..κόσμε γυάλινε
Κυριακή απόγευμα, βολεμένοι στους καναπέδες, παρακολουθούσαν τα γεγονότα απ' την τηλεόραση. Ξαφνικά, σαματάς, φωνές, κακό μεγάλο, βγείτε γειτόνοι-σπάνε τ' αυτοκίνητα!
Οι νεαροί ήταν πολλοί, ποιος να τα βάλει μαζί τους; Κάποιοι πιάσανε τα τηλέφωνα να καλέσουν το εκατό, οι περισσότεροι ωστόσο παρακολουθούσαν την καταστροφή μουδιασμένοι. Πάνω στην ώρα, απ' το γωνιακό διώροφο, εκεί ακριβώς όπου μια ομάδα είχε πέσει με τα λοστάρια πάνω σ' ένα ολοκαίνουργιο Πόλο, ακούγονται τα ρολά του πρώτου να ανεβαίνουν με ορμή και μια δυνατή μπάσσα φωνή: εε, φιλαράκια! Ο Περικλής, ο οικοδόμος -τώρα θα κατεβεί κάτω το θηρίο και θα γίνει μακελειό!
Όλη η γειτονιά τον ήξερε τον Περικλή, ήτανε το καμάρι της. Δυο μέτρα μπόι, πλάτες ατέλειωτες, άλλο από δουλειά δεν ήξερε -το πρωί οικοδομή, το βράδυ στο σουβλατζίδικο διανομέας. Παιδιά, σκυλιά δεν είχε, μονάχα το Κατερινάκι, τρελός και παλαβός, θα παντρευόντουσαν λέει, να φύγει πρώτα με το καλό το δίσεχτο. Μια Κυριακή του μένει να ξεκουραστεί του φουκαρά και τα παλιόπαιδα του σπάνε τ' αυτοκίνητο!
Είχε βγει έξω με το σλιπ, φούσκωνε ακόμα μπροστά, φανερό πως τον κόψανε πάνω στις τρυφερότητες. Στα χέρια του κρατούσε -τι κρατάει;- η Κατερίνα από μέσα τυλιγμένη στην κουρτίνα κάτι φαινότανε να του φωνάζει. Φιλαράκια, αν νομίζετε πως θ' αλλάξετε την κοινωνία σπάζοντας τ' αυτοκίνητό μου, σπάστε το! Αν υπάρχει όμως κάτι που αξίζει σπάσιμο είναι αυτό. Και σηκώνοντας τα χέρια -θε μου, λυπήσου τους!- εκσφενδονίζει, όχι σ' αυτούς, όχι στα παιδιά αλλά δίπλα, στο πεζοδρόμιο, την τριανταοχτάρα επίπεδη -αυτήν που αγόρασε μαζί με τ' αυτοκίνητο- και την κάνει χίλια κομμάτια.
Οι νεαροί πάγωσαν. Ύστερα ξαφνικά ξεσπάνε σε κραυγές και σφυρίγματα, αδερφέ του φωνάζουν, είσαι αδερφός μας -εκείνος όμως είχε μπει πάλι μέσα και κατέβαζε ήδη το ρολό.
Αυτοί, μην ξέροντας πως να εκτονωθούν, κλωτσούσαν και χτυπούσανε τη στραπατσαρισμένη τηλεόραση, όταν ξαφνικά σκάει παραδίπλα μία δεύτερη και λίγο μετά μια τρίτη. Ήταν ο Σταμάτης, ο υπάλληλος του ΟΤΕ κι ύστερα μια καινούργια στο δεκατέσσερα κι ο πιτσιρικάς με τη ντραμς, που λείπαν οι γονείς του γιατί τις Κυριακές κάνει εξάσκηση και χαλάει ο κόσμος, άκουγες από τα σπίτια μέσα φωνές, παρακάλια, ιαχές και δεν ήξερες αν τσακώνονται ή αν δίνουν ένας στον άλλο κουράγιο για την ανόσια πράξη, γιατί, μα το θεό αδέρφια, σε λίγο άρχισε να βρέχει τηλεοράσεις! Ήταν μια γιορτή πρωτοφανής, ανήκουστη, ένα ντελίριο σχεδόν Βακχικό που όποιος δεν το 'ζησε δεν μπορεί να το καταλάβει, γιατί άλλο να το ζεις κι άλλο..
Κι εκεί απάνω στο χαμό, βγαίνει απ' το ημιυπόγειο η Άννα, η Αλβανή, με την τηλεόραση στην αγκαλιά και τα τρία κουτσούβελα να τρέχουν ξωπίσω της, ορίστε, λέει και την απιθώνει στα πόδια τους, εγώ ζω κάτω δεν μπορώ να ρίξω -άντρας μου όλη μέρα δουλεύει κι εγώ γαζώνω, τι θέλω να την έχω; και κάνει να φύγει. Κοπελιά, τη σταματά ο μελαχροινός με τις μπούκλες και το σκουλαρίκι, σπάστην μόνη σου, εμείς έχουμε τώρα αποστολή, πάμε να ξυπνήσουμε κόσμο.. Και λέγοντας αυτά της χώνει στο χέρι το λοστό και τραβά μαζί με τους άλλους που φεύγουν φωνάζοντας.
Ήταν η πρώτη μέρα της επανάστασης.
στη μνήμη ενός παιδιού δεκάξι ετών..
αν και αυτό δεν λέει τίποτα απολύτως..
αν και αυτό δεν λέει τίποτα απολύτως..