ποιες μαύρες σκέψεις ένοχο με κρίνουνε φριχτό
ποιο λάθος μου σε πείσμωσε και δε μπορώ πια μ' ένα
στίχο να γειάνω την πληγή να εξιλεωθώ
τι να σου φέρω αγάπη μου για να με συγχωρέσεις
τα λούσα σιχαινόσουνα θυμάμαι από παλιά
τη νύχτα σου παράγγειλα του Αιγαίου για να φορέσεις
της Πούλιας το διάδημα στα μαύρα σου μαλλιά
με μια δαντέλα από μικρά πολύχρωμα κοχύλια
τον πελαγίσιο ορίζοντα φουστάνι θαλασσί
κι ένα βαθύ ανεξίτηλο πάνω στα δυο σου χείλια
να χύσω με της Νάουσας το κόκκινο κρασί
τι θα μπορούσε την καρδιά σου τώρα να ησυχάσει
και το κρυμμένο αγκάθι της σιγά-σιγά να βγει
την ανοιξιάτικη βροχή του φεγγαριού τη χάση
του ήλιου το βασίλεμα και τη ροδούλα αυγή
το σέλας να σου χάριζα και τον ουράνιο ρόμβο
που εκεί στις νότιες θάλασσες τον ξέρουνε σταυρό
κι ύστερα να σαλπάριζα μαζί με τον Κολόμβο
την άγνωστή σου ήπειρο να ψάξω για να βρω