Ο Πάρης άφησε ένα σφύριγμα. «Sea view resort. Στην Αζόλιμνο.»
«Μπράβο. Είχε φορέσει ένα κοντό άσπρο σαλβάρι με πέδιλο, αέρινο μπλουζάκι –τοπάκι, που λένε- και κάτι μακριά σκουλαρίκια. Πήρε τον κατάλογο των κρασιών και παράγγειλε το πιο ακριβό. Τυριά, αλλαντικά και τα ρέστα. Καθόμασταν με το φως των κεριών, δίπλα στην πισίνα. Τα μάτια της γυάλιζαν. Είπε ότι πέρασε απίθανα κι ότι ήταν οι πιο ωραίες διακοπές της ζωής της. Ζήτησα να την ξαναδώ.»
«Και;»
«Είχε ένα χαμόγελο σαν την Τζοκόντα με σιδεράκια. Πρότεινε να πάρουμε άλλο ένα μπουκάλι.»
«Γερό ποτήρι η δικιά σου.»
«Περίμενε και θα δεις. Κοντεύαμε ν’ αδειάσουμε το δεύτερο και ήδη είχαν αρχίσει να μας ακούν τ’ άλλα τραπέζια. Ξαφνικά, σκύβει και μου λέει: έχεις κολυμπήσει σε φωτισμένη πισίνα; Κάτι στη φωνή της με προειδοποίησε. Μαρίνα, της λέω, φρόνιμα.-Θέλω να κολυμπήσω!- Άρχισα να μη νιώθω και τόσο καλά. Μάλλον είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Τη βλέπω που κάνει να βγάλει το μπλουζάκι και της πιάνω τα χέρια.»
«Μεγάλο λάθος.»
«Το κατάλαβα αργά. Έγινε έξω φρενών. –Άσε με κάτω, ρε μαλάκα! Και ποιος είσαι που θα μου πεις φρόνιμα; Ο πατέρας μου;- Πετάχτηκε πάνω. Απ’ το διπλανό τραπέζι είχαν γυρίσει και μας χάζευαν. Είδα το γκαρσόνι να ’ρχεται προς το μέρος μας. Προσπάθησα να την ηρεμήσω. Εκείνη έψαχνε στην τσάντα της. Ακούμπησε στο τραπέζι ένα χοντρό αντρικό πορτοφόλι . Αν και παραξενεμένος, ένιωσα ήσυχος. Το γκαρσόνι –με ύφος Μάικλ Κέιν στο Μπάτμαν- είχε σταθεί διακριτικά σε απόσταση. Την άφησα. Φαίνεται πως αυτό ακριβώς περίμενε. Έκανε μισό βήμα και βούτηξε.»
«Όχι, ρε φίλε!»
«Σάστισα. Ο Μάικλ Κέιν έκανε νοήματα σε κάποιον που δεν μπορούσα να δω καλά. Η γυναίκα απ’ το διπλανό τραπέζι με αγριοκοιτούσε. Κατάλαβα τον εαυτό μου να χαμογελά ηλίθια και, πιάνοντας το πορτοφόλι, έκανα μια αξιολύπητη προσπάθεια να δείξω ότι έχω τον έλεγχο της κατάστασης. Η Μαρίνα, στο νερό, να γελά και να χαλάει τον κόσμο. Ένας ψηλός τύπος –κάποιος υπεύθυνος του ξενοδοχείου;- συζητούσε με το γκαρσόνι. Τους είδα να κατευθύνονται προς το μέρος μου. Εν τω μεταξύ, εκείνη είχε φτάσει στη μικρή σκαλίτσα κι έβγαινε από την πισίνα, ενώ μια παρέα νεαρών την επευφημούσε. Τους έκανε νοήματα να τη μιμηθούν. Ένιωσα το ηθικό μου ν’ αναπτερώνεται. Σκέφτηκα ότι, τελικά, μπορεί να μην υπήρχε πρόβλημα. Μια μικρή, αυθόρμητη παράσταση δεν ήταν δα και τίποτα το τρομερό. Γυρνώ προς το μέρος του ψηλού, αποφασισμένος να το παίξω άνετος ζητώντας του μια πετσέτα για την κυρία, όταν η κυρία αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μου. Πρόσεξα ότι φορούσε ακόμα τα πέδιλά της, ενώ το μουσκεμένο σαλβάρι είχε κολλήσει πάνω της αφήνοντας να διαγράφεται το δαντελένιο εσώρουχο.»
«Μαλάκα, μην τα λες τόσο ποιητικά. Καυλώνω.»
«Έτρεχε και φώναζε –λοιπόν, μπορώ ή δεν μπορώ;- οπότε ξαφνικά σταματάει κι αρχίζει να ξεφωνίζει για το σκουλαρίκι της. Το φαντάζεσαι; Ο ψηλός είχε μείνει άναυδος. -Βρες το μου! να λέει, πέσε να μου το βρεις. –Μαρίνα, πάμε να φύγουμε, θα στο βρουν αύριο το σκουλαρίκι σου, της λέω και κάνω μηχανικά ν’ ανοίξω το πορτοφόλι, οπότε μου το αρπάζει και το εκσφενδονίζει στο νερό.»
«Έτσι.»
«-Να δω τι θα κάνεις τώρα, θα πέσεις για όχι;»
«Καλά, εσείς γράψατε ιστορία εκεί πέρα.»
«Μην το γελάς. Απ’ την παρέα που χειροκροτούσε, είδα κάποιον με κινητό να μας τραβάει. Ευτυχώς, κάτι η απόσταση, κάτι το ημίφως, κάτι τα χοροπηδητά της Μαρίνας, δεν πρέπει να φαίνεται τίποτα. Γιατί, εννοείται, φύγαμε χωρίς να πληρώσουμε. Μας παρακάλεσαν, μάλιστα, ευγενέστατα. Μιλάμε για κατοστάρι, μες στο νερό.»
Ο Πάρης χτυπιόταν απ’ τα γέλια. «Ποιο νερό; Εκεί που ήταν το πορτοφόλι;»
«Δεν κατάλαβες. Το πορτοφόλι ήταν άδειο. Της πλάκας, τελείως. Και το σκουλαρίκι στην τσέπη της. Τα ’χε σκηνοθετήσει όλα η πουτανίτσα. –Κάτι κέρματα έχει μέσα για το παιδί που θα κάνει τον κόπο. Απίστευτη;»
Γέλια μέχρι δακρύων. «Ωραίο κέρασμα! Θα πω της Μαρίας να μου κάνει ένα στα… στα γενέθλιά μου… ωχ, μαλάκα… στο Χίλτον.» Του ’χε κοπεί η ανάσα. «Και τώρα;»
«Τώρα… είναι μια ώρα δύσκολη. Πάμε; Εσύ στο Μαράκι σου κι εγώ… Γάμησέ τα.»
«Τι; Ούτε τηλέφωνο; Τίποτα;»
«Δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή. Εξαφανίστηκε. Και δεν ξέρω ούτε το επώνυμό της. Πληρώσαμε;»
Πλήρωσαν το λογαριασμό και σηκώθηκαν. Ο ένας βαστούσε τον άλλο.
«Καλά, πόσες ήπιαμε; Μήπως το παρακάναμε λίγο;»
«Σώπα! Αφού μας πάει το πεζό-δύο, όλα καλά. Ελπίζω μόνο να κοιμάται η Μαρία.»
«Κι εγώ το ελπίζω.»
«Εσύ γιατί;»
«Γιατί, στην κατάσταση που είσαι, φοβάμαι ότι θα τα ξεράσεις όλα. Τι έπαθες;»
Ο Πάρης δεν απάντησε. Στην άκρη του δρόμου, είχε διπλωθεί και ξερνούσε.