πράξη πρώτη
χεις ένα μελαγχολικό πρόσωπο. –Βαμμένη; Άβαφη, χωρίς στολίδι κανένα. Μόνο σου φτιασίδι το σούρουπο. –Κι εσύ; Ναυαγισμένος στο φως, νεογέννητος. Με την αθωότητα των δεκαπέντε μου χρόνων, κοιτάζω το γυμνό στήθος σου μαγεμένος. –Μ’ αγαπάς; Να πεθάνω για χάρη σου. Για το μικρό φτερούγισμα της ανάσας σου. Για τη λαχτάρα που σπαρταρά στο κορμί σου, που είναι δικό μου κορμί. –Τι μου κάνεις; Σ’ αγγίζω. –Πού; Παντού. Μαθαίνω γεωγραφία κι ιστορία, ανάγνωση και γραφή. Μαθαίνω να λάμπω. Είμαι μεθυσμένος και λάμπω. Μαθαίνω να μην ξεδιψαίνω. Σαρώνω στα χείλη μου το λαιμό σου, χώνω τη μύτη μου στα τρυφερά απόκρυφα της μασχάλης σου, δεν ξέρω ούτε ποιος είμαι ούτε τι ζητώ, εδώ, στη μέση του πουθενά, στην άξενη έρημο, πού τη βρήκες τόση υγρασία κι έγινες όαση; -Λόγια! Εγώ τι κάνω; Μ’ αγγίζεις και χάνομαι, τυλίγεσαι γύρω μου και γίνομαι ένα ελάχιστο μόριο του κορμιού σου, τραυλίζω και γελάς, με βλέπεις να προσεύχομαι και δακρύζεις.. –Ύστερα; Ύστερα τίποτα, φωνές.. Μια πόρτα που χτυπά με δύναμη. Τα χρώματα.. -Τι τα χρώματα; Σβήνουν.
πράξη δεύτερη
ισαι πάντα εκεί. Όταν σβήνω το φως εμφανίζεσαι. Γιατί μόνο τότε; Τι ζητάς; Δε μιλάς ποτέ, μόνο γδύνεσαι. Άλλοτε, ούτε κι αυτό. Ανοίγεις τα πόδια, σκύβεις, υπακούς αδιαμαρτύρητα στις επιθυμίες μου, σα μαριονέτα που της κινώ τα νήματα. Τα δικά μου τα νήματα ποιος τα κινεί; Αλλάζεις προσωπεία, παίζεις το ρόλο σου και φεύγεις. Θέλω να έρχεσαι. Φυσικά και θέλω. Κάποιες φορές, βέβαια, όταν σε βλέπω έτσι, σκυμμένη πάνω μου ή γονατισμένη μπροστά μου, ακούραστη να ικανοποιείς τις πιο ετερόκλιτες ορέξεις μου, αναρωτιέμαι αν υπάρχεις. Γιατί φοράς αυτές τις μάσκες; Τι τις χρειάζεσαι; Γιατί δε μιλάς ποτέ; Με κούρασε αυτός ο μονόλογος. Θέλω να τελειώσω εδώ. Δος μου αυτό το χορό και φύγε.
πράξη τρίτη
αθισμένη στο ημίφως. Με μια τουλίπα κόκκινο κρασί κι αυτό το υποκριτικά μπλαζέ ύφος που με τρελαίνει. Φοράς ένα κοντό διάτρητο, σαν τη στοιβάδα του όζοντος και με κοιτάς σαν τη Θηρεσία της Άβιλα πριν ασπαστεί το μοναχισμό. Έλξις μαγνήτου - πώς μιλάν στους αγγέλους;
-Αρκετά ως εδώ! Κύριε, νομίζω πως δεν γνωριζόμαστε, κατά συνέπεια μην περιμένετε να σας προτείνω να καθίσετε. Πείτε μου τι θέλετε, οι σιωπηλοί άντρες με κουράζουν. Επισήμως. Ανεπισήμως, απεχθάνομαι τους χυδαίους και τους κοινότοπους. Φροντίστε λοιπόν να είστε πρωτότυπος και ειλικρινής. Σιχαίνομαι την επίδειξη χιούμορ, τα κομπλιμέντα και τις αβρότητες. Σύντομα παρακαλώ, ο χρόνος πιέζει! ..Τι με κοιτάζετε έτσι; Μιλήστε επιτέλους, μιλήστε ή φύγετε!
-Δεν έχω ωραία λόγια στη φαρέτρα, ιέρεια.. τα ξόδεψα κυνηγώντας αντικατοπτρισμούς. Μόνο την απέραντη λαγνεία που μου εμπνέεις και την ανάγκη βαθύτερα να σε γνωρίσω. Παρόλο που φοβάμαι, πεζή μην την παρεξηγήσεις, σου λέω πως απ’ όλες τις σκέψεις κι απ’ όλες τις ανάγκες μέσα μου, κείνη που πρώτη και πάνω απ’ όλες είναι «εγώ», τούτη ακριβώς η ασίγαστη είναι επιθυμία μου να σε γαμήσω..
-Ω..
-Πρωτοτύπησα;
-Καθόλου.
-Πάντως, προσπάθησα..
-Γιατί κάθισες;
-Γιατί δεν με έδιωξες;
-Γιατί.. γιατί χρόνια περίμενα να μου μιλήσεις έτσι.
-Δεν σε πρόσβαλα;
-Πολλές φορές. Όχι απόψε.
-Μπορώ, λοιπόν, να καθίσω;
-Αυτό θέλεις; Να καθίσεις; Νόμιζα..
-Αυτό θέλω. Για την ώρα.. Τούτη τη στιγμή..
οι βινιέττες του Milo Manara