«Είστε η κυρία του σπιτιού;»
Ψηλή, γεροδεμένη, γύρω στα τριάντα,
την εκτίμησε. Κρατά το χερούλι τής εξώπορτας, όπως όλες.
«Ε, ναι, βέβαια. Θα μου δώσεις
βαφές;»
Είχε έναν τόνο χυδαίας οικειότητας η
φωνή της όπως νιαούρισε –θα μου δώσεις βαφές;- που έκανε τη Μελίνα να
θέλει να τη χαστουκίσει.
«Θα σας αφήσω ένα νέο προϊόν να το
δοκιμάσετε και θα ξαναπεράσω, εγώ ή κάποια συνάδελφος, τον άλλο μήνα να μας
πείτε τη γνώμη σας και να σας αφήσουμε μερικά δείγματα ακόμα.» Το ποίημα. «Θα
ήθελα όμως να μου απαντήσετε και σε μερικές ερωτήσεις. Πολύ σύντομες.»
Η τελευταία επισήμανση, περιττή. Η
γυναίκα, ολοφάνερα, ψοφούσε για κουβεντούλα.
«Όσες θέλεις, δεν βιάζομαι.»
Κάνοντας χώρο. «Το παιδί κοιμήθηκε κι ετοιμαζόμουν να φτιάξω καφεδάκι. Θα
φτιάξω και για σένα.»
Το εσωτερικό του σπιτιού, σκοτεινό. Τέλεια.
Και μύριζε κάπως σαν… «Συγγνώμη, τι μου είπατε;» Μια ξινίλα.
«Πες μου λέω μόνο πώς τον πίνεις.»
«Ε… μέτριο, ευχαριστώ.» Η Μελίνα
παρέκαμψε την ογκώδη μπερζέρα για να καθίσει στον καναπέ. Η άλλη είχε περάσει
από την πίσω μεριά του πάσου. «Μα, μη σας βάζω σε κόπο!»
«Κανένας κόπος –κι εγώ μέτριο τον
πίνω. Μ’ ένα μπρίκι θα φτιάξουμε δύο. Εσύ μπορείς να ρωτάς, βέβαια.»
«Εντάξει, τότε.» Εύκολο. Πολύ.
«Δώστε μου μισό λεπτάκι και…». Έκανε πως τακτοποιεί τα χαρτιά στο χαμηλό τραπέζι
μπροστά της. Κρυστάλλινη φοντανιέρα, κεντητό σεμέν. Η θεια μου η
Μαριγώ. Φωτογραφίες; «Έτοιμη. Πόσο συχνά βάφετε τα μαλλιά σας;»
Έψαξε με το μάτι, δήθεν αδιάφορα. «Περίπου.»
«Ε… Μια φορά το μήνα;»
Εκεί, στο σύνθετο. Μπροστά στον καθρέφτη. «Ωραία.»
Μια αντρική μορφή της χαμογελούσε. «Τα βάφετε μόνη ή πηγαίνετε και στο
κομμωτήριο;»
«Πηγαίνω και κομμωτήριο.» Σα να
ντρεπόταν.
«Πόσο συχνά;» Έλα. «Περίπου.
Μια φορά τη βδομάδα; Δυο το μήνα;» Παίξε την κασετούλα σου για την κρίση.
«Μια φορά το μήνα, άντε δύο… Με την
κρίση, ξέρεις… Δεν μας παίρνει για παραπάνω.»
«Έχετε δίκιο.» Έχει περάσει από
καιρό τα τριάντα, τελικά. «Άλλα προϊόντα για τα μαλλιά; Χρησιμοποιείτε;» Α,
ορίστε! Νυφούλα. Ξύνοντας το πόδι της. Και σε ασημένια κορνίζα. Καλά,
το φώτοσοπ πάει σύννεφο. «Λακ, αφρούς, ζελέ;»
«Κάποιες φορές. Να και τα καφεδάκια.
Μάλλον σπάνια.»
«Ευχαριστώ. Μυρίζει υπέροχα.»
Ψαχουλεύει στην τσάντα, μετά θυμάται το παιδί. Αφήνει τα τσιγάρα στη θέση τους.
«Μαλακτικές, μάσκες, κρέμες;»
«Ε, ναι. Όταν λούζομαι.»
«Αναγνωρίζετε κάποιες από τις
φίρμες;» Έχει ανοίξει το ντοσιέ στη σελίδα με τα λογότυπα.
«Φυσικά. Όλες.»
«Έχετε προτίμηση σε κάποια
συγκεκριμένη;»
«Ε, όχι… Όπως σου είπα δεν είμαι και
τόσο τακτική. Βαφές τελευταία», δείχνοντας στην κάρτα, «χρησιμοποιώ αυτές εδώ.
Αλλά θα δοκιμάσω και τη δική σας. Μ’ αρέσει να δοκιμάζω πράγματα!»
Πες καλύτερα ότι σ’ αρέσει
το τζάμπα!
Ανασκουμπώθηκε. Για να σε δούμε τώρα, κυρά μου.
«Και κάποιες –λίγες- ερωτήσεις για
το προφίλ.»
«Το προφίλ;»
«Του χρήστη.» Τρέχεις! Πιο αργά! «Με
άριστα το δέκα, πόσο σημαντική θεωρείτε την εμφάνισή σας;»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Αν δείχνετε ωραία, αν αρέσετε…
Λίγο, μέτρια, πολύ;»
«Αρκετά.»
Σήκωσε τα μάτια και τα κατέβασε. Μην
τρέμεις, ηλίθια! «Δηλαδή, ας πούμε, οκτώ;» Η άλλη φαινόταν άνετη. «Από
μηδέν έως δέκα.»
«Εννιά.» Την είδε που γέλασε. «Δεν
μου ’χει γίνει και ψύχωση!» Η Μελίνα γελά κι αυτή, ανακουφισμένη.
«Μάλιστα. Εργάζεστε;» Η γυναίκα
ένευσε καταφατικά. Συγχαρητήρια. «Πόσο πολύ θεωρείτε ότι επηρεάζει η
εξωτερική εμφάνιση την επαγγελματική σας καταξίωση. Μηδέν-καθόλου, δέκα-πάρα
πολύ.»
«Πέντε.»
«Τις σχέσεις σας με το άλλο φύλο;»
Δείχνει τη βέρα στο δάχτυλο.
«Εννοείτε τον άντρα μου.»
Ω! Τον άντρα της! «Ε, ναι,
αν προτιμάτε…»
«Επτά.»
«Αρκετά, ε;»
«Είμαι προσγειωμένη.» Η φωνή της
άλλης, ξαφνικά αιχμηρή, ανυπόμονη. Όμως αυτό το σημείο ήταν σημαντικό. Το
σημαντικότερο.
«Και μια τελευταία.» Να
τελειώνουμε. «Πόσο βασικό ρόλο παίζει το σεξ στη ζωή σας;»
Ανάσες. «Πολύ.»
«Μηδέν έως δέκα.»
«Εννιάμιση;»
Μαλακισμένη. «Βάζω εννιά.» Πίεσε τον
εαυτό της να χαμογελάσει. «Τα δημογραφικά και τελειώσαμε.
Εικοσπέντε-τριαντατέσσερα;»
«Ορίστε;»
«Η ηλικία σας.»
«Α, μάλιστα.» Η φωνή έκοβε. «Τι
πάει μετά;»
«Τριανταπέντε-σαραντατέσσερα.»
«Αυτό.» Ξυράφι.
«Μόρφωση, βασική;»
«ΑΣΟΕ.»
«Ανωτάτη.» Τι έπαθε το
γαμω-στυλό; «Επάγγελμα; Δείτε την κάρτα.»
«Στο δημόσιο. Με σύμβαση χρόνου.
Ξέρετε.» Δεν ήξερε. «Προσωρινή.»
«Βάζω δημόσιος υπάλληλος.» Να
δεις που θα σταματήσει, το ρημάδι, και δεν ξέρω αν έχω δεύτερο. «Του κύριου
εισοδηματία;»
Τώρα κόβει και το βλέμμα. «Σχολή
οδηγών.»
«Δική του;»
«Μάλιστα.»
«Ελεύθερος επαγγελματίας, δηλαδή.»
Της έδειξε. «Κατηγορία εισοδήματος. Όλου του νοικοκυριού.»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Δέλτα;»
«Ωραία, πολύ ωραία.» Πετώντας το
στυλό μες στην τσάντα της. Κουβάρι τα ’χω κάνει εδώ μέσα. «Οδός και
λοιπά. Θα τα συμπληρώσω αργότερα.» Τώρα χρειάζεται μόνο –μπορώ να…; Κουράγιο.
Η γυναίκα έχει σηκωθεί και την περιμένει. Το βλέμμα τής Μελίνας, ασυναίσθητα,
πάει στη φωτογραφία του άντρα. «Να σας ζητήσω μια χάρη;» Το χαμόγελό του.
Σηκώνεται. «Θα μπορούσα να πάω στην τουαλέτα;»
Παριστάνει ότι στρώνει τη φούστα. Το
χέρι της άλλης δείχνει, ψυχρά, μια πόρτα. Κοιτάζονται. Δεν μ’ αρέσει, αχ δεν
μ’ αρέσει! Ξεκινάει αδέξια. Αν έχει καταλάβει; Δύο βήματα, τρία,
πέντε. Αρπάζεται απ’ το πόμολο. Γαμώτο! Το κλειδί ήταν στην εξωτερική
πλευρά. Πολύ αργά, σκέφτεται. Θα γελοιοποιηθείς, μαλακισμένη.
Κατεβάζει το χερούλι. Α ρε Καλλιόπη. Γκαντέμω! Παίρνει εισπνοή και,
τσιτωμένη απ’ την αδρεναλίνη, μπαίνει στο μπάνιο. Κυρία.
«Είσαι τρελή, για δέσιμο!»
Δυο μέρες πριν.
«Ε, καλά τώρα!»
«Αν το μάθει, μωρή; Σκέφτηκες τι θα
γίνει αν το μάθει;»
«Από πού να το μάθει;»
«Αν, λέω! Αν! Ο διάολος έχει πολλά
ποδάρια.»
«Σκέφτεσαι παρανοϊκά!»
«Κι εσύ σκέφτεσαι με το πράμα σου.
Το καρτελάκι; Δεν θα δει τ’ όνομά σου; Μπορεί να του το αναφέρει.»
«Θα πάρω το δικό σου.»
«Α, ναι, βέβαια! Πώς δεν το σκέφτηκα
η ηλίθια!» Η Καλλιόπη σήκωσε τα χέρια, σαν τραγωδός στην Επίδαυρο. «Τι θα
κερδίσεις, μωρή, μου λες; Τι θα καταλάβεις;»
Την είχε πιάσει υστερία. Ωραία
φίλη, σκέφτηκε η Μελίνα. Για να σου σταθεί στα δύσκολα. Την αγαπούσε
όμως.
«Κοίτα, ηρέμησε. Δεν θα συμβεί
απολύτως τίποτα. Δουλειά μου είναι. Την παίζω στα δάχτυλα.»
«Α, δουλειά σου, ε; Δουλειά σου!
Ωραία δουλειά!»
«Γάμησέ με, Καλλιόπη! Εγώ φταίω που
στο ’πα.»
Πώς βρέθηκαν αγκαλιασμένες;
«Είναι που ανησυχώ, ρε Μελίνα.» Τα
μάτια της Καλλιόπης, βουρκωμένα. «Τόσο πολύ τον αγαπάς;»
Ε, ναι. Κούνησε μόνο το κεφάλι της.
Τόσο πολύ.
«Τον καφέ σου δεν τον ήπιες.»
Τα είχε δει όλα. Και μεταφορικά και
κυριολεκτικά. Μέσα σε τρία λεπτά. Τα ντουλαπάκια με τα φάρμακα, το άφτερ-σέιβ
και τα καλυντικά. Την οδοντόβουρτσα. Το σαμπουάν κατά της τριχόπτωσης που
χρησιμοποιούσε. Το μπουρνούζι του. Και τα γαμημένα τα προφυλακτικά. Στο τέλος,
θυμήθηκε το καζανάκι.
«Είπατε κάτι; Δεν άκουσα.» Προχώρησε
στη θέση της με τα νεύρα σε συναγερμό.
«Για τον καφέ. Δεν τον ήπιες. Και
μίλα μου αν θέλεις στον ενικό. Τώρα που γνωριστήκαμε. Με λένε Στέλλα.»
Η Μελίνα την παρατήρησε δύσπιστα. Χαμογελάει.
Άδικα φοβήθηκα.
«Ευχαριστώ Στέλλα… Εγώ είμαι»,
έδειξε το καρτελάκι στο στήθος της, «η Καλλιόπη.» Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη.
«Μμμ, ωραίος καφές!» Έβαλε, άραγε, καθόλου ζάχαρη;
«Έτσι τον έφτιαχνε η μάνα μου, η
συχωρεμένη. Εκείνη μου ’μαθε και το φλιτζάνι.»
«Το φλιτζάνι;» Θείτσα, κανονική.
«Εννοείς… Να λες τον καφέ;»
«Ε, ναι. Τώρα εσύ βέβαια, νέα
κοπέλα, θα τα κοροϊδεύεις αυτά.»
«Όχι, καθόλου. Μου ’χουν πει τα
χαρτιά, αλλά τον καφέ… δεν ξέρω πώς γίνεται.»
«Θες να δεις; Στάσου. Μήπως τον
θέλεις;»
«Όχι, εντάξει, τον έχω πιει.» Είχε
αρχίσει να διασκεδάζει. «Είμαι πολύ περίεργη.»
«Λοιπόν, κάτσε να δω… Περίμενε… Εδώ
είμαστε! Ωχ, βάσανο βλέπω.»
«Βάσανο; Τι βάσανο;»
«Αγαπητικό, Καλλιόπη μου!
Αγαπητικό!»
Αγαπητικό; «Τι ειν’ αυτό;»
«Ε, έτσι τους έλεγε εκείνη. Γκόμενο,
παιδί μου, εραστή.»
Έλεος! «Και το βάσανο πού το
βλέπεις;»
Έσκυψε προς το μέρος της Μελίνας,
συνωμοτικά. Τα μαλλιά της μύριζαν τηγάνι. «Να εδώ. Γυαλίζει το χρυσάφι στο
δάχτυλο! Είναι παντρεμένος.»
Ωχ! «Παντρεμένος;»
«Παντρεμένος. Δεν το ’ξερες;» Είχε
κολλήσει. Άνοιξε το στόμα της –κλεισ’ το μωρή!- αλλά δεν έβγαινε λέξη.
«Καλλιόπη. Τα ’χεις φτιάξει με παντρεμένο;»
«Ε… Όχι. Δηλαδή…»
«Έχει και παιδάκι.»
«Παιδάκι;» Σκατά! Της ήρθε
μια ζάλη.
«Ούτε κι αυτό το ’ξερες. Να, εδώ
είσαστε με το λεγάμενο. Δρόμο βλέπω.» Κάτι της έδειχνε. Μηχανικά, αυτή, σκύβει
στο φλιτζάνι. «Ταψί είναι τούτο εδώ; Όχι, μωρέ, τιμόνι. Σ’ αυτοκίνητο είσαστε.»
Οι λέξεις.
«Στέλλα…»
Έρχονται από μακριά.
«Εσύ οδηγείς κι αυτός κάθεται δίπλα
σου. Και κάτι σου δείχνει, τι σου δείχνει; Κάτι…»
Σαν βουητό.
«Κυρία Στέλλα…»
«Κεριά και λιβάνια! Στέλλα δε σου
’πα να με λες; Τι δηλαδή; Επειδή θα μπορούσες να ’σαι κόρη μου;» Κόρη της.
«Μα, τι σου δείχνει; Ένα πράμα έτσι κάπως… Σαν… μοχλός; Μα ναι, βέβαια. Σου
μαθαίνει να οδηγείς. Να κοίτα, δες. Ε; Βλέπεις; Είναι δάσκαλος της οδήγησης.
Μα… Εσύ έχεις γίνει κάτασπρη! Να σου φέρω λίγο νερό.»
«Κ… Καλά είμαι.» Δεν ήταν. «Καλύτερα
να φύγω.»
«Στην κατάστασή σου; Μην το συζητάς!
Άλλωστε, θα έλθει σε λίγο.»
Καθόλου καλά.
«Π-Πώς…»
«...το κατάλαβα; Ο καφές, καλή μου.
Ρουφιάνος μεγάλος!»
Τα χέρια της έχουν ιδρώσει.
«Τι… Τι κρατάς εκεί;»
«Τι κρατάω; Νερό σου φέρνω, που
’χεις γίνει σαν... Α, το μαχαίρι. Έλα Χριστέ μου! Αφηρημένη. Τι το πήρα να το
κάνω;»
«Δ-Δεν το αφήνεις τώρα; Στέλλα με
τρομάζεις.»
«Σε τρομάζω; Γιατί; Επειδή
πηδιόσουνα με τον άντρα μου; Και λοιπόν; Ή που ήρθες μες στο σπίτι μου να με
κατασκοπεύσεις; Χαράς το πράμα!»
«Δεν… Εγώ… Τα δείγματα.» Πρέπει.
«Α, ναι. Τα δείγματα. Μου ’φερες να
βάψω τα μαλλάκια μου. Για να του αρέσω.»
«Έλεγε πως εσύ…» Να φύγω.
«Πως δε νοιάζεσαι έλεγε, πως δεν προσέχεις τον εαυτό σου και πως εκείνος…» Έξω.
«Ουτ’ ένα σινεμά, έλεγε.»
«Α, έτσι έλεγε.»
«Μα εσύ φαίνεσαι τόσο… Ξέρεις.» Διαφορετική.
«Η δουλειά μου...» Α, ρε Καλλιόπη, γρουσούζα! «Στ’ αλήθεια μοιράζω
δείγματα.»
«Αριστοτέλους, τέσσερα τετράγωνα
μακριά; Είχες παρατήσει την τσάντα σου ανοιχτή. Είδα το πλάνο όταν ήσουν στην
τουαλέτα. Αλήθεια τι πήγες να κάνεις; Να κατουρήσεις ή να ψαχουλέψεις …Μελίνα;
Είδα και τ’ όνομά σου. Φαίνεται πως μπερδέψατε, εκεί στην εταιρεία, τα
καρτελάκια σας. Κι όλες αυτές οι ερωτήσεις για το προφίλ…»
«Εγώ τις πρόσθεσα. Προσπαθούσα…»
Έπρεπε να βρει μια ευκαιρία. «Να καταλάβω.» Το
μαχαίρι!
«Και κατάλαβες, ε;» Μισό βήμα στο
πλάι. «Το κατάλαβες ότι αυτό το …προϊόν που χρησιμοποιούσες ήταν ένα
απλό δείγμα.» Η άλλη την ακολουθεί. «Κι ότι, αν σου αρέσει και θες να
εξακολουθήσεις να το χρησιμοποιείς, πρέπει να πληρώσεις.» Να πληρώσει; «Τι θα
πλήρωνες γι’ αυτό Μελίνα; Ξέρεις, ρωτάω, γιατί εγώ γι’ αυτά που αγαπώ και
χρειάζομαι είμαι έτοιμη να πληρώσω τα πάντα.»
«Ε… Εγώ δεν…» Στέρεψε. Μα… Τα
μάτια της θόλωναν. Της κρατούσε την πόρτα; «Φεύγω τώρα.»
«Να πας στο καλό. Και πρόσεχε.»
Σκόνταψε και πήγε να πέσει. «Σκέψου αυτά που σου είπα. Δείγματα δωρεάν, τέλος.»
Κατρακύλησε τις σκάλες. Κάπου στα
μισά τη συνάντησε, με τα ψώνια. Είχε το βλέμμα του φοβισμένου πουλιού. Η Μελίνα
αναρωτήθηκε πώς να έμοιαζε άραγε το δικό της βλέμμα.
«Με συγχωρείτε», είπε καθώς η
άγνωστη της έκανε χώρο για να περάσει.
«Ζητάτε κάποιον;»
«Είστε… Μένετε εδώ;»
«Πού αλλού;»
Το μάτι της έπεσε στη χαρακτηριστική
οικονομική συσκευασία στο αριστερό χέρι της γυναίκας. Πάνες μωρού.
«Νόμιζα… Η κοπέλα που μου άνοιξε…»
«Η Αντιγόνη; Κουνιάδα μου. Μένει στο
ισόγειο.»
Η ρουφιάνα!
«Άφησα κάποια δείγματα.»
Συνειδητοποίησε ότι, στον πανικό της, είχε ξεχάσει την τσάντα με το στοκ.
«Βαφές μαλλιών. Άφησα και για σας.»
«Ευχαριστώ, αν και…» Η φράση έμεινε να αιωρείται. Δεν χρησιμοποιώ, σαν να έλεγε. Έκανε μόνο στην άκρη μια σγουρή τούφα που της έπεφτε στα μάτια.
Κι ήταν –το συλλογίστηκε η Μελίνα αργότερα- μ’ αυτή την απροσποίητη κίνηση που, η κάποτε μισητή αυτή γυναίκα, της έδωσε όλες τις απαντήσεις που ζητούσε.