22 Ιαν 2011

για τον αητό που καθότανε


Έχει όμως πολύ ωραίο ήλιο!
Του άρεσε ο ήλιος.

Μ' αρέσει ο ήλιος!

Γύρισε και την κοίταξε. Πανέμορφη, με τις ηλιαχτίδες φωτοστέφανο στα μαύρα μαλλιά. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά -μερικά σύννεφα κινούνταν απειλητικά προς το φως. Οσμίστηκε τον αέρα: όχι, δεν θα είχε καταιγίδα σήμερα.
Ένιωσε τη ζεστασιά στα φτερά του. Πόσον καιρό είχαν ν' ανοίξουν τούτα τα φτερά; Έδιωξε μακριά τη σκέψη. Τα φτερά του ήταν μια χαρά. Παχουλά και στιλβωμένα. Εκείνη τα θαύμαζε.

Είσαι αυτό που πάντα έψαχνα!

Δεν είχε κανένα λόγο ν' ανησυχεί για τα φτερά του. Ούτε λόγο να τ' ανοίξει είχε παρ' εκτός για φιγούρα. Κι αυτός δεν ήταν φιγουρατζής. Αυτός αγαπούσε τον ήλιο. Και το οροπέδιο είχε ακόμα άφθονη τροφή. Ακούγονταν βέβαια κάποια παράπονα -τι έφταιγε αυτός; Αδύναμα ζώα...

Σα να σκοτείνιασε λίγο; Την ένιωσε δίπλα του ν' ανατριχιάζει.
Δεν είναι τίποτα, είπε και της έκλεισε το μάτι. Άπλωσε τη φτερούγα του προστατευτικά. Εκείνη κούρνιασε βαθιά στο απαλό φτέρωμα. Κάτω η κοιλάδα απλωνόταν διψασμένη. Κάποτε κυλούσε ένα ποτάμι...
Ένιωσε μια υγρασία στον ώμο του. Ώρα ήτανε τώρα... Σήκωσε το κεφάλι ψηλά: ο ήλιος ήταν πάντα εκεί, τότε...; Είδε τα μάτια της και κατάλαβε.

Κλαις;
Συχώρα με...Είμαι τόσο ευτυχισμένη!

Ω, θα 'κανε τα πάντα γι' αυτήν! Θα μπορούσε...μέχρι και να πετάξει ξανά κάποια μέρα. Όχι τώρα πάντως. Δεν υπήρχε λόγος ν' αρχίσει τις φιγούρες στα καλά καθούμενα. Τα σύννεφα σκόρπιζαν.

Είδες που σου 'λεγα;
Είδα!
είπε κείνη θαυμαστικά.

Άρχισε να ξύνει τα νύχια του.
Του άρεσε ο ήλιος.