζί της κι ότι τη σκεφτόμουν νύχτα-μέρα σαν ερωτευμένος. Αγαπούσα τη μητέρα σου κι ο ερχομός σου μας είχε φέρει ακόμα πιο κοντά. Τέλος πάντων, καταλαβαίνω ότι δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, ελπίζω όμως ότι τα όσα σου περιγράψω ίσως φωτίσουν εκ των υστέρων αυτό το πρώιμο συναισθηματικό υπόβαθρο.
Ανοίγουν λοιπόν οι πόρτες, τη βλέπω, την αναγνωρίζω, κλείνουν οι πόρτες και, πριν προλάβω να προβληματιστώ για το πώς θα τραβήξω την προσοχή της, γυρνάει και καρφώνει τις ματάρες της πάνω μου. Φάνηκε να με προσέχει και σκέφτηκα ότι με είχε κι εκείνη αναγνωρίσει, οπότε της σκάω ένα πλατύ χαμόγελο με την ελπίδα να φαίνεται πραγματικά φιλικό και χαρούμενο μετά απ' το οκτάωρο της ταλαιπωρίας και το δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στη σκόνη και τη ζέστη των Αμπελοκήπων.
Εκείνη δεν έκανε κανένα σημείο αναγνώρισης, μόνο έριξε μια λοξή ματιά στον άντρα δίπλα της, το συνοδό της προφανώς, σαν να ήθελε να με προειδοποιήσει κι ίσως να βεβαιωθεί ότι αυτός δεν είχε αντιληφθεί το χαιρετισμό μου. Μπήκα λοιπόν κι εγώ στο νόημα και "κουμπώθηκα". Σκέφτηκα πως θα ήταν ίσως ο πατέρας της, μιας που έδειχνε αρκετά χρόνια μεγαλύτερός μου.
Στο Σύνταγμα, κατεβαίνω για ν' αλλάξω συρμό. Πίσω μου κατεβαίνει κι εκείνη μαζί με τον άντρα. Κάνει ότι δεν με βλέπει. Μου περνά απ' το μυαλό να χωθώ στο πλήθος και να τους ακολουθήσω διακριτικά, να δω προς τα πού θα πάνε, όμως καταλαβαίνω πως δεν έχει νόημα και συνεχίζω το δρόμο μου για την αποβάθρα προς Άγιο Δημήτριο (μέχρι εκεί έφτανε τότε η γραμμή μας). Κι εκεί, φτάνοντας στην πλατφόρμα, νιώθω κάποιον να με τραβάει. Γυρνώ και τη βλέπω μπροστά μου, πάνω μου, σχεδόν μ' αγκαλιάζει. «Μπορώ να ρθω μαζί σου;» με ρωτάει.
Φυσικά, τα χάνω τελείως. Ούτε ξέρω τι της απαντάω.
«Σπίτι σου», μου λέει. «Να μείνω λίγες μέρες. Μπορώ; Δεν θα σου δημιουργήσω προβλήματα. Δεν είμαι πρεζάκι, ούτε με ψάχνει η αστυνομία.»
Φαίνεται ανήσυχη και κοιτάζει συνεχώς προς την απέναντι αποβάθρα. Καταλαβαίνω πως εκεί βρίσκεται ο συνοδός της, για την ώρα τον κρύβει ο συρμός της άλλης κατεύθυνσης που μόλις έχει αφιχθεί. Γυρνά σε μένα με αγωνία. Τα ματάκια της, γεμάτα βουβή παράκληση.
«Έλα», της λέω χωρίς να το σκεφτώ. Ο συρμός προς Άγιο Αντώνιο απομακρύνεται κι ο άντρας απέναντι της κάνει νοήματα. Εκείνη παριστάνει ότι δεν τον βλέπει κι ότι τον ψάχνει στην από δω μεριά. Έρχεται το τρένο.
Μπαίνω στο βαγόνι μ' εκείνη κολλημένη δίπλα μου. Μέχρι να ξεκινήσουμε είναι μες στην ταραχή, μόλις κλείνουν οι πόρτες χαλαρώνει. Το πρόσωπό της γίνεται όλο ένα χαμόγελο, το χαμόγελό της.
«Σ' ευχαριστώ», μου λέει. «Θα σας καθαρίζω το σπίτι, θα κάνω ό,τι θέλετε. Δεν είμαι καλομαθημένη. Κι αν δεν με θέλει εκείνη, θα φύγω.»
Υποθέτει ότι είμαι πάντα με τη σύντροφο που με γνώρισε, ή μπορεί και να μιλάει γενικά. Καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να μου στείλει το μήνυμα: "δεν σου κολλάω, απλά βρίσκομαι σε ανάγκη." Το σέβομαι. Της λέω ότι ελπίζω πως η Αφροδίτη δεν θα έχει πρόβλημα και της εξηγώ ότι το σπίτι μας είναι μικρό κι ότι υπάρχει σ' αυτό ένα νεογέννητο που για την ώρα κοιμάται στο δικό μας δωμάτιο, οπότε το παιδικό είναι ελεύθερο.
«Κοιμάμαι οπουδήποτε», λέει. «Σε καναπέ, στο πάτωμα. Και είσαι πολύ καλός.» Με φιλά στο μάγουλο. «Τ' όνομά μου είναι Τέσι.»

Πλησιάζοντας στο σπίτι με ζώνουν τα φίδια. Τι θα πω στην Αφροδίτη; Αν δεν συμφωνεί, αν θυμώσει; Η Τέσι το καταλαβαίνει και με διευκολύνει. «Πήγαινε», μου λέει. «Θα περιμένω εδώ, στο παρκάκι. Σημείωσε το τηλέφωνό μου.»
Το σημειώνω και πηγαίνω στο σπίτι. Δεν θυμάμαι τι έκανε η μητέρα σου, λογικά θα σε θήλαζε ή θα σε άλλαζε ή θ' ασχολείτο μαζί σου με κάποιον τρόπο. Της λέω, «σου 'χω μια έκπληξη.»
«Τι έκπληξη;»
«Θυμάσαι κείνη την ξανθούλα, πέρσι στο κάμπινγκ; Με τις μπάλες...; στην παραλία...;»
«Την Ιρλανδή, λες.»
Αυτό το είχα ξεχάσει.
«Ιρλανδή;»
«Ε, ναι, έτσι μου 'χε πει. Γιατί; Την είδες;»
«Την είδα. Είπε να σε ρωτήσω. Θέλει να μείνει λίγες μέρες μαζί μας.»
«Μαζί μας; Εδώ; Με το μωρό;»
«Ε, ναι. Της το εξήγησα. Έχει κάποιο πρόβλημα... Για λίγες μέρες, λέει. Κοιμάται οπουδήποτε. Και θα σε βοηθάει στο σπίτι.»
«Και πού είναι τώρα;»
«Στο παρκάκι. Περιμένει να το συζητήσουμε και να την πάρω.»
«Τι να πω... εντάξει. Ελπίζω να είναι έτσι τα πράγματα.»

Την ξέρεις τη μητέρα σου. Είναι λίγο ανασφαλής, αλλά δεν είναι συντηρητική ούτε μίζερη. Όταν την κάλεσα, η Τέσι έκανε σα μικρό παιδί. Αδύνατο να μη νιώσεις άνετα μαζί της.
«Γεια σου Αφροδίτη, με θυμάσαι; Σίγουρα όχι. Είμαι η Τέσι.»
«Φυσικά σε θυμάμαι. Μιλάς ελληνικά. Δεν είσαι Ιρλανδή;»
«Η μητέρα μου. Στο κάμπινγκ έκανα την ξένη, δεν ξέρω γιατί. Μου φαινόταν ότι θα έχει πλάκα. Να λένε πράγματα μπροστά μου... ξέρεις.»
«Κατάλαβα... Και ζεις στην Ιρλανδία ή εδώ;»
«Εδώ, δεν έχω πάει ποτέ στην Ιρλανδία. Η μητέρα μου γύρισε εκεί με τον αδερφό μου, όταν χώρισε... πριν από έξι χρόνια. Εγώ έμεινα με τον πατέρα μου. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών.»
«Στην πιο δύσκολη ηλικία. Θα πρέπει να ζορίστηκες πολύ.»
«Ναι, εντάξει. Ίσως να ήταν και καλύτερα. Είχαμε τρομερό ανταγωνισμό με τη μάνα μου, όλη την ώρα τσακωνόμασταν. Ο πατέρας μου ήτανε γλυκός, με πρόσεχε... Τέλος πάντων, τι σας λέω τώρα! Το θέμα είναι ότι δεν μένω μαζί του πια. Ούτε θέλω να γυρίσω.»

Εκείνη η πρώτη μέρα ήταν λίγο παράξενη. Απ' την επόμενη, μπήκε το νερό στ' αυλάκι κι η Τέσι στο σπίτι μας, στο δωμάτιό σου.
Έμεινε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Εγώ τα πρωινά έλειπα στη δουλειά, συνήθως γυρνούσα αργά το απόγευμα. Τις έβρισκα να πίνουν καφέ ή -αν είχε ήδη πέσει ο ήλιος- να σε κάνουν βόλτα και να τα λένε σαν καλές φιλενάδες.
Ήταν μια όμορφη, γλυκιά, χαλαρή περίοδος. Η Αφροδίτη είχε άδεια αρκετούς μήνες και απολάμβανε τον καινούργιο της ρόλο, πολύ περισσότερο μάλιστα που η παρουσία της Τέσι της έλυνε τα χέρια σε πολλά πράγματα -εξωτερικές δουλειές, ψώνια, ακόμα και βραδυνή έξοδο, μιας που η νεαρή μας φίλη αποδείχτηκε εξαιρετικά ικανή και υπεύθυνη στην φροντίδα σου.
Μάθαμε και την ιστορία της με τον τύπο. Δεν ήταν ο πατέρας της. Σκηνοθέτης-παραγωγός... μη σου πω και προαγωγός. Την είχε "ψήσει" να παίξει σε μια αισθησιακή ταινία -πορνό, δηλαδή- και δεν την πλήρωσε ποτέ. Η Τέσι -απ' ό,τι έλεγε- το 'κανε πρωτίστως για το κέφι της, όμως και τα λεφτά τα είχε ανάγκη (έμενε ήδη μόνη της δουλεύοντας όπου έβρισκε, σε μπαρ, καφετέριες, πιτσαρίες). Και πρέπει να ήταν αρκετά λεφτά, που όμως δεν τα είδε ποτέ.
Δεν ξέρω αν έτσι δουλεύει το κύκλωμα ή αν αυτή έπεσε στην περίπτωση. Ο τύπος πίστεψε ότι βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά. Βλέπεις, η Τέσι δεν ήταν απλά ένα ωραίο, πρόθυμο κορίτσι. Ήταν μια δεκαενιάχρονη που έδειχνε δεκατέσσερα -βία δεκαπέντε. Με το κατάλληλο ντύσιμο και το σωστό παίξιμο, υποθέτω θα περνούσε και για μικρότερη. Την είχε λοιπόν από δίπλα μην τυχόν και του φύγει ή του την αρπάξουν. Την είχε βάλει σε μια βίλα κάπου βόρεια -εκεί που γίνονταν και τα γυρίσματα- και πότε την εκβίαζε, πότε την παρακαλούσε και πάντως δεν την πλήρωνε πριν την "δέσει". Την πίεζε να υπογράψει συμβόλαια και, κάποια στιγμή, του 'χε ξεφύγει και κάτι για βίζιτες. Στο στυλ, "έχω διασυνδέσεις με πολύ καλό κόσμο, μιλάμε για τρελό χρήμα!"... Πήγαινε να τη θαμπώσει και την πάτησε. Όταν αντιλήφθηκε την ανοησία του (ότι βιάστηκε υπερβολικά, ότι η Τέσι δεν ήταν συνηθισμένο άτομο κι ήθελε με το μαλακό, να τη γλυκάνει και να τη διαφθείρει, πρώτα, με το χρήμα) ήταν αργά. Προσπάθησε να τα μπαλώσει, ότι τάχα εκείνη δεν κατάλαβε, ότι μόνο αυτή σκεφτόταν κλπ κλπ, αλλά η υπόθεση είχε βρομίσει κι η Τέσι σκεφτότανε ήδη πώς θα την κάνει έστω κι απλήρωτη. Είδε λοιπόν τη δική μου την εμφάνιση σαν σημάδι και, χωρίς δεύτερη σκέψη, την κοπάνισε. Έτσι παρορμητικά λειτουργούσε σε όλα. Μαζί της, το κάθε τι μετατρεπόταν σε περιπέτεια.

Μια Κυριακή πρωί νομίζω ήταν, που εσείς κοιμόσασταν ως αργά, βρήκα την Τέσι να πίνει καφέ στη δροσιά του μπροστινού μπαλκονιού. Γενικά δεν μιλούσε πολύ και μου είχε δώσει την εντύπωση ότι απέφευγε να βρεθεί μόνη μαζί μου, ίσως από διακριτικότητα και αλληλεγγύη προς την Αφροδίτη, ή ίσως ακόμα κι από αμηχανία λόγω του παλιού επεισοδίου που μας συνέδεε.
Εκείνη τη μέρα, όμως, έδειχνε διαφορετική, ορεξάτη.

«Τι έγινε, το ξενυχτίσαμε;»
«Ε, όχι και τόσο. Νωρίς ξαπλώσαμε.»
«Νωρίς ξαπλώσατε, το ξέρω. Μετά όμως... αναστέναξε!»
«Ποιος αναστέναξε;»
«Το κρεβάτι.»
Τότε πρόσεξα το ύφος της.
«Τέσι, τι πίνεις;»
«Εγώ; Καφέ.»
«Ελληνικό ή Ιρλανδέζικο
«Χο, χο, δεν μ' αρέσει το ουίσκι. Ούτε το χρειάζομαι. Άλλα πράγματα με "φτιάχνουν". Η φύση, τα όνειρα, το σεξ... Μόνο που μου λείπει τώρα τελευταία, γι' αυτό σας πήρα λίγο μάτι το βράδυ. Ελπίζω να μην σε πειράζει.»
Να με πειράζει;
«Μάτι... τι μάτι; Αφού η πόρτα της κρεβατοκάμαρας...»
«Τι γλυκός και αθώος που είσαι! Φυσικά και ήταν κλειστή η πόρτα, το φροντίζεις κάθε φορά επιμελώς. Όταν την ακούω να κλείνει, ξέρω τι θα επακολουθήσει... Δεν ήταν λοιπόν δικό σου λάθος... αν υποθέσουμε ότι είναι λάθος να μοιραζόμαστε τη χαρά μας με τους συνανθρώπους μας. Δική μου ατιμία ήταν.»
«Τι, δηλαδή; Μη που πεις ότι κοιτούσες σαν πιτσιρίκι απ' την κλειδαρότρυπα;»
«...»
«Δεν το πιστεύω! Και τι μπορεί να φαίνεται από κει;»
«Συνήθως τίποτα. Χτες, όμως, είχατε το φως αναμμένο!»
«Συνήθως; ...Τέσι, είσαι απίστευτη!»
«Μμμ, μ' αρέσει να μου το λένε αυτό... Αλλά κι εσύ, δείξε λίγη κατανόηση βρε παιδί μου! Ξέρεις τι κάβλες έχει ένα εικοσάχρονο κορίτσι, αγάμητο εδώ και... Και... Πούστη μου, έχασα το λογαριασμό.»
«Ναι, καλά. Πάω στοίχημα ότι δεν είναι πάνω από μήνας. Άλλες στην ηλικία σου παίζει να 'ναι και παρθένες.»
«Από πού, απ' τον κώλο; Σίγουρα. Αυτό οι περισσότερες έχουν πρόβλημα να το δεχτούν. Κι εγώ κάποτε...»
«Τέσι, δεν θέλω να ξέρω! ...Δηλαδή... θέλω, αλλά όχι τώρα. Και όχι εδώ.»
Εννοείται ότι της μιλούσα και το ραντάρ μου σάρωνε το χώρο για πιθανές ενδείξεις ότι η Αφροδίτη είχε σηκωθεί και πιθανόν να μας άκουγε. Θα πρέπει, μάλιστα, να σηκώθηκα και να πήγα προσεκτικά να ελέγξω την κατάσταση. Όταν γύρισα, η Τέσι με κοιτούσε φανερά απογοητευμένη.
«Δεν κάνουμε κάτι κακό, ξέρεις.»
Ντράπηκα.
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς. Όμως... Η αλήθεια είναι ότι...» Δεν ήξερα τι να πω.
«Δεν περίμενα να το πάρεις έτσι στραβά. Αλλιώς δεν θα σου έλεγα τίποτα.»
Α, εκείνη την ώρα θυμήθηκα τις ενοχές μου ένα χρόνο πριν. Έλεγα πως ήθελα να τη βρω να της ζητήσω συγγνώμη -και τώρα που την είχα εδώ μπροστά μου τα 'κανα πάλι θάλασσα.
«Δεν το πήρα στραβά. Αντιθέτως.» Της έπιασα το χέρι. «Το βρήκα πολύ γλυκό.»
Με κοίταξε παραπονιάρικα.
«Ορκίζεσαι;»
«Ορκίζομαι. Εξάλλου, κατά κάποιον τρόπο ήταν δίκαιο. Κι εγώ σ' έχω δει να το κάνεις.»
Με κοίταξε απορημένη
«Μ' έχεις δει...; Πότε;»
«Τι πότε; Πέρσι, στην παραλία. Με δυο ιδιαίτερα προικισμένους...»
«Τι βλακείες λες τώρα;»
Έμεινα άναυδος. Λες να έκανα λάθος; Προσπάθησα να επαναφέρω τη σκηνή. Εμένα να κολυμπάω, με τα μάτια κόκκινα απ' το αλάτι... τα τρία άτομα στην παραλία, σε απόσταση...δέκα; δεκαπέντε μέτρων; Ήταν δυνατόν; Το στομάχι μου άρχισε ν' ανακατεύεται κι αυτό θα πρέπει ν' αποτυπώθηκε πολύ καθαρά στο πρόσωπό μου, γιατί ξαφνικά εκείνη άρχισε να γελά.
«Στην έφερα, χα, χα, στο χρώσταγα. Τέτοιο φτύσιμο δεν το είχα ξαναφάει από άντρα!»
«Είσαι μεγάλη...»
«Τι; Πουτάνα; Καριόλα; Πρόσεχε γιατί... σου είπα. Δεν θέλω πολύ για ν' ανάψω. Και χτες βράδυ...»
«Τι χτες βράδυ;»
«Στο τσακ ήμουνα ν' ανοίξω την πόρτα και να 'ρθω στο κρεβάτι σας. Αλλά ήμουν κυρία, πρέπει να το εκτιμήσεις αυτό. Είπα, "όχι, Τέσι, όχι κούκλα μου! Πήγαινε τώρα σαν καλό κορίτσι στο κρεβατάκι σου να τελειώσεις με το δάχτυλό σου."»
«Με το... Τέσι είσαι απίστευτη! Το ξανάπα.»
Χαμογελούσε ικανοποιημένη. «Σιγά το απίστευτο... Με παρέα είναι πιο καλά. Έστω κι από κάποια απόσταση.»

Ωχ, ξεχαστήκαμε. Πάμε σιγά-σιγά προς το ταβερνάκι μας και σου συνεχίζω μετά το φαί. Δεν ξέρω, που λες, πού μπορεί να οδηγούσε αυτή η συζήτηση. Η φωνούλα σου και τα βήματα της Αφροδίτης που τη διέκοψαν, μας άφησαν μ' ένα χαμόγελο συνενοχής που το μαζέψαμε κι αυτό όπως-όπως. Από κείνη τη μέρα, όμως, φρόντιζα στα ερωτικά μας παιχνίδια με τη μητέρα σου (που για κάποιο λόγο έγιναν πιο συχνά, καθημερινά σχεδόν) ν' αφήνω την πόρτα με τρόπο μισάνοιχτη κι ένα μικρό φως πάντα αναμμένο.