23 Φεβ 2010

η μολότωφ




Δεν πάνε στο διάολο όλοι τους!

Τι έπαθες πάλι;

Περικοπές, περικοπές, περικοπές! Με τι νομίζουν ότι θα ζήσει ο κόσμος;

Σιγά μην τους νοιάζει!

Μωρέ, τους νοιάζει! Αλλά δεν τολμάνε… πού να τολμήσουνε!

Να τολμήσουνε τι;

Να τα βάλουν με τα συμφέροντα, βέβαια! …Μωρέ ας ήμουνα εγώ υπουργός… Με κάνεις μια μέρα υπουργό; Μια μερούλα μόνο. Ίσα να κόψω μερικούς κώλους!

Όπα ρε άντρα!

Γυναίκα, κάνε μου τη χάρη!

Ποια χάρη να σου κάνω; Όποτε πιάσεις την εφημερίδα, το ίδιο βιολί!

Γιατί όποτε πιάσω την εφημερίδα, τα ίδια σκατά! Έχεις δει εσύ ποτέ την εφημερίδα να γράφει «αυξήσεις μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών»; «Μείωση της εγκληματικότητας», «μείωση της ανεργίας»; Έχεις δει; Όχι, πες μου, αν έχεις δει, ν’ αφήσω το βιολί, να πιάσω την καραμούζα.

Μμμ, χιούμορ!

Χιούμορ, κυρία μου, χιούμορ. Γιατί αν δεν το ρίξουμε και λίγο στην τρελή… θα τρελαθούμε! Δεν είναι κόσμος αυτός, δεν είναι κοινωνία αυτή! Κοίτα δω, κοίτα! Τα ματ να βαράνε γέρους ανθρώπους. Εμ, αυτούς μπορούν, αυτούς δέρνουνε. Όταν κατεβαίνουνε τα τσογλανάκια και σπάνε και βρίζουνε «γουρούνια, δολοφόνοι», οι κυρίες κουνάνε τον…

Ωχου, με ζάλισες μεσημεριάτικα! Θα ‘ρθει και το παιδί σε λίγο.

Και που θα ‘ρθει, δηλαδή, τι θα γίνει; Μην ακούσει τον πατέρα του να εκφράζεται χυδαία; Σιγά τα ωα! Έχουν αυτοί μια γλώσσα! Αλλά μόνο για τα κοκορέματα. Να ‘ρθει ν’ ακούσει! Όταν σε πνίγει η αγανάκτηση… Γροθιά στο μαχαίρι! Αυτό χρειάζεται, κυρία μου! Γροθιά!

Άντε λοιπόν…

Τι …άντε λοιπόν;

«Περικοπές» δε λες; Εκεί, που μας την κουνάς τόση ώρα, «περικοπές» δε λέει; Ιδού το μαχαίρι, ιδού και η γροθιά, δωσ’ τηνε λοιπόν, γιατί δεν τη δίνεις;

Γροθιά, είπα; Με συγχωρείτε, φωτιά ήθελα να πω. Τι κουνάς το κεφάλι σου, μας τη λες δηλαδή, δεν κατάλαβα! Εγώ θα τη δώσω τη γροθιά; Αυτοί που έχουνε τη δύναμη, την εξουσία. Γι αυτό τους ψηφίζω… Κοιτα δω να δεις, κοίτα δω! Αμ, οι δικαστές; Τι σου λένε οι δικαστές; Ε, ρε, βούρδουλας που σας χρειάζεται! Η διαπλοκή, της διαπλοκής, την διαπλοκή, ω κουκούλωμα! Τόσα σκάνδαλα, είδες να πληρώνει κανείς; Να τα λεφτά του κοσμάκη! Κακοτεχνίες, ρεμούλες, λαδώματα! …Ω, ω, οι τελωνειακοί μάλιστα! Τώρα μάλιστα! Μου θέλουν κι απεργία! Τελωνείο, εφορία, πολεοδομία! Το τρίπτυχο της διαφθοράς! Όλο το λάδι της Καλαμάτας δε φτάνει! Κοίτα δω ξεφτίλα, σιχαίνεσαι να γυρίσεις σελίδα!

Ναι, η σελίδα σου βρωμάει! Όταν ήσουνα στην επιτροπή… τότε με τους ελέγχους… ποιος τα κουκούλωσε τότε, οι δικαστές;

Τους ελέγχους; Ποιους ελέγχους; Με τα γάλατα; Αφού ο Κανελλόπουλος…

Ρίξ’ τα πάλι στον Κανελλόπουλο! Ο Κανελλόπουλος πήρε το καλαματιανό και τα γύρισε… εσύ τι πήρες μου λες;



Ε; τι πήρες;

Ωωωχ! Τι πήρα και τι πήρα! Κι εσύ τώρα, δηλαδή, τι θέλεις ρε κοπέλα μου, να με σκάσεις; Με σκάνε αυτοί, να με σκάσεις κι εσύ; Αφού είναι προϊστάμενός μου! Κι όχι οποιοσδήποτε προϊστάμενος… Ο Κανελλόπουλος! Ξέρεις τι δόντι έχει αυτός; Ούτε υπουργός δεν τον κουνάει.

Μπα; Τι σόι δόντι ειν’ αυτό;

Αφού σου λέω! Ολόκληρος υπουργός κι έκανε μόκο. Και θες να μιλήσω εγώ;

Δεν ξέρω. Κάτι για γροθιές άκουσα…

Γροθιές, μάλιστα… αλλά εκεί που μας παίρνει. Με σύνεση, με στρατηγική. Πω, πω, εδώ να δεις… κοίτα τι γίνεται πάλι με τους μετανάστες! Τι να πούνε κι αυτοί οι έρμοι… Άλλα λαδώματα εκεί πέρα! Πού να το βρούνε, ρε ζώα, οι άνθρωποι το λάδι, αφού τους το ‘χετε βγάλει όλο στις οικοδομές σας και στα χωράφια σας;

Πες τα χρυσόστομε!

Τι σημαίνει πάλι αυτό; Άλλη κακία;

Εγώ κακία; Απλά θυμήθηκα κείνον τον κακομοίρη το Μπενάι, που σε παρακαλούσε να τον δηλώσεις για την άδεια παραμονής…

Τον Μπενάι; Ποιον Μπενάι;

Α, ούτε τ’ όνομά του δεν ξέρεις;

Ποιον, τον Αλβανο που… ;

Ναι, τον Αλβανο που… Που μας έβαψε το σπίτι. Τον πατέρα της Βίλμας.

Ποια είναι πάλι αυτή;

Το κορίτσι του γιου σου είναι Τάκη μου, το κορίτσι του γιου σου.

Τα ‘χει ο γιος μου με Αλβανή;

Καλέ πια Αλβανή; Εδώ έχει μεγαλώσει το κορίτσι, συμμαθητές είναι.

Τα ‘χει με Αλβανή. Και μου το κρύβατε.

Στο κρύβαμε; Δεν είμαστε καλά. Τόσες φορές το ‘χεις δει το κορίτσι. Έπειτα… εσύ δεν είσαι ρατσιστής.

Δεν είμαι, βέβαια. Αλλά ο Τηλέμαχος είναι μικρός, τι θέλει να μπλέξει με δαύτους;

Α, μάλιστα.

Και, μιας που τον ανέφερες, πού είναι ο μικρός; Δεν έπρεπε να ‘χει έρθει;

Ε, νέο παιδί είναι, αργεί καμιά φορά.

Ακριβώς, επειδή είναι παιδί, χρειάζεται να το ΄χεις από κοντά. Πολλά συμβαίνουν… Φτου σου, πούστη! Να, να, τι σου λέω; Κοίτα να δεις τα κωλόπαιδα! Τα σπάσανε πάλι. Τι σου ‘λεγα; Την αστυνομία την έχουνε μόνο να βαρά τα γεροντάκια και τους απεργούς. Κοίτα δω τα τσογλάνια, σπάσαν τ’ αυτοκίνητα του κοσμάκη. Αναρχικοί σου λέει! Εκεί που χέσαν οι αναρχικοί…

Ωχ, ξύπνησε ο Μπακούνιν…

Ρε ποιος Μπακούνιν μου λες; Να μου σπάσουν εμένα τ’ αυτοκίνητο; Θα τους σπάσω το κεφάλι!

Α! Mπράβο ρε, στα παιδιά σου; Αν σου ‘σπαγε ο Τηλέμαχος τ’ αυτοκίνητο, θα του ‘σπαγες το κεφάλι;

Τα παιδιά μου; Ο Τηλέμαχος; Τι λες τώρα; Κάνει τέτοια ο Τηλέμαχος;

Όχι, βέβαια, το παιδί.

Α, «όχι βέβαια το παιδί»! Φυσικά και όχι βέβαια το παιδί. Γιατί είναι παιδί δικό μου, όχι του Κανελλόπουλου… Ελπίζω.

Τι σχέση έχει πάλι ο Κανελλόπουλος;

Τι σχέση; Ξέχασες πέρσι που πιάσανε το γιο του με την κουκούλα; Που πετούσε πέτρες; Δεν ξέρει τι έχει και τα σπάει με τις πλάτες του μπαμπά. Έτσι είμαι κι εγώ αναρχικός! Είμαι κι εγώ αντιεξουσιαστής έτσι. Τι νομίζεις πως είναι όλ’ αυτά τα κωλόπαιδα; Παιδιά πλουσίων και λαμόγιων. Που διδαχτήκανε ασυδοσία απ’ την κούνια τους. Την ηθική της ζούγκλας, το ου συλληφθείς! Ο γιος μου, τι σχέση έχει ο γιος μου; …Ποιος χτυπάει τις πόρτες;

Αυτός είναι. Ήρθε.

Ήρθε και θα γκρεμίσει το σπίτι;

Μη μου μιλάτε, θα σκάσω. Θα κάνω φόνο, φωτιά θα τους βάλω.

Τι έγινε Τηλέμαχε; Για να σε δω!

Τι έγινε, παιδί μου; Τι έχεις;

Ό,τι θέλω έχω! Θα σκάσω σας λέω, μη μου μιλάτε! Δεν είναι κόσμος αυτός, δεν είναι κοινωνία αυτή. Φωτιά χρειάζεται, στάχτη να γίνουνε στάχτη!

Ωχ, άρχισε τα καλά του πατέρα του.

Άσ’ τονε, θα ηρεμήσει. Άρχισε να γίνεται άντρας. Τη βλέπει την κατάντια, δεν την βλέπει;

Μα αυτός είναι ήρεμο παιδί. Δεν είδες πώς γυάλιζε το μάτι του; …Και σα βουρκωμένο… σα να ‘χε κλάψει.

Δεν είναι τίποτα, σου λέω! Η εφηβεία… Κι εγώ στην ηλικία του… Έλα δω! Πού πας με τη βενζίνη;

Να κάψω το σχολείο. Θα φτιάξω μολότωφ!

Αχ, Παναγιά μου, τι με βρήκε πάλι. Έλα δω παιδί μου, στάσου να μιλήσουμε.

Ένα μπουκάλι… χρειάζομαι ένα μπουκάλι…

Καλέ! Τι κάνεις εκεί, τι γεμίζεις εκεί πέρα; Ααα! Για στάσου σε παρακαλώ! Να ‘χουμε άλλα… Φέρε εδώ το μπουκάλι!

Ναι, παιδί μου, δεν λύνονται τα προβλήματα με τις φωτιές.

Τότε να πας εσύ, μπαμπά. Να πας να τους κάνεις μήνυση!

Μήνυση; Σε ποιους;

Στο λυκειάρχη, στο γυμναστή, σε όλους! Και στο Δημοσθένη.

Ποιο Δημοσθένη; Γιατί να κάνω μήνυση;

Για τη σημαία! Τρεις μου την τραβούσανε να μου την πάρουν! Θέλανε να τη δώσουνε σ’ αυτόν. Στο Δημοσθένη!

Τι λες! Και δεν είναι αυτός ο καλύτερος, ε; Τι σου ‘λεγα; Αναξιοκρατία! Διαπλοκή… Μέχρι και στα σχολεία!

Φυσικά! Επειδής είναι ο πατέρας του δεν ξέρω τι, του βάζουνε τους βαθμούς χαριστικά! Πώς έβγαλε δεκαεννιά ο άσχετος, π’ ούτε μια εξίσωση δεν ξέρει να λύσει αν δεν του την κάνουνε στο φροντιστήριο!

Κι έβγαλε δεκαεννιά, ε; Αλλά εσύ έβγαλες παραπάνω.

Εγώ; Όχι βέβαια. Δε μιλάμε για μένα.

Αλλά;

Για τη Βίλμα! Δεκαεννιά και τρία! Κι αυτό από αδικία…

Τη Βίλμα; Ποια Βίλμα;

Τη Βίλμα Μπενάι, το κορίτσι μου. Αυτή έπρεπε να σηκώσει τη σημαία!

Η Αλβανή;

Ποια Αλβανή; Ο πατέρας κι η μάνα της είναι Αλβανοί, όχι αυτή! Το ‘πε κι ο Ισοκράτης! Κι απ’ το μαλάκα το Δημοσθένη τα ελληνικά τα μιλά πολύ καλύτερα, αν θες να ξέρεις!

Και τελικά; Σου την πήρανε;

Σιγά να μην την παίρναν! Την άφηνα εγώ; «Ασ’ τη σημαία, Παράσχο, γιατί θα φας αποβολή που θα ‘ναι όλη δικιά σου!» Ακούς μπαμπά;

Οπότε την άφησες…

Όχι, βέβαια. Τι θα πει αποβολή; Έκανα κανένα παράπτωμα; Να ‘σκυβα το κεφάλι δηλαδή, να γινόμουν συνεργός στην αδικία; Έτσι δεν έλεγες πάντα, μπαμπά; «Όχι, κύριοι! Συνεργός, όχι!»

Σε ποιους το ‘λεγε ο μπαμπάς σου αυτό, καμάρι μου; Ποιοι ήταν αυτοί οι «κύριοι»;

Πού να ξέρω, ρε μαμά; Σάματις τους έβλεπα; Κάποιους εννοούσε…

Α, «κάποιους» εννοούσε…

Τελικά, πώς σου την πήρανε τη σημαία; Γιατί εδώ, βέβαια, σημαία δεν έφερες.

Στο τέλος, ήρθε κι ο επιστάτης. Μ’ άρπαξε από δω, κόντεψε να μου σκίσει τα ρούχα. «Ασ’ την κάτω», μου λέει, «μαλακισμένο, μη σου κόψω τα χέρια»! Ακούς μπαμπά;

Ε, δεν τον άφηνες να στα κόψει, να δούμε θα στα ‘κοβε;

Να πας να τον βρίσεις, μπαμπά. Να του κάνεις μήνυση! Όπως έκανες στον άλλο, που σου ‘χε πει…

Τι του ‘χε πει; Πότε έκανες μήνυση;

Σταμάτα εσύ, προσπαθώ να βγάλω άκρη… Τι μήνυση θα κάνω παιδί μου; Που σε είπε μαλακισμένο; Ή που σε τραβούσε; Με τι στοιχεία; Θες να σε σταμπάρουνε κι ύστερα να τρέχω κάθε φορά να παρακαλάω;

Να παρακαλάς; Ποιος είπε να παρακαλάς; «Θα ‘ρθει ο μπαμπάς μου να σας κάνει μήνυση», τους είπα. «Θα το φυσάτε και δεν θα κρυώνει.»

Κι αυτοί, τι σου είπανε;

Χεστήκαν πάνω τους, ασφαλώς.

Καλλιόπη, άσε τα καρφιά και τις ειρωνίες! Σε παρακαλώ πολύ!

Τι παρακαλείς, Τάκη μου, μια ζωή παρακαλείς! Πήγανε να κόψουνε τα χέρα του γιου σου κι εσύ μας παρακαλείς. Λόγια, λόγια, μια ζωή στα λόγια…

Του τα κόψανε, κυρία μου; Βλέπεις εσύ κανένα κομμένο χέρι; Τι να πάω να τους πω δηλαδή;

Άρα, να κάνουμε το μαλάκα… Άλλη μια φορά. Το μαλάκα!

Και τι θες να κάνουμε, ρε συ Καλλιόπη, επανάσταση; Εμπρός στα όπλα, μας πήραν τη σημαία;
Δεν είναι η σημαία, το θέμα και το ξέρεις. Είναι η αδικία. Σήμερα η σημαία, αύριο κάτι άλλο. Έτσι μαθαίνεις να τρως τις καρπαζιές.

Εγώ, δηλαδή, τρώω καρπαζιές έτσι; Αυτό θες να πεις. Τρώω, καρπαζιές. Επειδή προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής.

Αν θες ρεαλισμό, τότε να ‘σαι ρεαλιστής και στα λόγια. Τ’ ακούς; Και στα λόγια. Όχι να του φουσκώνεις τα μυαλά. Κι αν θες να ξέρεις αυτός ο ρεαλισμός που λες είναι για τους ψόφιους. Γι αυτούς που δεν διεκδικούνε ποτέ τίποτα. Άλλοι, έχουν φωνή και την υψώνουν. Κι άμα παίρνεις ποτέ και καμιά αυξησούλα, χάρη σ’ αυτούς την παίρνεις!

Να πας να βρεις αυτούς τους άλλους, λοιπόν! Τ’ ακούς; Να πας να τους βρεις!

Τάκη, μη με προκαλείς… Γιατί έτσι και το πω, εγώ, το ‘κανα!

Άντε, λοιπόν! Μπορεί να βρεις κανέναν να στο κάνει και καλύτερα.

Αυτό, σίγουρα!

Τους είδαμε τους λεβέντες που λες. Σπάσαν τα κεφάλια τους ένας-ένας. Πήρανε φόρα να γκρεμίσουν το ντουβάρι και σπάσαν τα κεφάλια τους. Άμα θέλω ντουβάρια να ξεθυμάνω, έχω και σπίτι μου. Εκεί ξεθυμαίνω εγώ… σε σένα και στα ντουβάρια του σπιτιού μου. Τέλος! … Κι ύστερα τώρα εσύ τι θέλεις; Στην πήρανε τη σημαία, τελείωσε, καταλαβαίνεις; Τι θέλεις, να μας γράψουν οι εφημερίδες, για χάρη της φίλης σου της Αλβανής; Στο κάτω-κάτω, αν ήθελες κι εσύ να ξεθυμάνεις, ας έριχνες μερικές αυτού του… πώς τον είπες;

Του Δημοσθένη; Του ‘ριξα, βέβαια! Δυο δόντια του έσπασα.

Τι έκανε λέει; Τρελάθηκες; Εγώ γι’ αστείο το ‘πα… Ω, ρε, τι έπαθα…

Τι έπαθες, Τάκη μου; Γροθιές δεν ήθελες; Αυτά έχουν οι γροθιές…

Ρε, δεν αφήνεις το κήρυγμα; Καταλαβαίνεις τι έκαν’ ο γιος σου;

Τι να ‘κανα, ρε μπαμπά; Να κάθομαι να τις τρώω;

Να τις τρως; Τι έφαγες δηλαδή; Από ποιον τις έφαγες;

Απ’ τον επιστάτη. Αλλά κι απ’ τους άλλους. Τι σου λέω τόσην ώρα, ότι με τραβούσανε. Κοίτα την πλάτη μου…

Χριστέ μου! Κοίτα την πλάτη του παιδιού!

Αμ, τα μαλλιά! Τούφες μου ξεριζώσανε!

Αλήθεια λέει! Κοίτα δω το κεφάλι του.

Α, έτσι μάλιστα! Τότε έχουμε αποδείξεις! Θα στους κανονίσω εγώ! Ντύσου, φύγαμε!

Πού πάμε;

Πού πάμε; Γροθιά στο μαχαίρι δεν ήθελες; Γροθιά στο μαχαίρι! Κάνανε μεγάλο λάθος να τα βάλουν μαζί μου. Το δικό μου το παιδί ρε; Πω, πω… κοίτα τι σου κάνανε! Αμ, πες μου έτσι. Αυτά τα λένε απ’ την αρχή…

Θα τους δείξουμε τώρα μπαμπά, ε; Θα τους κάνεις μήνυση;

Μήνυση; Μηνύσεις! Να δούμε τώρα κύριε Δημοσθένη, πόσο μεγάλα δόντια έχει ο μπαμπάκας σου, που σου βάζουν τα δεκαεννιάρια…

Σιγά τα δόντια! Εγώ έσπασα του γιου, εσύ θα κανονίσεις τον πατέρα! Ε, μπαμπά; Να μάθει άλλη φορά να κάνει το μάγκα… «Ο μπαμπάς σου; Μήνυση; Στον πατέρα μου; Χα, χα, αφού είναι προϊστάμενός του βρε ζώον!» Ακούς το καθίκι;

Προϊστάμενος; Ποιος προϊστάμενος;

Ο πατέρας του Κανελλόπουλου… είναι λέει προϊσ…

Του Σταμάτη του Κανελλόπουλου; Το γιο του Κανελλόπουλου έδειρες;

Δυο δόντια του ‘σπασα! Του μαύρισα και το μάτι!

Ω, ρε πούστη τι πάθαμε!

Τι πάθαμε πάλι; Εγώ είμαι έτοιμη…

Έτοιμη…;

Δε μου πες να ντυθώ; Λοιπόν, ντύθηκα. Θα πάμε;

Πού να πάμε, ρε κορίτσι μου, πού να πάμε; Έδειρε το γιο του Κανελλόπουλου…

Δεν θα κάνουμε μήνυση; Η πλάτη του…; Τα μαλλιά του…;

Ποια μήνυση, με κοροϊδεύεις; Σε ποιον κόσμο ζεις; Δεν πάμε πουθενά. Αύριο θα τρέχω να παρακαλάω πάλι…

Κατάλαβα…

Τι λες μπαμπά; Αφού με χτύπησαν…

Ποιοι σε χτύπησαν, ρε μαλακισμένο; Τι δουλειά είχες εσύ με τις σημαίες; Για το πουτανάκι του Αλβανού; Τράβα στο δωμάτιό σου κι άσε με να σκεφτώ!

Τάκη!

Τι Τάκη και Τάκη! Αυτά δεν σου λέω συνέχεια; Είδες τι έγινε τώρα; Είδες τι έγινε;
«Θα τους κάψω, θα τους ράνω»… Μάζεψε τις βενζίνες, μην πάρουμε και καμιά φωτιά… Και το μπουκάλι, πού είναι το μπουκάλι;

Εδώ ήτανε, στο τραπέζι…

Ποιο τραπέζι; Τι κάνει πάλι, μπαίνει βγαίνει, θα μας γκρεμίσει το σπίτι; Δεν του είπα να πάει στο δωμάτιό του; Αυτός ξεπόρτισε;

Το μπουκάλι, Τάκη! Τάκη… το παιδί!




βασισμένο στην "κωμωδία" ΤΟ ΔΙΚΑΝΝΟ, του Κώστα Μουρσελά