μάθε το κόλπο
Πόσες και πόσες άδειες νύχτες σε γυρεύω
μέσα στης τράπουλας με ζήλο τα χαρτιά
Μα δεν μου βγαίνουν κι όσο κι αν τα μαγειρεύω
κρατούν κρυμμένη τη θλιμμένη σου ομορφιά
Κλείνω τα μάτια και νομίζω πως σε πιάνω
Γλιστράς, ξεφεύγεις και μου κρύβεσαι ξανά
Πετώ την τράπουλα και κάθομαι στο πιάνο
να πω στο φάντασμα σου που με τυραννά
Αν είσαι επτά σπαθί θα σ’ αρνηθώ με λύπη
Αν είσαι οκτώ κάρο μην με παρεξηγείς
Μ’ αν τύχει κι είσαι η ντάμα κούπα που μου λείπει
μάθε το κόλπο απ’ το μανίκι να μου βγεις
το χτες το αυριανό
(στην Ελένη)
Στα σιωπηλά, στα σκοτεινά, στα μάτια τα κλαμένα…
Στη νύχτα αυτή που στοίχειωσε και τρέμει την αυγή…
Κι είναι τα λόγια κάρβουνα, στο στήθος μου αναμμένα.
Κι ειν’ η ερώτηση που καίει μα δεν τολμάει να βγει.
Πες μου, θα γύρευες ποτέ το δάκρυ της Σελήνης;
Θα ‘πιανες κόψη ξυραφιού και σίδερο καυτό;
θ’ άντεχες την αγάπη σου στο αίμα να ξεπλύνεις
ή να κοπείς με ένα γυαλί-τραγούδι σαν κι αυτό;
Ποιο φίλτρο, ποιο ναρκωτικό θα επινες για μένα;
για του έρωτα έν’ αφόρετο πουκάμισο αδειανό
Με ποιο φιλί θα σκόρπιζες τα χρόνια τα χαμένα
για το κλεμμένο σήμερα, το χτες το αυριανό;
η εμμονή της μνήμης
καράβια πιάνουνε στα μάτια σου τις νύχτες
άλλοτε η Κίρκη σου τραγούδαγε γυμνή
τώρα χαζεύεις σαν παιδί τους λεπτοδείκτες
κι η κάμαρή σου όλο σου φαίνεται στενή
τα λόγια που έσπερνες φυτρώσανε κι ανθίσαν
οι φίλοι τράβηξαν στο πέρα πουθενά
κι οι μαθητές που στο τραπέζι σου καθήσαν
το μυστικό σου δείπνο πρόδωσαν ξανά
παλιά εικονίσματα κι αγάπες που θαμπώσαν
ποιες μνήμες-μάγισσες σου κλέψαν τη μιλιά;
πάνω στη γλύκα από τον ύπνο σε σηκώσαν
δεμένο σ’ άφησαν και λύσαν τα σκυλιά
πρωτοδημοσιευμένα στη σκακιέρα
-ο τίτλος του τελευταίου "δανεισμένος" απ' το γνωστό πίνακα του Νταλί