22 Μαΐ 2010

τα θηρία



Τα θηρία. Θα μυρίσουν το αίμα. Ήσουν τόσο απρόσεχτη.

Χρόνια σε γύρεψα, χρόνια σε πόθησα, χρόνια της μοναξιάς και της ανάγκης, κι είσ’ εδώ. Στην αγκαλιά μου κλεισμένη, δεν θα σ’ αφήσω -το ξέρεις. Είσαι για μένα το παν.

Παραμονεύουν στο σκοτάδι. Τι γυρεύουν, ρωτάς, γιατί δεν μας αφήνουν στην ησυχία μας, εμάς που δεν πειράξαμε ποτέ κανέναν. Είσαι τόσο αθώα. Γλυκιά και αθώα. Έπρεπε να σε προσέχω περισσότερο.

Τα θηρία. Θα μυρίσουν το αίμα. Ρέει απ’ την πληγή στο στήθος σου -πώς άνοιξε αυτή η πληγή, πότε και γιατί; Με κοιτάζεις με κείνο το θλιμμένο σου βλέμμα, σαν να περίμενες να ξέρω πώς. Όμως εγώ… Πού ήμουν εγώ; Στη δουλειά, στο κυνήγι, μην είχα πάει τα παιδιά… Α, δεν έχει νόημα, δεν έχει νόημα να κατηγορώ τον εαυτό μου, το ξέρω. Κι όμως…

Το ‘λεγες πάντα. Φοβόσουν την ερημιά, την απομόνωση, δεν έπρεπε να συμβεί αυτό, χρέος μου ήταν να σε φροντίζω, να σε προστατεύω και να που σ’ έχω λαβωμένη στα χέρια μου. Τα θηρία παραμονεύουν, το ξέρω. Θα μυρίσουν το αίμα και το αίμα θα τα τραβήξει ως εδώ. Πρέπει κάτι να… Πρέπει.

Σκουπίζω το αίμα. Όχι με ύφασμα. Το ύφασμα θα ποτίσει και τότε…όχι, σκουπίζω το αίμα με τα χέρια, τα γυμνά χέρια μου. Ακούω ουρλιαχτά -δεν φανταζόμουν πως ήταν τόσο κοντά! Με κοιτάς τρομαγμένη καθώς φέρνω τα χέρια στο στόμα μου. Ορκίστηκα να σε προστατεύω και θα το κάνω.

Χωρίς δισταγμό. Γλείφω το αίμα, καθαρίζω τα χέρια με τη γλώσσα μου. Έχει μια γεύση…Κλείνεις τα μάτια και σφίγγεσαι πάνω μου. Τώρα ξέρεις ότι θα κάνω τα πάντα. Δεν θα επιτρέψω να… Δεν θα το επιτρέψω!

Δυο βδομάδες. Πάνε κιόλας δυο εβδομάδες που σε κρατώ. Τα θηρία δεν φάνηκαν -όμως τα νιώθω. Είναι κει έξω αναζητώντας ένα νέο θήραμα. Ποιος ξέρει πόσα απροστάτευτα πλάσματα δεν έγιναν βορά στα δόντια τους στο μεταξύ. Διψούν για αίμα. Το ξέρουμε κι οι δυο, όλος ο κόσμος το ξέρει. Το αίμα τα ερεθίζει, μόλις το μυρίσουν τρελαίνονται. Κι η πληγή σου… αυτή η πληγή που δεν λέει να κλείσει.

Βλέπω συχνά το ίδιο όνειρο. Είμαστε μόνοι, λέει, οι δυο σ’ αφιλόξενο δάσος. Γύρω μας, μάτια λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Παντού γύρω. Μικρές άλικες χάντρες, σταγόνες φωτιάς που αιωρούνται. Παντού όχι… Σε παίρνω στους ώμους, τρέχω στη μόνη κατεύθυνση που δεν βλέπω φωτιές, εκεί που το κομπολόι μοιάζει να διακόπτεται -ξάφνου σκοντάφτω. Κι ύστερα δεν σε κρατώ πια. Φωνάζω τ’ όνομά σου. Ουρλιάζω. Όχι. Είναι το δικό σου ουρλιαχτό. Και τρέχω. Κι εσύ ουρλιάζεις ξανά και ξανά, πλησιάζω, σε φτάνω, μα όχι, δεν είσαι εσύ, η φωνή που άκουγα δεν ήταν δική σου. Ήταν δική τους. Είμαι κυκλωμένος απ’ τις ανάσες κι από τα πύρινα μάτια τους και μια μυρωδιά που μου χτυπά στα ρουθούνια, όχι. Δεν… Φωνάζω. Δεν μπορεί, αυτή η μυρωδιά, αυτή η γλυκερή μυρωδιά απ' τα χαίνοντα σαγόνια τους, δεν μπορεί να ‘ναι, όχι…Όχι! Ξυπνώ μ’ εσένα στα χέρια μου. Κι αυτή είναι στ’ αλήθεια η μυρωδιά του αίματός σου. Δεν πρέπει να την μυρίσουν άλλα ρουθούνια, δεν πρέπει. Σκύβω αργά στο στήθος σου. Και πίνω αργά.

Σήμερα το είδα. Πλησίασε διστακτικά νομίζοντας ότι κοιμάμαι. Μόλις σήκωσα το κεφάλι, εξαφανίστηκε. Σίγουρα θα πάει να φέρει και τ’ άλλα. Μα δεν είναι αυτό που με ανησυχεί.

Η πληγή σου όσο πάει και βαθαίνει. Πότε έφτασε να χωράει το κεφάλι μου! Κι η φωνή σου…δεν θυμάμαι πότε άκουσα τελευταία φορά τη φωνή σου. Όμως φοβάμαι να κοιτάξω. Φοβάμαι να επιβεβαιώσω αυτό που μέσα μου ξέρω ήδη. Δεν άντεξες. Στάθηκες τόσο δυνατή κι όμως στο τέλος δεν άντεξες. Μα δεν θα τους αφήσω να σε πάρουν. Με οποιοδήποτε κόστος. Δεν θα εγκαταλείψω το κορμί σου στις ορέξεις τους. Συνεχίζω. Όλο και βαθύτερα.

Είναι γύρω μου. Δεν χρειάζεται να σηκώσω κεφάλι. Το ξέρω. Νιώθω την παρουσία τους. Μα δεν σταματώ. Έχω σχεδόν τελειώσει. Ακούω τη φωνή τους. Δεν είναι το ουρλιαχτό που φοβόμουν. Ένα τρομαγμένο κλαψούρισμα. Όταν ορθώνομαι, στο τέλος, τα βλέπω. Τρομαγμένα θηρία. Κάποιο μεγαλύτερο θηρίο προφανώς. Τους δείχνω τα ματωμένα δόντια μου απαιτώντας να μου ανοίξουν το δρόμο. Πρέπει να βρω ένα άλλο κρησφύγετο. Για τους δυο μας.



Edvard Munch, Weeping Nude