φορούσες ένα σκοτάδι διάφανο σαν φως της αβύσσου
σειρήνα της πλώρης ακίνητη με το βλέμμα εμπρός
στην ξηρά που σιμώνει απαλά με των γλάρων τα πείσματα
οι τόποι πώς δείχνουν αλλιώτικοι είπες το σούρουπο
δίκοπες λέξεις λεπίδες γυμνές με το πόδι μετέωρο
(τα δάχτυλά του κλειστά μικροί ψαράδες παράξενοι)
στιγμιαία μετέωρο μ' ένα ανατρίχιασμα στην υγρή επαφή
και μια αγωνία ψυχρή μες στων ματιών σου το άδυτο
έτσι καθώς αργά βυθίζεσαι μισή στο νερό
καθώς αργά βυθίζεσαι στη σιωπή και στου χρόνου τον όλεθρο
κι εγώ, ποιος μές στο διάφανο σύθαμπο ήμουν εγώ
με τα μαύρα πανιά και τα μάινα ποιος ήμουν
καθώς την πλάτη γυρνάς και τι χρώμα έχουν οι στάχτες στα μάτια σου
το βουβό μέσα παράπονο η πληγή σου τι χρώμα
καθώς στρέφεις και φεύγεις όλη ένα χρώμα δεν ήμουν εγώ
πολεμιστής δεινός χρισμένος ανόητος δεν ήμουν
με των γεμάτων ιστίων μου την άγρια βιασύνη
μ' ένα νήμα στα χέρια δεν ήμουν κοριτσίστικα όνειρα
εγώ στην πλώρη κοιτώντας εμπρός πάντα εμπρός στο τρεμάμενο σούρουπο
στη σιωπή να μακραίνεις ξανά και στου χρόνου τον όλεθρο
καθώς φεύγεις κι απλώνεις
κι όλη διάφανο γίνεσαι σύθαμπο
η εικόνα από σχέδιο του Παναγιώτη Βασιλάκου