18 Απρ 2010

οιδίπους υπόχρεως




μάνα θυμάσαι είχα μια σάκα με λουριά
κάθε πρωί που μου τα πέρναγες στους ώμους
μου 'ριχνες στάχτη μες στα μάτια και σκουριά
κι "υπακοήν" όλο με δίδασκες στους νόμους

τώρα φωνάζεις και γυρνάς τις άδειες τσέπες μου
ψάχνοντας τίποτα ψιλά για "να τη βγάλεις"
μάνα της θλίψης, της ντροπής, μάνα του ξεπεσμού
μάνα της ένδοξης κατάντιας της μεγάλης

οσφύος κάμψεις και χαμόγελα φαρδιά
σε ποια φανάρια έχεις ξεχάσει τα παιδιά σου;
γόβα στο πόδι το στιλέτο στην καρδιά
και στο τραπέζι παγωμένη η φραπεδιά σου

κέρνα λοιπόν εταίρα εταίρους με τα ηδύποτα
δώσου ως το τέλος στην αρχαία σου αυταπάτη
κι εγώ στον ρόλο χρεωμένος του Οιδίποδα
μαζί σου μάνα χρόνια εδώ στο ίδιο κρεβάτι

μες στον ανίερο πυρετό μου σε ζητώ
(μάνα το σφίξιμο στο στήθος μου είναι κάτι;)
μπρος στην Ακρόπολη και στον Λυκαβηττό
μα εσύ γι ακόμα μια φορά μου 'σαι φευγάτη

σ' ακούω τις νύχτες να γυρνάς απ' το σκυλάδικο
"κάνε σου λένε ρε βλαμμένο πιο κει μη σου..."
σ' έχω ανάγκη πέταξέ με στο τρελάδικο
και του δικαίου σου τον ύπνο αποκοιμίσου