Τα μαλλιά σου στάζαν υδάτινους έρωτες
Ξεβάφανε τα μάτια σου νύχτα
Πού ήμουν εγώ; -Πού στέκομουν;
Στο άνοιγμα της πόρτας -ήμουν εγώ;
Βουβός σαν πέτρα του παρελθόντος -χαμένος- ήμουν εγώ.
Κι εσύ;
Γυμνή αστόλιστη ίσα που πρόλαβες
στου ξυραφιού το χάδι να βάψεις τα χείλη σου
Ύστερα έβαψες τα δικά μου
Τα όνειρα
Κρέμασες τη ζωή μου στο παράθυρο και την άνοιξες
Σα να τη γυρνούσες απ' την ανάποδη να διαβάσεις τους τίτλους
Με κοίταξες να αιωρούμαι μια στιγμή
Κι άρχισες να σκαρφαλώνεις με τα νύχια
Σ' έβλεπα νά 'ρχεσαι και νά 'ρχεσαι απ' το άπειρο
Από το θάμπος ν' αναδύεσαι κι απ' την ομίχλη
Του πόθου μου
Με τα βρεγμένα στήθη σου τη μουσική σου την περηφάνεια
στους αστραγάλους -φοβήθηκα
Μη σπάσει το γυαλί το τζάμι μη ραγίσει
Η στιγμή
Μην πετάξουν οι λέξεις και τα χρώματα φοβήθηκα
Μην σβήσουν
Σ' έκλεισα έξω
Όμως εσύ
Κρατούσες στο χέρι το τελευταίο κόκκινο σύννεφο
Την τελευταία ευκαιρία
Ν' αναπηδήσει η μπάλλα του Απρόσιτου
Ή
Να εκραγεί μες στον αέρα εκεί πιτσιλώντας μας
Για να γελάμε μετά σαν παιδιά ξανά στα γόνατα
Λουσμένοι στο αίμα
Στο Χνούδι, για το όμορφο που έχει
και γιατί κι εγώ επιθύμησα μια γέφυρα στο Μολδάβα
(εικόνα: Leonor Fini, Le bout du monde)