8 Απρ 2009

τρεις φωνές


μπάσο

Ποια μοίρα μας ένωσε; Ποια ξόρκια αγάπης (που ύφανες; που ύφανα;) σ' έδεσαν πάνω μου τόσο σφιχτά; Κι έτσι δεμένοι, τα κύματα καβαλάμε σε μια σχεδία της συμφοράς, δίχως κουπί, δίχως ιστίο, δίχως ορίζοντα;
Σκεπάζεις τα μάτια μου με το χέρι σου. Πώς αγαπώ αυτό το παιχνίδι! Κάθε φορά που το τραβάς έχεις άλλο πρόσωπο. Όμως είσαι πάντα εσύ, απαράλλαχτη.
Είμαι όργανο στα χέρια σου. Με χορδίζεις, κάθε φορά και άλλο χόρδισμα, πότε λαούτο, πότε κιθάρα, πότε βιολί, όλο μου ελαττώνεις τις χορδές... Στο τέλος αφήνεις μόνο μία, με λες μονόχορδο, με λες ανδρόφωνο και γελάς, γιατί γελάς; Όλα τα όργανα είναι θηλυκά ή ουδέτερα μου λες, όμως κάνεις λάθος -ο ταμπουράς είναι αρσενικός (-Χα, χα! ο ταμπουράς! Ανατολίτη μου!)
Ποια μοίρα μας έδεσε, ποια χρόνια, αιώνες του μίσους και της αγάπης, σημάδια λευκά στις όχθες των μαλλιών σου;
-Αγάπη μου!
-Εχθρέ μου!
Χρόνια σαν θύελλες και χρόνια σαν σύννεφα, χρόνια σαν έλατα με ρίζες βαθιές και χρόνια σαν κύματα που συντρίβουν, εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, στην ίδια σχεδία...
-Είσαι πάντα εκεί;
-Είμαι πάντα εδώ!
-Κιθάρα μου!
-Ταμπουρά μου!


τενόρο

Κάθε νύχτα κατεβάζουν τα μάτια μου σκόνη. Διαβαίνουν αιώνες-οδοστρωτήρες, αλλάζουν τα σχήματα των καιρών. Μ' αγαπάς;
Ήμουν ό,τι θα υπάρξω, με πήρες μαζί σου, δεν μου άξιζες, μ' αγαπάς; Εγώ μοναχός, εγώ ο τρελός, ο από τους θεούς καταραμένος, εγώ, ο μόνος υπαίτιος. Την άβυσσο σ' έντυσα και στο χαμό και στην ταπείνωση σ' έσυρα, ξεγλιστρούσες, μια στιγμή δεν σε κράτησα, μ' αγαπάς; Ανασαίνοντας φως, συλλαβίζοντας άστρα, γυναίκα σε πόθησα, σε πήρα, σε σμίλεψα, στου βράχου το χι και το όμικρον μέσα σε κλείδωσα. Φώναζες μη, αντιστέκοσουν κι ως το πρωί του κορμιού σου την έχθρα μου χάριζες που τη βάφτιζα έκσταση. Κι εγώ μαινόμενος, εγώ ανίκητος, εγώ σα σκλάβα σε ντρόπιαζα και σε τάφο βαθύ μες στην έρημο απάνω σου γκρέμισα τις πυραμίδες. M' αγαπάς; -Δυστυχισμένε. -Που με καμάκι ορθό σα φτερό καρχαρία, γοργόνα σε μέρωσα. Και στου χρόνου τη φτέρνα, Αμαζόνα ξανά, σε γονάτισα. Τη ράβδο και τον πέλεκυ επισείοντάς σου και τη βαλλίστρα. Να με γεννάς και να μου δίνεσαι. Με σφιγμένες γροθιές, εγώ, για ποιον σπέρνω, για ποιον θερίζω, για ποιον το αίμα μου στάζω στα μνήματα; Τους εφιάλτες μου θηρεύω, τους βαφτίζω τροφή που αποθέτω στα πόδια σου, μ' αγαπάς; -Ξιπασμένε. -Μες στα μάτια σου αυτά τα πελώρια, τι κρατάς φυλαγμένο για την ύστατη ώρα μου; Πάντα εκεί, στου βωμού τη ματωμένη σιγή σε γυρόφερνα. Και την άκρια του φορέματός σου κρατώντας ψηλά, με το χρωστήρα του πόθου μου θεά σε ζωγράφισα. Κι ήρθαν όλα και χάθηκαν σε μια στιγμή, αιώνες σκοτεινοί, αιώνες δισύλλαβοι μες στην πυρά και μες στον όλεθρο, μ' αγαπάς;

Και μια ηχώ, σαν πληγή αιωρούμενη. Μ' αγαπάς;


σοπράνο

Ποια μοίρα μας ένωσε; Ποια ξόρκια αγάπης (που ύφανα; που ύφανες;) σ' έδεσαν πάνω μου τόσο σφιχτά; Μπερδεμένοι με τόσα σεντόνια, μαύρη νύχτα, σ' ένα κρεββάτι της συμφοράς;
Σκεπάζεις τα στήθη μου με τα χέρια σου, πώς μ' αρέσει αυτό το παιχνίδι! Που κάθε φορά που τα τραβάς έχεις κι άλλο πρόσωπο! Όμως είσαι πάντα εσύ, απαράλλαχτος.
Είμαι δοχείο στα χέρια σου. Με πλάθεις. Πότε μακρόστενη φιάλη, πότε αιχμηρό αμφορέα, πότε ολοστρόγγυλο βάζο. Κι όλο έρχεσαι μέσα μου, να σε κρατήσω, να σε φυλάξω, να γεμίσω από σένα. Να σε γεννώ και να σου δίνομαι...
-Ρομέο μου!
-Ιουλιέττα μου!
(Νύχτα, να μην ξημέρωνες!)
-Οδυσσέα μου!
-Πηνελόπη μου!
-Σ' αγαπώ και θέλω να το φωνάξω!
-Σ' αγαπώ και θέλω να το γιορτάσω!
-Τριστάνε μου!
-Μάγισσα Φούρκα μου!
-Απαίσιεε...
-Ομορφιά μου...
-Δεν είμαι Φούρκα, είμαι η Ιζόλδη! Ιζόλδη, Ιζόλδη, Ιζόλδη!
-Εντάξει, είσαι η Ιζόλδη.
-Κουασιμόδο μου!
-Εσμεράλδα μου!
-Ναπολέον μου!
-Ιωσηφίνα μου!

-Κιχώτη μου!
-Δουλτσινέα μου!

-Ήλιε μου!
-Αυγούλα μου!

-............
-...........

Ξημερώνει.





το μέρος του τενόρου, πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα με τίτλο μ' αγαπάς;