μια Κυριακή ενός Δεκέμβρη ενός χειμώνα
με μανταρίνια Gauloises και κρύα χέρια
δυο ταξιδιώτες δυο τρελοί δυο κάστρα ακέρια
δυο σύννεφα μοναχικά μα όχι μόνα
πήραν τους δρόμους και τραβάν πίσω σηκώνει
λάγνον αέρα να χαϊδέψει λέει γυναίκα
κι εσύ ρωτάς τα τρένα ποιος ξύλο επελέκα
σβούρες σκαλίζοντας μα δες μονάχα σκόνη
μια δύση ορίζοντες εκεί στα καστανά του
κάτι σαν χίμαιρα ή φαύλη επιθυμία
μες στα βαθιά νερά τους πόσες με τη μία
φορές δεν έκανες το γύρο του θανάτου
ζητώντας χρώματα φανάρια μες στο μαύρο
και ηχοχρώματα στις παύσεις των τετάρτων
ενώ παλεύοντας τις μνήμες των τεράτων
ουτόπου απρόσιτου την θύρα έψαχνα να βρω
και να που φτάσαμε σ’ αυτόν τον κυκεώνα
με μανταρίνια, Gauloises και χέρια κρύα
δυο ταξιδιώτες δυο τρελοί σε μια πορεία
μια Κυριακή κάποιου Δεκέμβρη κάποιου αιώνα