είν' όπως τότε
τα νερά τους αγκαλιές
χαμένες οι όχθες
τ' ουρανού μες στ' αρμυρίκια
θαρρείς κι
ετούτες οι μικρές ακρογιαλιές
κρέμονται κάπου
από ψηλά σαν σκουλαρίκια
κάθισα κι ήπια
ένα κρασί και σε θυμήθηκα
έφερνε ο μπάτης
φίλε κάτι απ' τη φωνή σου
κι ο νους μου
χάθηκε σε χρόνια μυθικά
από την Κάσο ως
τις ακτές της Αλοννήσου
ενθύμια χρώματα
του Αιγαίου το θαλασσί
σμαράγδι η
Σκιάθος ξανθοπράσινες οι Οινούσσες
μαύρη πλανεύτρα
η Σαντορίνη μα εσύ
στης Σέριφος το
βιολετί πάντα γυρνούσες
της Σίφνου η
άμμος χρόνια κόλλησε στα ρούχα μας
στην Τήλο του
ήλιου κυνηγούσαμε τη δύση
η Ερεσός
ζωγραφισμένος μουσαμάς
κι η Μήθυμνα
έτοιμη στ' αστέρια να πηδήσει
μια τέτοια νύχτα
νιώθεις είπες ο ουρανός
πως σε καλεί να
κολυμπήσεις στα νερά του
“ποίηση”
σκέφτηκα κι αργότερα “οιωνός”
το νέο σαν ήρθε
του τροχαίου σου θανάτου
φοβάμαι παρασύρθηκα
παλιέ μου φίλε μα
με συνεπήρε η
νοσταλγία πώς να σωπάσω
είναι μακριά
πολύ το ηλιοβασίλεμα
και φεύγω -πάντα
βιαστικός- να το προφτάσω