20 Φεβ 2009

τραγωδία




τόσους αιώνες ήσυχος και τώρα στα κομμάτια
τι τού 'ρθε του τρελοθεού και μ' άνοιξε τα μάτια
το χρέος μου το έκανα και με το παραπάνω
για δε μ' αφήνουνε λοιπόν το δόλιο να πεθάνω;

Διόνυσε δε συνέρχομαι
κι άντε να δεις αν έρχομαι


κυρ-Δαναέ μου ξύπνησε να δεις κακό μεγάλο
μη με γελούν τα μάτια μου, στο νου μου τι να βάλω;
καθότι με σνομπάρουνε στον Όλυμπο οι μεγάλοι
και δε μου λένε τίποτα, μον' μ' έχουν για ρεμάλι

βρε το μπαμπέση το θεό!
πες μου λοιπόν σαν τι να δω;


τι να σου πω, δεν έχουμε καιρό για χαζολόγια
ποτέ δεν τα κατάφερνα, το ξέρεις δα, στα λόγια
την κόρη τη μονάκριβη στη σέρνουνε στο μπόγια
κι οι δήθεν κληρονόμοι σου την κάνουνε λαμόγια

τ' ακούει ο Δαναός πετιέται
τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίτε


χίλια συγγνώμη Χάρε μου
και Πλούτωνα κουμπάρε μου
μ' αυτά δεν είναι του παρόντος
με θέλουν πάνω επειγόντως

αρπάει σπαθί και γιαταγάνι
τον βλέπει ο Χάρος και τα χάνει


βγαίνει στο φως, τρελαίνεται, τ' ειν' τούτα τα κωμώδια
πού να σταθώ, πού να κρυφτώ, μου κόπηκαν τα πόδια
ψάχνει να βρει τον Ηρακλή, πού πήγε το χαμένο
που μου 'λεγε μη νοιάζεσαι στο πόδι σου εγώ μένω;

Βάκχε, τι μου 'κανες μπαγάσα
δε μ' άφηνες μέσα στην κάσα!


βλέπει στο δρόμο ένα παιδί, ζητάει να του μιλήσει
μήπως γνωρίζει δηλαδή να τον πληροφορήσει
πώς τηνε λεν τη χώρα αυτή και πώς το βασιλιά της
κι αν είναι άρχοντας σωστός ή κάνας ακαμάτης

τονε κοιτάζει το παιδί
που 'ναι χλωμός σαν το πανί


τη χώρα τούτη γέροντα, Ελλάς την ονομάζουν
όσοι το χώμα της πατούν και βαριαναστενάζουν
πως θα τη λένε κι αύριο δεν σου το υπογράφω
μα κάτσε γιατί φαίνεσαι να βγήκες απ' τον τάφο

μες στην αφηρημάδα του
ξεχνούσε τη χλωμάδα του


συμπάθαμε, μη σκιάζεσαι
και μη μου αλαφιάζεσαι
δεν είμαι φάντασμα παιδί μου
ζητώ την Εκκλησία του Δήμου

λέει κι ο μικρός αναθαρρεύει
μα δε νογάει τι του γυρεύει


τέτοια εκκλησιά δε γνώρισα μες στη μικρή μου ζήση
τον αη-Δημήτρη ίσως ζητά, να πάει να προσκυνήσει
πάρε το δρόμο γέροντα να δεις όπου σε πάει
θα βρεις μεγάλη εκκλησιά, καμπάνα να χτυπάει

παίρνει το δρόμο ο δύστυχος
παίρνει το δρόμο, δυστυχώς


βλέπει τη γη του απότιστη, τα δάση της καμμένα
και τους ανθρώπους σε κουτιά, θεριά φυλακισμένα
βλέπει τον πόνο θέαμα με πρόσφυγες χιλιάδες
να ζουν μικρές Οδύσσειες, μεγάλες Ιλιάδες

τους λογικούς να 'χουν λαλήσει
σύννεφα να 'χουν καβαλήσει


στο Μαραθώνα στέκεται, στις Πλαταιές δακρύζει
στη Σαλαμίνα πνίγεται στη βρώμα που αντικρύζει
στρέφεται προς τον Όλυμπο, το Πήλιο, το Αιγαίο
κάτι απ' το πνεύμα μήπως βρει, τ' αθάνατο, τ' αρχαίο

μα βρίσκει το ρωμιό στη Δύση
το χρήμα να 'χει προσκυνήσει


στις Θερμοπύλες να πωλεί
τη μνήμη του την όση
και περί πάρτης τη βολή
ν' αμύνονται οι τρακόσοι

Διόνυσε στάσου ταίρι μου
κι ευλόγα το μαχαίρι μου


ψάχνει τα κάστρα, ερείπια, πεσμένες οι κολώνες
αλί του που 'σπειρε λαγούς κι αυτοί σπείραν χελώνες
άφησε ήρωες, θεούς, ημίθεους, ακρίτες
και βρήκε ορδές της διαπλοκής κι αχόρταγους λεχρίτες

γενάρχη μου και Δαναέ μου
ψυχή στ' ανάστημα τ' ανέμου


μην ψάχνεις πια τους ήρωες στους γυμνικούς αγώνες
ντυμένοι με χρυσά βρακιά τρέχουνε στις οθόνες
πού να βρεθεί ο Αλέξανδρος, της Πέλλας το καμάρι
δύο γριές τσακώνονται ποια θα τον πρωτοπάρει

ποιος μου μιλά, ποιος αγορεύει
ποιος είναι ο τράγος που χορεύει;


μοίρα κακή που μου 'γραψες να δω τέτοια σημάδια
να βρω τον τάφο μου ανοιχτό, τη χώρα μου ρημάδια
δος μου τουλάχιστον καιρό τον κερατά να στρώσω
παρόν λιγάκι και να δεις πώς θα στον ξεβρακώσω

πέφτει στη γη κι οδύρεται
φωνάζει κι ολοφύρεται


ΟΗΕ και ΝΑΤΟ και ΔΑΣΕ
δεν ειν' παρόν αυτό για σε
Δου-Νου-Του, Σένγκεν κι ΟΟΣΑ
ένα τραγούδι σκάρωσα




καλές απόκριες...

10 Φεβ 2009

διάφανη


πώς το λέγαν εκείνο το νησί;
φορούσες ένα σκοτάδι διάφανο σαν φως της αβύσσου
σειρήνα της πλώρης ακίνητη με το βλέμμα εμπρός
στην ξηρά που σιμώνει απαλά με των γλάρων τα πείσματα

οι τόποι πώς δείχνουν αλλιώτικοι είπες το σούρουπο
δίκοπες λέξεις λεπίδες γυμνές με το πόδι μετέωρο
(τα δάχτυλά του κλειστά μικροί ψαράδες παράξενοι)
στιγμιαία μετέωρο μ' ένα ανατρίχιασμα στην υγρή επαφή
και μια αγωνία ψυχρή μες στων ματιών σου το άδυτο
έτσι καθώς αργά βυθίζεσαι μισή στο νερό
καθώς αργά βυθίζεσαι στη σιωπή και στου χρόνου τον όλεθρο

κι εγώ, ποιος μές στο διάφανο σύθαμπο ήμουν εγώ
με τα μαύρα πανιά και τα μάινα ποιος ήμουν
καθώς την πλάτη γυρνάς και τι χρώμα έχουν οι στάχτες στα μάτια σου
το βουβό μέσα παράπονο η πληγή σου τι χρώμα
καθώς στρέφεις και φεύγεις όλη ένα χρώμα δεν ήμουν εγώ
πολεμιστής δεινός χρισμένος ανόητος δεν ήμουν
με των γεμάτων ιστίων μου την άγρια βιασύνη
μ' ένα νήμα στα χέρια δεν ήμουν κοριτσίστικα όνειρα
εγώ στην πλώρη κοιτώντας εμπρός πάντα εμπρός στο τρεμάμενο σούρουπο
στη σιωπή να μακραίνεις ξανά και στου χρόνου τον όλεθρο


καθώς φεύγεις κι απλώνεις

κι όλη διάφανο γίνεσαι σύθαμπο



η εικόνα από σχέδιο του Παναγιώτη Βασιλάκου, υπάρχει "απείραχτη" εδώ

1 Φεβ 2009

ατλαντίδα


τα καταφέρνω με τα λόγια τέτοιος ήμουνα
με μιαν ανάγκη απ' τους ανθρώπους ν' αγαπιέμαι
να παίρνω δύναμη απ' τον κόσμο κι απ' τη γη μου να
βρίσκω κουράγιο στο νερό ν' αποτραβιέμαι

συχνά κραδαίνω το πινέλο μου σαν τρίαινα
κάποιος με είδε να τεντώνω ένα δοξάρι
και τα μολύβια μου να ξύνω όπως θα λείαινα
το ξίφος πριν το ρίξω μέσα στο θηκάρι

έτσι δεν μού λειψαν οι εχθροί κι όσους απέκτησα
φίλους επάνω στον Τιτανικό τους είδα
χωρίς περίσκεψη κι αιδώ τα τείχη μου έκτισα
πάνω στην άμμο ένα πρωί στην Ατλαντίδα

δεν το κατάλαβα πώς μπήκα στο μονόδρομο
και πάω ανάποδα προς την κυκλοφορία
θά λεγα κάλλιο να με ρίχναν στον ιππόδρομο
μα εκεί μπερδεύω τους πιστούς με τα θηρία



εικόνα αλιευμένη στο διαδίκτυο
χωρίς γνώση άλλων στοιχείων