από ένα σχόλιο στον φίλο ιστολόγο πασσαρέλλα
ένα
Ήλθα με τα σφιγμένα δόντια μου και τα καλά κρυμμένα μυστικά απ' τις ηλιόλουστες πόλεις τους. Η σκακιέρα ήταν στημένη κι όλοι περίμεναν τον πρωταγωνιστή για ν' αρχίσει η παράσταση. Κάτω απ'τις σόλες των παπουτσιών μου ασφυκτιούσαν γυαλοί των Κυκλάδων, καφέδες σκέτοι -χωρίς μου έλειψες, σ' αγαπώ- και στιχάκια παρείσακτα. Στα μάτια μου χορεύανε σάτυροι. Κρατούσα τα βλέφαρα κλειστά, μην τύχει και τους δεις και τρομάξεις. Στην πλάτη, ξεδιάντροπα χτυπημένα με βελόνα ανεξίτηλη, κόκκινα σημάδια από μαστίγιο. Διψούσα. Είπα τα λόγια μου με στόμφο κι υποκλίθηκα. Πού ήσουν; Δεν άκουσες; Ήλθα μ' εκείνο το στερνό παράπονο του ποιητή.
δύο
Ήλθα όταν όλα πια είχαν κριθεί. Είχαν παιχτεί τρεις παρατάσεις και τα πέναλτυ. Χτύπησα συνθηματικά. Μου άνοιξαν ένας ξεραμένος βασιλικός και κάτι πεινασμένα φαντάσματα. Εσύ; Κάπου αλλού -στην Ταυρίδα, στην Αίγυπτο... Χαμογελούσες. Είχες τον ύπνο ελαφρύ του νεογέννητου, ίσως που δεν το πρόλαβες να με γνωρίσεις. Τίναξα τις φτερούγες με θυμό, μετά θυμήθηκα -δεν έχω φτερούγες. Ήμουν λοιπόν ένα πιόνι; Κράτησα την ανάσα μου. Μέτρησα αντίστροφα τρεις φορές, ψέλισα ξόρκια ακατάληπτα. Τίποτα. Μηδέν.
τρία
Ήλθα, αλλά έλειπες. Η σκακιέρα ήταν στημένη με όλα τα κομμάτια στη θέση τους εκτός απ’ τους τρελούς. Έπεσα στα γόνατα φωνάζοντας «δεν γίνομαι πιόνι! δεν γίνομαι πιόνι!» και δάκρυα από μελάνι γέμισαν τα μάτια μου. Όταν η όρασή μου καθάρισε ήμουν γονατιστός στο κέντρο της σκακιέρας, στο ε4, η μάχη μαινόταν γύρω μου, όμως δεν ήτανε λέει μάχη αλλά χορός και μάλιστα στο βασιλικό ανάκτορο. Ιππότες και πύργοι στροβιλίζονταν στο ρυθμό του βαλς, ενώ μια μαύρη ντάμα γελούσε δείχνοντας προς το μέρος μου με τη βεντάλια της. Ξύπνησα σ’ ένα μακρινό σύννεφο.
η εικόνα του M. L. Walker