Απ’ το νερό αναδύθηκα, δαίμονας με φολίδες και βράγχια
Κι από τη βίγλα των δέντρων ψηλά παρατηρώντας τα θεριά της στεριάς
Κι απ’ τα θεριά της στεριάς διδασκόμενος,
λούφαζα. Ώσπου έτοιμος,
με το σάλτο του πάνθηρα και την ιαχή του λιονταριού την πελώρια,
θεριό ανάμεσα στα θεριά με τον καινούριο μου θώρακα,
πολεμιστής σιδερόφρακτος προσγειώθηκα πάνω
στη σκακιέρα των πόλεων.
Κι από τη βίγλα των δέντρων ψηλά παρατηρώντας τα θεριά της στεριάς
Κι απ’ τα θεριά της στεριάς διδασκόμενος,
λούφαζα. Ώσπου έτοιμος,
με το σάλτο του πάνθηρα και την ιαχή του λιονταριού την πελώρια,
θεριό ανάμεσα στα θεριά με τον καινούριο μου θώρακα,
πολεμιστής σιδερόφρακτος προσγειώθηκα πάνω
στη σκακιέρα των πόλεων.