Σκεφτόταν να
της γράψει ότι τώρα αυτός έπρεπε να έχει μια τετράχρονη αδερφούλα. Να της κάνει
αγκαλίτσες και παιχνίδια -δεν είναι τόσο καταδικαστέα τέτοια αισθήματα προς ένα
κορίτσι, ειδικά προς τη μικρή σου αδερφή, είναι; Τελικά, αφήνει μόνο το «αδερφούλα…», ρολάρει στο ευρετήριο και
της στέλνει το sms.
«Νa fas skata!»
έρχεται σχεδόν αμέσως η απάντηση της
Ροζαλίας. Ο Κώστας έχει τελειώσει με την εκφώνηση της άσκησης και τους κοιτά
περιμένοντας κάτι απροσδιόριστο.
Καινούργια
δόνηση. «Dn eime aderfoula s», γράφει
το μωρό και σηκώνει το χεράκι του: Να
’ρθω να τη λύσω; Ο Κωνσταντίνος χαμογελάει. Έλα! Ο Γλυκός χαμογελάει κι αυτός. Γλυκά. Κι η Ροζαλία τινάζει τα
μαλλάκια της και σηκώνεται. Στον πίνακα. Όλ’ αυτά, τόσο γνωστά, ξαναειδωμένα. Η
Ροζαλία χορεύει. Είναι τεσσάρων χρονών κι αυτός την παρακολουθεί με καμάρι. Από
το ύψος των δεκαεπτά του χρόνων την παρακολουθεί που χορεύει για χάρη του.
Φοράει άσπρο σορτσάκι με ρεβέρ και θαλασσί μπλουζάκι. Κοντό. Να φαντασιώνονται
τ’ αγόρια ότι γλιστρούν το χέρι τους από κάτω και να τρώνε χαστούκι που να τους
κοκκινίζει το μάγουλο. Κι η μαμά κι ο μπαμπάς της χειροκροτούν και ο Άρης
χειροκροτεί που ’χει μια τόσο έξυπνη και όμορφη αδερφούλα που χορεύει και τους
ξετρελαίνει όλους. Κι ο κόσμος γύρω χειροκροτεί κι αυτός, δεν υπάρχουν
εξετάσεις και φροντιστήρια και τριανταεννιά βαθμοί υπό σκιάν, είναι καλοκαίρι,
γιορτή, πανηγύρι και όλοι γελούν, όλοι, όλοι γελούν. Γιατί γελούν; Βλέπει τον καθηγητή
που τον κοιτάζει παράξενα, ο Κωνσταντίνος τον κοιτάζει κι αυτός. Η Ροζαλία
χορεύει ακόμα. Το κινητό του χορεύει επίσης αλλά δεν το ακούει. Παρακολουθεί τη
Ροζαλία που μεγαλώνει χορεύοντας, σαν την μικρή Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων,
την παρακολουθεί να ψηλώνει και να ψηλώνει. Κρατώντας το ραβδί του κούνελου
τραγουδά και χορεύει ψηλώνοντας. Μακάρι να ’ξερε τα λόγια του τραγουδιού, μακάρι
να ’ξερε να χορεύει κι αυτός αντί να κάθεται έτσι δα και να χειροκροτεί
περιμένοντας απ’ την Αλίκη να υποκλιθεί, αλλά εκείνη τι… κλαίει; Κι ο καθηγητής τον ρωτά τι
κάνεις Άρη; κι ο Κωνσταντίνος του κάνει νόημα κοφ’ το μαλάκα και η Ροζαλία πετά το ραβδί που γίνεται χίλια
κομμάτια. Στο πάτωμα. Και καθώς τρέχει έξω το πατά κι ο Άρης συνειδητοποιεί ότι
είναι τα υπολείμματα μιας μικρής άσπρης κιμωλίας και επιτέλους σταματά να
χειροκροτεί κι ανταποδίδει τα βλέμματα της απορίας.
«Συγγνώμη»,
τραυλίζει και, ξανά, «συγγνώμη» καθώς πιάνει το κινητό που εξακολουθεί να
δονείται στην τσέπη του. «Να πάω λίγο έξω», λέει, περισσότερο σκεπτόμενος τη
Ροζαλία. «Να πω μια κουβέντα και…είναι ο πατέρας μου… και γυρίζω αμέσως.»
Έτσι λέει. Γυρίζω
αμέσως.