Μέσα στη νύχτα ήρθε το μαύρο μαντάτο της καταδίκης σου κι ως το ξημέρωμα οργιάζανε τα διαβιβαστικά και οι φαντασίες. Ύστερα, η άκρως απόρρητη επιβεβαίωση της επικείμενης ανταλλαγής σου με τη λευκή μέγαιρα. Για το συμφέρον, λέει, της παράταξης, ένα μικρό τακτικό πλεονέκτημα, την -ίσως και υπό προϋποθέσεις- πολυπόθητη νίκη. Ποια νίκη; Τι αξία έχει μια τέτοια νίκη; Τι νόημα θα είχε η κυριαρχία σ' έναν κόσμο γεμάτο άθλιους λεγεωνάριους, που η ανάσα τους μαρτυρά νοθευμένο ρακί και τα βρωμερά βρακιά τους απλησιά κι ονειρώξεις;
Τρελός, με μάτι θολό κι αποκοτιά περίσσια έσπασα τις εχθρικές γραμμές, εκεί, στην άκρη της πτέρυγας που μ' είχανε οδηγήσει τα λάθη του άξιου επιτελείου μας. Διέσχισα βουνά και πεδιάδες στρωμένες κουφάρια, νηστικός, ξέπνοος, μ' έναν καημό, να προλάβω. Να προλάβω τι και πώς, αν με ρωτούσες δεν ήξερα -μονάχα τα μάτια σου. Μ' αυτό το βλέμμα.. το γεμάτο θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη, τότε που μπήκα μπροστά σε κείνον τον ιππότη, τη μια φορά που ειδωθήκαμε. Μέρες και νύχτες να με ζεσταίνει η λάμψη του και η φωνή που άκουγα κρυμμένος κάτω απ' τα παραθύρια σου κι έλεγα πως τραγουδά μόνο για μένα.
Έβαλα σπιούνους, λάδωσα φτωχούς πεζικάριους, λούφαξα σε στοές του πύργου σου δυσοίωνες και διαδρόμους, προσμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Κι εκεί, στο παραένα, την ύστατη τη σκοτεινή σου ώρα, προδομένη από τύρρανο ανάξιο και από φίλους και δικούς παρατημένη, έχοντας αποδεχτεί την άχαρη μοίρα σου σ' ένα παιχνίδι εξουσίας που δεν σε αφορά, εσένα που ' σουνα πλασμένη για τις χαρές του έρωτα κι έγινες πολεμίστρια δεινή με το μαστό κομμένο, σε βρήκα. Σα δαίμονας βγήκα μπροστά σου, άσκημος και ζωώδης, στ' άδυτα μέσα των αδύτων, την κάμαρή σου, μανιασμένος για επιβίωση. Σε πήρα στα χέρια μου. Πάλεψες κι αντιστάθηκες, εκλιπαρώντας να σ' αφήσω μ' αξιοπρέπεια ηρωίδας να πέσεις, θυσία στο βωμό της τιμής και της δόξας του αφεντός σου. Δεν σ' άφησα. Με τ' αυτιά κλειστά και με τα μπράτσα κλειδωμένα στο μισόγυμνο κορμί, σα ντροπιασμένη παλλακίδα σ' έσυρα λιπόθυμη.
Και τώρα σ' έχω εδώ, κυρά, στα τρύπια χέρια μου. Σ' αυτών των δίσεχτων καιρών την καταιγίδα, ένα χωριατόπαιδο π' ονειρεύτηκε δόξες και τιμές κι ήρθε η ζωή και του απόθεσε εκεί δα μία βασίλισσα. Τα δάκρυά μου σου μουσκεύουνε τα χείλη - σκιάζομαι μην ξυπνήσεις και με δεις τον ατρόμητο να κλαίω πάνω σου γονατιστός σαν παιδαρέλι.
Αν με περιφρονήσεις, αν με σιχαθείς, είμαι χαμένος.