Ξύπνησε
από κάτι
που της
συνέβαινε. Μια
αίσθηση απαλή
και σκληρή.
Κάτι τριβόταν
πάνω της.
«Γιώργο;»
Είχε
παραμερίσει την
κιλότα και
τον έτριβε
στο αριστερό
της κωλομέρι.
Μηχανικά,
κοίταξε τα
γαλάζια ψηφία,
μοναδική πηγή
φωτός στο
δωμάτιο: δύο
και οκτώ
πρώτα λεπτά.
Κάτι πήγε
να πει
μα συγκρατήθηκε.
Τον πήρε
απαλά στο
χέρι της.
«Τι
έχεις, αγόρι
μου; Τι
θέλει ο
μπέμπης;»
Ο
«μπέμπης» ήτανε,
βέβαια, αυτό.
Το πουλί
του. Ποτέ
κάτι τόσο
υποτιμητικό
όπως «το
πράμα του».
Ή επιθετικό
–το εργαλείο,
σα να
λέμε, ενός
βιαστή- όπως
«ο πούτσος
του». Για
τη Λουκία
ήταν πάντα
«το πουλί
του». Άντε
και κάποιες
φορές, πιο
επίσημες, «το
όργανό του».
Μέχρι εκεί.
Έκανε
στροφή εκατόν
ογδόντα μοιρών,
σέρνοντας το
στήθος της
στο δικό
του. Βυζιά
τέτοιου μεγέθους
θα ήταν
ανόητη να
μην τα
χρησιμοποιεί.
Τον ένιωσε
να σπαρταρά
στην παλάμη
της.
«Θέλει
τη φωλίτσα
του;»
Μιλούσε
στο σεξ.
Της έδινε
την ψευδαίσθηση
της συμμετοχής.
Κατά τ’
άλλα, η
πρωτοβουλία των
κινήσεων και
το προνόμιο
της κορύφωσης
ανήκαν αποκλειστικά
σ’ εκείνον.
Δεν
συνέβαινε από
πάντα, όχι.
Υπήρξε καιρός,
αναλογίστηκε
κοκκινίζοντας,
που και
πρωτοβουλίες
της άρεσε
να παίρνει
και σε
κορύφωση έφτανε
αρκετά συχνά.
Εκείνο το
μυστηριώδες,
υπέροχο Τότε.
Πριν τα
παιδιά. Πριν
τις ηλεκτρικές
κουβέρτες, τα
γυαλιά στο
κομοδίνο, τις
κρέμες νυκτός.
Πολύ πριν.
Γύρισε
ανάσκελα κι
άνοιξε τα
πόδια της.
Άνοιξε
τα μάτια
του. Το
κρεβάτι κουνιόταν
ή το
δωμάτιο; Την
ένιωσε να
σαλεύει, αλλά
δεν ήταν
αυτή η
αιτία της
τρικυμίας. Τα
κέρατά του
είχε πιει
πάλι.
Το
σιχαινόταν το
ξενύχτι της
καθημερινής. Οι
φωτεινοί δείκτες
στο κομοδίνο
έδειχναν τέσσερις
και τριανταπέντε.
Δυο ωρίτσες
ως τις
επτά παρά
τέταρτο που
θα χτυπούσε
το ξυπνητήρι.
Ο
Μπάμπης τον
ξεσήκωσε, μια
φορά το
χρόνο,
μη μας
το χαλάς
ρε φίλε.
Κι ήταν
αυτός βέβαια
που θα
τον γύρισε
σηκωτό. Γιατί,
ν’ ανέβηκε
τους τρεις
ορόφους μόνος
του σ’
αυτή την
κατάσταση, δεν
υπήρχε περίπτωση.
Τι τα
’θελες
τα
τσίπουρα,
μεγάλε;
Αφού δεν
τα
σηκώνεις.
Προσπάθησε
να θυμηθεί
πώς βρέθηκε
στο κρεβάτι.
Είχε ξυπνήσει
η Λουκία;
Είχαν μιλήσει;
Αφουγκράστηκε
την αναπνοή
της. Βαθιά
και κανονική.
Ήρεμος ύπνος
–θα τον
άκουσε που
γύρισε. Απ’
το δωμάτιο
του κοριτσιού,
ησυχία. Χαλάρωσε
να
κοιμηθείς
κι εσύ.
Δεν θα
ξυπνάς
το πρωί.
Μαλάκα.
Πετάχτηκε
με το
πρώτο χτύπημα
του ξυπνητηριού.
Δεν είχε
χορτάσει ύπνο,
αλλού πατούσε
κι αλλού
βρισκόταν. Όμως
αυτό το
ξύπνημα ήταν
διαφορετικό.
Και ήθελε
αυτός να
το ξέρει.
Πλύθηκε
και πήγε
να ετοιμάσει
πρωινό. Έβαλε
τον καφέ
να γίνεται
και άναψε
την τοστιέρα.
Μήπως να
έβραζε και
κανένα αυγό;
Το συνήθιζαν
πού και
πού τα
σαββατοκύριακα
ή όταν
είχαν χρόνο
στη διάθεσή
τους. (Όχι
η Μαρία.
Αυτή είχε
κόψει και
το γάλα.
Χρυσή την
έκανε να
φάει μια
μπουκιά πριν
φύγει για
το σχολείο.)
Καλύτερα
κάτι
απλό.
Δεν είναι
το φαΐ
που
μετράει.
Τον
άκουσε στο
μπάνιο –
εικοσιτέσσερα
χρόνια μαζί-
πλενόταν πάντα
με θόρυβο.
«Πώς
έτσι πρωινή;»
Με
την πετσέτα
στα χέρια
και το
ασαφές μυωπικό
βλέμμα, έδειχνε
τουλάχιστον
δέκα χρόνια
μεγαλύτερος απ’
τα σαραντατρία
του. Άλλες
φορές αυτό
την ενοχλούσε
–τώρα το
βρήκε γλυκό.
«Ξύπνησα
κι είπα
να σου
κάνω παρέα.»
Την κοίταζε.
«Στο πρωινό.»
«Ξέρεις
ότι δεν
έχω μυαλό
το πρωί.
Φοβάμαι την
κίνηση. Τον
καφέ τον
πίνω στο
αυτοκίνητο.»
«Δεν
θες ένα
τοστ; Το
έχω έτοιμο.
Παρ’ το
μαζί.»
«Μια
μπουκιά μόνο.»
Πρέπει
να είδε
την απογοήτευσή
της γιατί
έκοψε και
δεύτερη. Τον
πρόλαβε στην
πόρτα.
«Ήθελα
να σου
πω για
το βράδυ.»
Σηκώθηκε στις
μύτες, τάχα
να τον
φιλήσει. «Ήταν
υπέροχα», του
ψιθύρισε.
Οδηγούσε
νευρικά -δυο
φορές ο
καφές έσταξε
στο σακάκι
του. Πάλι
καλά που
ήταν σκούρο.
Και να
πεις πως
έτρεχε; Απλώς
άλλαζε τις
λωρίδες χωρίς
λόγο. Δεν
ήταν τόσο
η κίνηση,
όσο τα
φανάρια που
εννοούσαν να
τον πιάνουν
το ένα
μετά το
άλλο. Του
την έδινε
αυτό. Του
έκανε τα
νεύρα κουρέλι.
(Και τον
περίμενε δουλειά
στο γραφείο!)
Ευτυχώς,
ο καφές
φαίνεται πως
είχε αρχίσει
να ενεργεί.
Μια παράξενη
υπερδιέγερση
πήρε ν’
απλώνεται στο
κορμί του,
ξεκινώντας απ’
το στομάχι
του. Ήξερε
τι έφταιγε.
Το απωθούσε
από ώρα,
όμως αυτό
ήταν εκεί,
παρόν και
επίμονο.
Είχαν
κάνει σεξ;
Αυτό κι
αν ήταν
είδηση! Αν
τον ρωτούσες,
δεν θυμόταν
τίποτα. Όμως
τι άλλο
μπορούσε να
σημαίνει εκείνο
το «ήταν
υπέροχα» που
του πέταξε;
Ποια ήταν
υπέροχα δηλαδή;
Τα μαλλιά
του, που
’χαν βρωμήσει
κάπνα και
τσίκνα απ’
την ταβέρνα
ή το
χνώτο του
που έζεχνε
τσίπουρο; Κι
είχε, σ’
αυτή την
κατάσταση που
ήταν, κουράγιο
και όρεξη
για… επιδόρπια;
Εδώ, όταν
ήταν στα
καλά του
και δεν
γινόταν τίποτα.
Νέκρα. Πήγαινε
να την
αγκαλιάσει κι
ένιωθε ν’
αγκαλιάζει τη
μάνα του.
Τα ίδια
–δεν ήτανε
δύσκολο να
καταλάβει- κι
από τη
μεριά τη
δικιά της.
Και τώρα,
ξαφνικά… Υπέροχα;
Τι «υπέροχα»,
ποια «υπέροχα»;
Γιατί δεν
τα θυμόταν
αυτά τα
υπέροχα; Αδικία
δεν ήταν;
Τελευταία
στιγμή την
είδε τη
θέση. Φρενάρισε
ανάβοντας
συγχρόνως τα
αλάρμ και
κοιτάζοντας
στον καθρέφτη.
Πολύ αργά.
Ο Μπάμπης,
με την
μαύρη
σιτροέν του.
(Κοίτα να
δεις σύμπτωση!)
Είχε ήδη
κολλήσει απάνω
του. Τον
είδε απ’
τον καθρέφτη
που χαμογελούσε.
Μέχρι να
του κάνει
νόημα, να
κι άλλος.
Δεν πάει
στο
διάολο,
ας την
πάρει
αυτός.
Θα βρω
καλύτερη
παρακάτω.
Πάτησε μια
στην κόρνα,
έβαλε πρώτη
κι έφυγε
σπινιάροντας.
Η
Λουκία σιδέρωνε
τραγουδώντας
και χαζεύοντας
την τηλεόραση.
Κάθε τόσο
σήκωνε το
βλέμμα της
στο ρολόι.
Τέσσερις
παρά
τέταρτο.
Όπου να
’ναι θα
γυρίσει.
Τι
παράξενο
χτυποκάρδι και
τούτο! Είχε
περάσει όλο
της το
πρωινό συγυρίζοντας
και μαγειρεύοντας.
Από τότε
που έδωσε
το μαγαζί,
δεν θυμόταν
καθημερινή να
μένει ένα
ολόκληρο πρωινό
στο σπίτι
αν δεν
ήταν άρρωστη.
Όλο κάπου
θα ’τρεχε,
όλο και
κάποια ψώνια
θα υπήρχαν,
όλο και
κάποιους
λογαριασμούς
θα χρειαζόταν
να πληρώσει.
Άσε τα
τρεχάματα στα
ΚΕΠ κι
οι αιτήσεις
στο δημόσιο.
Από κείνες
που σε
προσλαμβάνουν
με τη
μία!
Στις
αρχές, είχε
ακόμα την
έννοια των
παιδιών. Να
βρούνε φαΐ
που θα
γυρίσουν απ’
το σχολείο,
να ’ναι
τακτοποιημένο
το δωμάτιο
που θα
καθίσουν να
διαβάσουν. Αλλά
κι αυτό
δεν κράτησε
πολύ. Μηχανολόγος
στην Πάτρα,
πλέον, ο
Κωστής, έκανε
τη ζωή
του σαν
φοιτητής, ο
κανακάρης τους.
Κι η
μικρή τελείωνε
φέτος. Απ’
το σχολείο
στο φροντιστήριο,
δεν την
έβλεπε παρά
ελάχιστα. Πλησίαζε
η ώρα
που θα
μένανε στο
σπίτι μονάχοι
οι δυο
τους. Ξανά.
Αλλά χωρίς
τη φλόγα.
Έκανε
το σταυρό
του μηχανικά
καθώς περνούσε,
σαν κάθε
απόγευμα, από
το ναό
της Κοιμήσεως.
Την Παναγίτσα,
όπως την
έλεγαν όλοι.
Παλιά συνήθεια
ο σταυρός
αυτός, από
τα μικράτα
του, που
την κρατούσε
ακόμα όποτε
το θυμόταν.
Τώρα πια
του φαινόταν
κάπως υπερβολικά
τελετουργική
ως χειρονομία,
αλλά και
τι μ’
αυτό; Μήπως
δεν ήταν
χριστιανός;
Μήπως δεν
υποστήριζε πάντα
τη σημασία
της τήρησης
των παραδόσεων;
Λοιπόν;
Αναρωτήθηκε
τι φαγητό
να ’χει
ετοιμάσει η
Λουκία. Σηκωμένη
απ’ τα
χαράματα, ίσως
να είχε
κατά νου
τίποτα μπελαλίδικο.
Σκέφτηκε χοιρινό
με πατάτες
στο φούρνο
και το
στόμα του
γέμισε σάλιο.
Η μόνη
ευχάριστη
έκπληξη
που
μπορείς
να
περιμένεις
μετά από
είκοσι
και βάλε
χρόνια
γάμου,
σκέφτηκε και
το ένα
του φρύδι
ανασηκώθηκε
αυτόματα. Θυμήθηκε
πάλι την
κουβέντα της
την πρωινή.
Όσο
το σκεφτόταν,
δεν του
φαινότανε λογικό.
Εντάξει, ήξερε
ότι ένας
που έχει
πιει πολύ
δεν θυμάται
μετά τα
καμώματά του,
αλλά αυτό
δεν ήταν
ένα οποιοδήποτε
«κάμωμα». Όσο
να πεις,
κάτι θα
’πρεπε να
του ’χει
αφήσει. Και
όχι μόνο
στο μυαλό.
Από την
άλλη, αν
δεν είχε
συμβεί τίποτα,
τότε γιατί
διάολο να
το πει
αυτό το
πράμα;
Πάνω
που ’χε
αρχίσει ν’
αναρωτιέται,
άκουσε την
πόρτα. Όχι
πως του
μετρούσε τα
δευτερόλεπτα.
Ήξερε πόσο
τυπικός σε
όλα του
ήταν ο
άντρας της.
Ποτέ δεν
της έδωσε
αφορμή να
σκεφτεί το
παραμικρό. Ποτέ
δεν θα
καθυστερούσε
παραπάνω απ’
όσο απαιτούσε
μια μικρή
στάση στο
βενζινάδικο ή
στο σούπερ
μάρκετ. Ποτέ
δεν θα
ξεχνούσε αυτό
που του
ζήτησε να
της φέρει,
ούτε τις
προτιμήσεις
της, ούτε
τα γενέθλια
ή την
επέτειό τους.
Ούτε του
άρεσε να
τα πίνει
με παρέες
από δω
κι από
κει, όπως
άλλοι. Σπάνια
εξαίρεση ήταν
η χθεσινοβραδινή,
για χάρη
τού συναδέλφου
του τού
Μπάμπη που
γιόρταζε κι
είχε καλέσει
όλο το
γραφείο. Όχι.
Αν υπήρχε
περίπτωση να
του καταλογίσει
ποτέ οτιδήποτε,
μόνο αυτή
η απόλυτα
συνεπής τυπικότητά
του θα
μπορούσε να
είναι.
«Καλησπέρα.»
Κλειδιά. Τουαλέτα.
Η γνωστή,
απαράλλαχτη
αλληλουχία.
Σήμερα, όμως,
υπήρχε και
κάτι άλλο.
Κάτι απροσδιόριστα
αλλά θεμελιωδώς
διαφορετικό
είχε παρεισφρήσει.
Η Λουκία
το κατάλαβε.
Το κατάλαβε
από το
αλλιώτικο
«γλκλαν!» που
έκαναν τα
κλειδιά που
προσγειώθηκαν
στο τραπεζάκι
του χολ,
το κατάλαβε
από τον
διαφορετικό ήχο
του ζεστού
πίδακα των
ούρων του
στο νερό
της λεκάνης,
το κατάλαβε
από τη
στάση του
σώματος και
την χροιά
της φωνής
του όταν
«τι φαΐ
έχουμε;» τη
ρώτησε βγαίνοντας.
«Χοιρινό
με πατάτες,
Γιώργο μου.
Στο φούρνο,
που σ’
αρέσουν.»
«Διαφορετικός;
Τι διαφορετικός;
Πώς διαφορετικός;»
«Τι
να σου
πω, βρε
κοπέλα μου;
Μήπως ξέρω
κι εγώ;
Διαφορετικός.»
«Εννοείς
ότι ήταν
πιο… ντούρος;»
«Δεν
ξέρω. Όλη
η φάση
ήταν διαφορετική.»
Ποια φάση,
τι έλεγε;
«Βασικά, εγώ
κοιμόμουν,
εντάξει; Πρώτη
φορά το
έκανε αυτό,
να με
ξυπνήσει ενώ
κοιμόμουν. Αλλά
ούτε που
μ’ ένοιαξε.
Ήταν ο
τρόπος του.
Τόσο γλυκός!»
«Σε
καταλαβαίνω.»
Η Ιωάννα
της. Αυτή
πάντα την
καταλάβαινε.
«Δηλαδή, δεν
σε καταλαβαίνω
απλώς. Ζηλεύω
και λίγο.»
«Ναι,
αλλά από
τότε τίποτα.»
«Εντελώς;»
«Απολύτως.
Και δεν
είναι πως
δεν προσπάθησα.
Τι τα
καλά τα
στρινγκ μου
τα βρακάκια
φόρεσα, τι
το σι-θρου
το νυχτικό
μου, τι
πόζες του
πήρα…»
«Τίποτ’
άλλο δεν
του πήρες;»
«Λες
να μην
προσπάθησα;»
«Και;»
«Κάτσε
βρε
κορίτσι
μου. Την
ώρα του
αγώνα;»
«Ε,
μα την
ώρα του
αγώνα βρήκες
κι εσύ;»
«Δοκίμασα
και μετά.
Που ήταν
πτώμα. Κι
είχε χάσει
κι η
ομάδα του
κι όλα
του φταίγανε.
Τι μυρίζει
έτσι;
Μήπως
ξέχασες
το
γκαζάκι;
Το ακριβό
μου το
άρωμα, το
ακαταμάχητο.»
«Άκου
να δεις.
Δεν γίνονται
έτσι αυτά.
Δεν αρκεί
να το
’χεις εσύ
στο μυαλό
σου. Πρέπει
να ’το
χει κι
εκείνος.»
«Δηλαδή,
που γύρισε
λιώμα στα
τσίπουρα δύο
η ώρα
τη νύχτα,
το ’χε
στο μυαλό
του;»
«Γιατί
όχι; Δεν
ξέρεις τι
μπορεί να
κουβεντιάζανε
με τους
άλλους. Έπειτα,
είναι και
το αλκοόλ.
Εγώ άμα
πιω μερικά
ποτηράκια
λύνομαι. Γι’
αυτό, παρ’
τον το
Σάββατο να
πάτε μια
βολτίτσα να
τα πιείτε
τα δυο
σας, τρίψου
του και
λίγο μετά…»
«Μωρέ,
πόσα Σάββατα
δεν του
’χω πει.
Όλο σκέφτεται
τα λεφτά.
Όχι πως
κι εγώ
δεν τα
σκέφτομαι. Μην
τον αδικώ,
εικοστέσσερα
χρόνια ειν’
αυτά, καταλαβαίνεις.
Κι ύστερα,
τι την
πληρώνουμε
τη
συνδρομητική;
Ούτε σινεμά
πια δεν
πηγαίνουμε.»
«Καλά,
άστο πάνω
μου. Θα
βάλω το
Σταύρο να
τον πάρει
και να
τον ξεσηκώσει.
Πάμε κάνα
ρεμπετάδικο με
χορό. Άμα
κάνεις τις
τσαχπινιές σου
εσύ, τύφλα
να ’χουν
τα εικοσάχρονα.
Θα του
γυρίσει το
μάτι.»
«Τι
ώρα γυρίσαμε;»
«Ε,
δε θα
’ταν δυόμιση;
Μπορεί και
τρεις.»
«Και
γιατί κοιμήθηκα
στον καναπέ;»
«Ξέρω
’γω; Εκεί
δα πάνω
γκρεμίστηκες
και ξεράθηκες.»
«Ε
καλά, πόσο
είχα πιει;»
«Το
Βόσπορο. Κάνε
κράτει
Γιώργο,
τίποτα εσύ.
Καλά που
οδηγούσε ο
Σταύρος.»
Σηκώθηκε. «Θες
άλλο καφέ;»
«Άμα
έχει.»
«Έχει.
Έκανα αρκετό.»
Τον κοίταξε.
Να το
πει, να
μην το
πει. «Μου
κάνει εντύπωση
όμως.»
«Τι
σου κάνει
εντύπωση;»
«Την
Τρίτη, που
βγήκες με
τους φίλους
σου. Πάλι
πιωμένος γύρισες,
αλλά ήρθες
στο κρεβατάκι
σου και
μάλιστα ορεξάτος.»
«Τι
εννοείς ορεξάτος;»
«Αυτό
που εννοώ.
Σηκωμένος. Όχι
απλά όρθιος.
Με ξύπνησες
και δεν
κρατιόσουνα.»
«Σε
ξύπνησα; Δεν
το ήθελα.
Πάντα προσέχω…»
«Το
ήθελες και
το παραήθελες.
Εκτός αν
με ξεβράκωσες
και με
πήδηξες στον
ύπνο σου.
Αν ονειρευόσουνα
καμιά πιτσιρίκα
και, κοντά
στο βασιλικό,
ποτίστηκε κι
η γριά
γλάστρα.»
Δεν
το πίστευε,
από τα
νεύρα της
το ’πε.
Μα, ήταν
δυνατόν να
μην κατάλαβε
τίποτα; Και,
μάλιστα, εκείνην
ακριβώς τη
φορά που
τον λάτρεψε,
που την
έκανε να
φτάσει στον
ουρανό της
απόλαυσης; Που
ήταν όπως
τον ήθελε,
άγριος και
τρυφερός
ταυτόχρονα; Δεν
μπορούσε να
το χωνέψει.
Η
Ιωάννα, βέβαια,
τι να
πει κι
αυτή;
«Χαλάρωσε,
βρε κορίτσι
μου, δεν
είναι απλά
πράγματα τα
ερωτικά, δεν
υπάρχουν
κουμπάκια. Έτυχε
φαίνεται. Κάποια
στιγμή θα
ξανατύχει. Έχουμε
και μια
ηλικία πια.
Για πες
μου, τι
κάνει το
Μαράκι, πώς
τα πάει;
Έχει άγχος
με τις
εξετάσεις;»
«Τι
να κάνει
κι αυτό
το έρμο;
Δεν μιλάει
γιατί την
αγχώνω λέει
χειρότερα. Τα
ίδια περάσαμε
και με
τον Κωστή.
Τα σκατοσυστήματά
τους μέσα.»
«Αυτό
που πας
να κάνεις
είναι ηλίθιο.»
Συνέχισε
να αυτοχαστουκίζεται
μπροστά στον
καθρέφτη.
Ηλίθιο-ξεηλίθιο,
ήξερε μια
φορά πως
θα το
έκανε. Ήταν
να μην
του μπει
κάτι στο
μυαλό. Έτσι
και του
έμπαινε, καμιά
λογική δεν
μπορούσε να
τον σταματήσει.
Έπρεπε να
περάσει στην
πράξη. Επιτέλους,
τι είχε
συμβεί εκείνο
το καταραμένο
βράδυ; Ήθελε
να μάθει,
ήθελε να
καταλάβει, ήθελε
να ξέρει.
Κοίταξε το
πρόσωπό του
με ικανοποίηση,
βίδωσε το
καπάκι, έβαλε
το άφτερ-σέιβ
στη θέση
του και
βγήκε απ’
το μπάνιο.
«Πάλι,
βρε μωρό
μου; Κοίτα
να μην
μου έρθεις
σαν την
άλλη φορά.»
«Δεν
θα πιω
πολύ. Εξάλλου,
τώρα θα
οδηγάω. Μην
ανησυχείς.»
Είχε
βρει δικαιολογία
την τσικνοπέμπτη.
Και καλά,
ήταν ο
Μπάμπης πάλι
που τους
ξεσήκωσε. Στην
πραγματικότητα,
αυτός έριξε
την ιδέα.
Δεν θέλανε
και πολλά
παρακάλια στο
γραφείο.
Αυτό
το πράγμα,
που δεν
θυμόταν, ήταν
πολύ ύποπτο.
Και όχι
μόνο. Είχε
ρωτήσει το
Μπάμπη μετά.
Μόνος σου,
λέει, ανέβηκες.
Στο χάλι
που ήταν;
Ξεκλείδωσε την
κεντρική είσοδο,
ανέβηκε τα
σκαλιά, μπήκε-βγήκε
στον ανελκυστήρα,
ξεκλείδωσε και
μπήκε στο
σπίτι του;
Όμως, αν
τον είχε
ανεβάσει εκείνος,
γιατί να
του πει
ψέματα; Μια
παράξενη ιδέα
είχε αρχίσει
να στροβιλίζεται
στο υποσυνείδητό
του. Ένας
ψίθυρος. Ας
το κάνουμε
το
πείραμα,
κατέληξε.
Άνοιξε
τα μάτια
της. Στο
κρεβάτι,
μισοκαθιστή. Θα
την πήρε
ο ύπνος
καθώς διάβαζε.
Τα καλοριφέρ
είχαν κρυώσει
από ώρα.
Έβγαλε τα
γυαλιά και
τα ακούμπησε
προσεκτικά στο
κομοδίνο. Έσβησε
το φως
και τράβηξε
το μαξιλάρι
έτσι ώστε
να χωθεί
κάτω από
το βαρύ
πάπλωμα. Τότε
άκουσε το
αυτοκίνητο να
σταματάει.
Φωνές.
Να ’ταν ο Γιώργος; Σηκώθηκε
και πήγε
στο παράθυρο.
Είχαν ανάψει
τ’ αλάρμ,
σαν να
επρόκειτο να
κατεβάσουν
κάποιον ή
να παρκάρουν.
Όμως το
δικό τους
αυτοκίνητο ήταν
κόκκινο. Θυμήθηκε
πόσο πολύ
είχε χρειαστεί
να επιμείνει.
«Το χρώμα
του πάθους!»
του είχε
πει με
ύφος που
δεν σήκωνε
αντίρρηση. Τώρα
το πάθος
είχε πια
ξεθωριάσει, όπως
και το
χρώμα εξάλλου.
Γύρισε βιαστικά
και χώθηκε
μες στα
σκεπάσματα.
Ξύπνησε
πιασμένος. Ο
καναπές ήταν
μικρός και
η μέση
του δεν
πήγαινε πολύ
καλά τελευταία.
Είχε ξημερώσει.
Το κεφάλι
του πονούσε
κι όλο
το σχέδιο
είχε πάει
κατά διαόλου.
Υποτίθεται
πως θα
’κανε ότι
μέθυσε και
πρέπει ν’
αφήσει το
αυτοκίνητο και
να τον
γυρίσει πάλι
ο Μπάμπης
που ’ναι
ο δρόμος
του. Του
’χε μπει,
βλέπεις, υποψία
πως κάτι
στραβό έγινε
την άλλη
φορά, κάτι
που προτιμούσε
να μην
το σκέφτεται,
αλλά που
δεν μπορούσε
και να
το απωθήσει.
Θα παρίστανε
λοιπόν το
μεθυσμένο, για
να τον
τσεκάρει. Φαίνεται
όμως ότι
τελικά μέθυσε
στ’ αλήθεια,
γεγονός από
μόνο του
αρκετά ανεξήγητο
μιας που
ήπιε ελάχιστα.
Μήπως του
ρίξανε (αυτός
ο άτιμος)
τίποτα στο
κρασί; Αλλά
το πιο
ανεξήγητο ήταν
ότι, για
άλλη μια
φορά, δεν
θυμόταν τίποτα.
Δεν μπορούσε
να θυμηθεί
ούτε πώς
γύρισε, ούτε
πώς ανέβηκε
στο σπίτι,
ούτε πώς
σωριάστηκε
τελικά στον
καναπέ όπου
βρισκόταν τη
στιγμή που
μιλάμε. Ευτυχώς,
κρίνοντας από
την ησυχία,
ήταν ακόμα
αρκετά νωρίς
και οι
άλλες κοιμόντουσαν.
Προσέχοντας να
μην κάνει
θόρυβο, κατάφερε
τελικά να
σηκωθεί όρθιος
χωρίς να
ζαλιστεί, μα
όχι και
χωρίς ένα
τίναγμα στη
μέση του
που τον
πέθανε. Ξενύχτια
τέλος,
είπε στον
εαυτό του.
Αργά και
απρόθυμα έσυρε
τα πόδια
του ως
το μπάνιο.
Ακούμπησε
τις τσάντες,
βρήκε το
κλειδί και
το έσπρωξε
στην κλειδαριά
με φούρια.
Είχε αργήσει.
Τράβηξε με
δύναμη για
να μπορέσει
ν’ ανοίξει
την πόρτα
που σκάλωνε.
Όπως όλοι
μας.
«Μαρία»,
φώναξε βλέποντας
το μισοφαγωμένο
τοστ στην
κουζίνα. «Γύρισες
αγάπη μου;»
Είχε
πάρει τους
δρόμους. Απ’
τη στιγμή
που άνοιξε
τα μάτια
της και
κατάλαβε ότι
ο άλλος
είχε κοιμηθεί
στον καναπέ,
δεν την
χωρούσε το
σπίτι. Βλέπεις,
το σκηνικό
είχε επαναληφθεί.
Ίδιο κι
απαράλλαχτο κι
ακόμα περισσότερο.
Τέτοιο οργασμό
είχε να
νιώσει από…
Από ποτέ.
Μόνο που,
ετούτη τη
φορά, αυτός
φαίνεται μετά
σηκώθηκε. Και
δεν ξαναγύρισε.
«Έφερα
ψητό κοτόπουλο.
Να κάνω
και μια
σαλάτα στα
γρήγορα;»
«Μαμά,
δεν προλαβαίνω.»
Είχε
βγει απ’
το μπάνιο.
Το κουκλίστικο
προσωπάκι της
έλαμπε. Να
βαφτείς
όμως
πρόλαβες,
συγκρατήθηκε.
«Θα
βγούμε μετά
το φροντιστήριο.»
«Με
το Δημήτρη;»
«Με
την παρέα.
Δεν θ’
αργήσω, μην
ανησυχείς. Και
μιας που
λέμε γι’
ανησυχία, τι
θα γίνει
μ’ αυτή
τη λάμπα;»
«Ποια
λάμπα;»
«Του
δρόμου. Είναι
φως αυτό;
Το σπίτι
μας μπροστά
μοιάζει με
κλαμπ. Μονάχα
εγώ αγριεύομαι;»
«Δεν
το είχα
προσέξει. Θα
πάρω τηλέφωνο
στο δήμο.»
«Πού
να το
προσέξεις. Πας
και καμιά
βόλτα ποτέ;»
«Α,
περίμενε! Να
πάρεις κλειδιά
γιατί θα
λείπουμε.»
«Μπα.
Θαύμα.»
«Ε,
ναι, μου
το υποσχέθηκε
επειδή βγήκε
χτες με
τους φίλους
του.»
«Αλήθεια;»
Γιατί την
κοιτούσε έτσι;
«Πολύ θόρυβο
κάνατε χτες
βράδυ.»
Δαγκώθηκε.
«Σε ανησυχήσαμε
κορίτσι μου;»
«Δεν
πειράζει. Να
με ανησυχείτε.»
Της έκλεισε
το μάτι.
Είδε που
η μάνα
της δεν
μιλούσε κι
έκανε μια
κίνηση, αλλά
σταμάτησε. «Θ’
αργήσω», είπε
κι όρμηξε
στην πόρτα.
«Στο
καλό. Να
προσέχεις»,
πρόλαβε η
Λουκία κι
ένα ρεύμα
από δεκαεπτάχρονα
νιάτα την
συγκλόνισε.
Ήταν
ένα μικρό
ταβερνάκι, κάπου
στα Πετράλωνα.
Είχαν πάει
σχετικά νωρίς.
Η μικρή
ορχήστρα έπαιζε
ρεμπέτικα και
λαϊκά και
υποσχόταν
αποκριάτικο
ξεφάντωμα για
τη συνέχεια.
Φεύγοντας
απ’ το
σπίτι, είχε
προσέξει αυτό
που παρατήρησε
η κόρη
της. Η
λάμπα του
δρόμου έβγαζε
ένα παράξενο,
πολύ αμυδρό
φως που
έκανε το
αυτοκίνητό τους
να δείχνει
οτιδήποτε, το
μαύρο
της
μελιτζάνας
ίσως,
εκτός από
κόκκινο. Διόλου
απίθανο, λοιπόν,
να ’τανε
τούτο εδώ
το σκούρο
αυτοκίνητο που
είδε μες
στη νύστα
της το
προηγούμενο
βράδυ. Κι
αυτή η
ανόητη είχε
βάλει με
το νου
της… Μη!
Όχι! Ντιλίτ,
που θα
’λεγε η
Ιωάννα.
«Μωρό
μου», είπε
μόλις έκρινε
πως έχουν
χαλαρώσει αρκετά,
«γιατί δεν
έμεινες στο
κρεβατάκι μας
χτες βράδυ,
παρά μου
κοιμήθηκες πάλι
στον καναπέ;»
Είδε πώς
την κοίταζε
(με έκπληξη;
Ενοχή;) και
βιάστηκε να
συμπληρώσει
στοργικά: «Δεν
φαντάζομαι να
είχες πιει
πολύ, που
οδηγούσες;»
«Ε…»
Ο Γιώργος
κόμπιασε.
Ντρέπεται
για τα
καμώματά
του,
σκέφτηκε η
Λουκία. Κι
είναι
τόσο
γλυκός
όταν
ντρέπεται.
«Δεν ήθελα
να σε
ταράξω», της
είπε στο
τέλος, δήθεν
αδιάφορα, κι
εκείνη έγειρε
στον ώμο
του.
«Μα…
με τάραξες
αγόρι μου.
Με συντάραξες»,
του είπε
σιγά.
Στην
επιστροφή,
ψιλόβρεχε. Ένας
καιρός τελείως
σκατά, σαν
την διάθεσή
του. Τι
ήταν πάλι
αυτά τα
–κατά Λουκία-
συνταρακτικά
και γιατί
αυτός δεν
θυμόταν απολύτως
τίποτα; Όχι
μόνο δεν
μπόρεσε να
διασκεδάσει
-μετά την
καταστροφική
της δήλωση-
αλλά τον
έπιασε κι
ένας τρομερός
πονοκέφαλος. Το
μόνο που
σκεφτόταν ήταν
πότε θα
φύγουν, να
τελειώσει το
μαρτύριό του.
Φυσικά, μόλις
θα έριχνε
στο κρεβάτι
το διαλυμένο
κορμί του,
εκείνη θα
εμφανιζόταν με
τα καυλωτικά
της εσώρουχα
για να
τον ξεσηκώσει.
Εικοσιτέσσερα
χρόνια. Την
ήξερε. Την
είχε σπουδάσει.
Όχι
πως δε
γούσταρε καθόλου
το σεξ
μαζί της.
Άντρας ήταν.
Υπήρχαν στιγμές
–και δεν
ήταν λίγες,
όταν η
ανάγκη του
γινόταν τόσο
έντονη, τόσο
πιεστική!- που
έμοιαζε στα
μάτια του
η ποθητότερη
του κόσμου,
ακόμα κι
αν φορούσε
το παλιό
ξεχειλωμένο της
βρακί και
τα καλτσάκια
της με
το Μίκι
Μάους. Όμως
αυτές οι
στιγμές όλο
και πιο
σπάνια οδηγούσαν
σε ευτυχές
τέλος. Συνήθως,
ακόμα και
όταν εκείνη
δεν τύχαινε
να είναι
εντελώς αλλού
ή απλώς
κακόκεφη ή
εξουθενωμένη
απ’ το
φορτίο της
μέρας, κάποιος
από τους
δύο θα
τύχαινε να
πει την
λάθος λέξη
στη λάθος
στιγμή, ένα
παράπτωμα που
εύκολα παραβλέπεις
όταν είσαι
στα μέλια
της σχέσης
και δύσκολα
όταν τραβάς
το κουπί
της χρόνιας
συμβίωσης. Έτσι,
είχαν καταλήξει
–οι πρώτοι
θα ’ταν
ή μήπως
οι τελευταίοι;-
να το
«κάνουν» κάθε
Πάσχα και
Χριστούγεννα,
σαν μια
απλή εκτόνωση
για τον
ίδιο και
–βλάκας δεν
ήταν- μια
πλήρη απογοήτευση
για κείνην.
Και, στις
σπάνιες περιπτώσεις
που τύχαινε
να την
ικανοποιήσει,
να πέφτει
μετά απάνω
του με
τη βουλιμία
του διψασμένου
που φοβάται
πως η
πηγή από
στιγμή σε
στιγμή μπορεί
να στερέψει.
Όμως,
τι σόι
ικανοποίηση
μπορεί να
της πρόσφερε
χωρίς να
το θυμάται;
Τη δεύτερη
φορά παύει
η σύμπτωση,
δε λένε;
Και γιατί
κάθε φορά
ήταν στη
μέση αυτός;
Κερατά
Μπάμπη,
έτσι και
μου ’χεις
κάνει
λαδιά…
Κόπηκε. Κερατά…
Μια λέξη
που δεν
χρησιμοποιούσε
ποτέ. Πώς
του προέκυψε
αυτή η
λέξη; Την
κοίταξε δίπλα
του που
χαμογελούσε.
Είχε γείρει
το κεφάλι
της στο
κάθισμα και
σιγοτραγουδούσε
με τα
μάτια κλειστά.
Πρόσεξε τα
γεμάτα της
χείλη (πώς
τα λαχταρούσε
κάποτε!), την
ελιά που
με τα
χρόνια μεγάλωνε
στο μάγουλό,
τη μικρή
φλεβίτσα που
φούσκωνε στον
κρόταφό της.
Λαδιά. Άλλη
περίεργη λέξη.
Που αν
εννοούσε αυτό
που φαινότανε
να εννοεί,
πολύ δύσκολα
θα ήταν
ο Μπάμπης
ο κερατάς
της υπόθεσης.
Λοιπόν,
φαίνεται
πως έχω
παντρευτεί
τον
δόκτορα
Τζέκυλ.
Η
Λουκία, ή
μάλλον το
μυαλό της
Λουκίας, ανεξάρτητα
από την
υπόλοιπη Λουκία
που χάζευε
την οθόνη
του υπολογιστή
για να
ξεχαστεί και
ενάντια στην
επιθυμία της,
σκεφτόταν.
Κάθε
φορά που
αναφέρομαι
σ’
εκείνες
τις δύο
συγκεκριμένες
νυχτερινές
του
«επιδόσεις»,
δείχνει
να τα
χάνει,
δείχνει
σχεδόν
…έκπληκτος;
Δεν λέει,
βέβαια,
τίποτα,
αλλά το
βλέπεις
στα μάτια
του. Αχ,
βρε
Γιώργο!
Τόσα
χρόνια.
Νομίζεις
πως
μπορείς
να μου
κρυφτείς;
Δεν
έβγαζε άκρη
μ’ αυτό
το πράγμα.
Ήταν συναισθηματική
φάση; Ήταν
παιχνίδι; Ήταν
η αρχή
κάποιας
ανησυχητικής
παθολογικής
κατάστασης;
Μήπως έπρεπε
να τον
καθίσει κάτω
να το
συζητήσουν
όμορφα κι
ωραία; Όμως,
αφ’ ενός
δεν ήθελε
να χαλάσει
αυτή την
καινούργια φλόγα
στη σχέση
τους, αφ’
ετέρου ήξερε
πως δεν
θα έβγαζε
κανένα όφελος.
Δεν του
άρεσε, βλέπεις,
του καλού
της να
συζητάει «γι’
αυτά τα
πράγματα».
Θυμήθηκε
τότε που
του πρότεινε
να συμβουλευτούν
έναν ειδικό.
Είχε γελάσει,
είχε θυμώσει
και στο
τέλος της
είχε πει
ότι ήταν
ελεύθερη να
συμβουλευτεί
όποιον νομίζει
κατάλληλο αλλά,
σε ό,τι
αφορούσε εκείνον,
αν ήταν
ν’ απευθυνθεί
σε κάποιον
επαγγελματία
για τη
δυστοκία της
ερωτικής του
ζωής, θεωρούσε
ότι τα
λεφτά του
θα έπιαναν
πολύ περισσότερο
τόπο σε
μια πόρνη.
Μάλιστα. Το
είχε αυτό
ο καλός
της. Λίγο
χοντρός στους
τρόπους του
και τα
λεγόμενά του,
αλλά ανοιχτόμυαλος.
Ή έτσι
ήθελε να
πιστεύει.
Αμέ
το άλλο
πού το
πας; Τι
ήταν αυτά
τα καινούργια
κολλητηλίκια
-να, πάλι
απόψε- με
κείνον τον
Μπάμπη; Μπάμπης
ίσον Χαράλαμπος,
είχανε βγει
λόγω της
γιορτής του
το Φλεβάρη.
Όμως, όσο
κι αν
έψαξε μέσα
στους φίλους
του στο
φέισμπουκ, δεν
βρήκε ούτε
Μπάμπη ούτε
Χαράλαμπο ούτε
κάτι άλλο
που να
ταιριάζει. Θα
μπορούσε να
ζητήσει τη
βοήθεια της
Ιωάννας, αυτή
ήτανε μανούλα
στα ιντερνετικά
ψαχουλέματα,
γιατί ήτανε
και πολύ
ζηλιάρα βλέπεις.
Κάθε τρεις
και πέντε,
δεν είμαι
καλά
φιλενάδα,
κάποια
καινούργια
υποψία σχετική
με
τον
δικό
της
θα της
είχε σφηνωθεί
στο μυαλό.
Κι ίσως
ήταν αυτός
ακριβώς ο
λόγος, που
κάτι μέσα
της τής
έλεγε της
Λουκίας να
μην δώσει
πολύ χώρο
τούτη τη
φορά στην
κολλητή της.
Προς το
παρόν τουλάχιστον.
Έσβησε
τον υπολογιστή,
νυσταγμένη. Η
Μαρία έλειπε
στην πενταήμερη
κι ο
Γιώργος ποιος
ξέρει τι
ώρα θα
γυρνούσε. Κρύωνε.
Πήγε στο
μπάνιο για
τα δόντια
της. Το
πρόσωπο της
γυναίκας στον
καθρέφτη –γεια
σου
κοπελιά-
πώς έκανε
πιο έντονο
το αίσθημα
της μοναξιάς
της!
Γυρνώντας
απ’ τη
δουλειά τής
το ’ριξε.
Το ’χαν
αποφασίσει με
τον άλλο,
λέει, έτσι,
στο ξαφνικό.
Ήξερε, βέβαια,
ότι εκείνη
είχε να
πάει με
την Ιωάννα
στους Χαιρετισμούς.
«Ελπίζω να
μην αργήσω,
αλλά εσύ
ξάπλωσε αν
θέλεις. Ξέρεις
πώς είναι
με το
Μπάμπη…»
Και
από πού
να ’ξερε;
Μήπως τον
είχε γνωρίσει
ποτέ; Όχι
πως είχε
καμία όρεξη.
Βασικά, είχε
πιστέψει ότι
εκείνος ο
κύκλος με
τα πιώματα
(και τις
παθιασμένες
επιστροφές)
έκλεισε στην
έξοδό τους
της τσικνοπέμπτης.
Του Γιώργου,
τουλάχιστον,
φαινόταν να
του ’χει
περάσει. Γενικά,
ήταν κακοδιάθετος
και όλα
του φταίγανε.
Μετά είχε
έρθει το
τριήμερο της
Καθαρής Δευτέρας
που πήγανε
στην Πάτρα
να δουν
το παιδί,
να χαρούνε
και το
καρναβάλι. Εκεί
πια, το
κορίτσι μου
και το
κορίτσι μου!
Μες στις
γλύκες. Αφού
η Λουκία
σταυροκοπιότανε.
Κάποια
φάση
ήταν,
είχε σκεφτεί,
και πέρασε.
Αλλά πού.
Πήρε
το βιβλιαράκι
της και
τα γυαλιά
της και
ξάπλωσε στο
κρεβάτι. Είχε
μείνει, πού
είχε μείνει;
Α, ναι,
εκεί που
ο άντρας
έχει εξαφανιστεί,
αφήνοντας την
νιόπαντρη γυναίκα
του μόνη
στην ταραγμένη
Κωνσταντινούπολη.
Γαμήλιο ταξίδι
να σου
πετύχει! Πού
πάνε και
τα σκέφτονται
αυτά οι
συγγραφείς,
συγκεκριμένα η
–έριξε μια
ματιά στο
εξώφυλλο- κυρία
Τερψιχόρη
Δανιηλίδου; Της
άρεσαν τα
περιπετειώδη,
όχι όμως
τα βίαια.
Την οδηγούσαν
σ’ έναν
γλυκό ύπνο
γεμάτο συναρπαστικά
όνειρα.
Έπεσε
με τα
μούτρα στην
αγωνιώδη συνέχεια.
Είχε αφήσει
την ηρωίδα,
Ελεάνα τη
λέγανε, καθώς
πήγαινε να
συναντήσει έναν
πάμπλουτο Τούρκο,
ο οποίος
φαινόταν να
έχει κάποια
σχέση με
την εξαφάνιση
του αγαπημένου
της. Πω-πω
φίλε, τι
λες τώρα!
Ο τύπος
ήταν απίστευτα
θρασύς. Ήταν
όμως και
πολύ γοητευτικός
άντρας. Της
είχε δώσει
ραντεβού σε
μια γκαλερί
τέχνης, όπου
προσπάθησε να
τη θαμπώσει,
στην αρχή
με τις
ατελείωτες
γνώσεις του
γύρω από
την εξέλιξη
της ζωγραφικής
στην οθωμανική
αυτοκρατορία,
στη συνέχεια
με τη
μικρή περιουσία
που πλήρωσε
για να
της χαρίσει
τον πίνακα
που εκείνη
εκθείασε και,
τέλος, προσκαλώντας
την σε
δείπνο μόνο
για τους
δυο τους,
όπου υποσχέθηκε
να δώσει
στην Ελεάνα
όποια πληροφορία
αυτή χρειάζεται.
Τρομερή αγωνία!
Καθότι εκείνη
δέχεται (βλαμμένη!
–δεν
φοβάσαι
λοιπόν
καθόλου;)
και πηγαίνει
κατευθείαν στο
στόμα του
λύκου. Εδώ
η συγγραφέας
δράττεται της
ευκαιρίας να
κάνει μια
υπέροχη, αν
και κάπως
υπερβολικά
εκτεταμένη,
περιγραφή τόσο
της έπαυλης
όσο και
του Βοσπόρου
που απλώνεται
ακριβώς από
κάτω, κι
έτσι χάνεται
ελαφρά ο
ειρμός, αφού
ξαφνικά η
ηρωίδα βρίσκεται
κυνηγημένη από
τους κακούς
και νιώθει
σχεδόν την
ανάσα τους
όπως την
κυνηγούν στα
σκοτεινά κι
ύστερα μέσα
στο κάστρο
μέχρι απάνω
στα τείχη
της Βασιλεύουσας,
με τον
Βόσπορο να
χάσκει κάτω
από τα
πόδια της
κι όπου
οι κακοί
την φτάνουν
κι εκείνη
για να
γλιτώσει πηδά
και πέφτει,
πέφτει, πέφτει
σ’ έναν
ύπνο βαθύ
γεμάτο χέρια
που την
ποθούν, χέρια
που προσπαθούν
να την
κάνουν δική
τους, γιατί
ο Τούρκος
συνδαιτυμόνας
της έχει
μεθύσει και
δεν μπορεί
να συγκρατήσει
άλλο την
αντρική του
φύση κι
αυτή από
τη μια
δεν θέλει
και από
την άλλη
νιώθει να
φλέγεται ολόκληρη
από επιθυμία
και νιώθει
το χέρι
του αδιάκριτα
να εισέρχεται
στην πιο
απόκρυφη γωνιά,
το άβατο
του κορμιού
της, και
λέει «μη»
και λέει
«ναι» κι
εκείνος τρομάζει
και μαζεύεται
κι εκείνη
παίρνει το
χέρι του
ξανά και
το οδηγεί,
να νιώσει
πως τον
θέλει, να
νιώσει πως
την θέλει,
έτσι, σκληρός
κι αδίστακτος
και τρυφερός
μαζί, και
ξάφνου εκείνη
γλιστράει έξω
από τις
σελίδες και
γλιστράει έξω
από τ’
όνειρο και
νιώθει τον
πόθο του
και μυρίζει
την ανάσα
του κι
ακούει το
βαρύ του
λαχάνιασμα καθώς
την κάνει
δική του
με τα
ρούχα στα
σκοτεινά, με
τα «ναι,
αγόρι μου»
και με
τα «μη
σταματάς» και
τα μικρά,
ψιλά ξεφωνητά
της ηδονής
της.
Βυθίστηκε
σε μια
έκσταση. Κάτι
μαγικό, κάτι
πέρα κι
από την
πιο τολμηρή
της φαντασίωση.
Τι όνειρα
ήταν αυτά
που έβλεπε;
Κι ύστερα,
εκείνος ήταν
αληθινός. Και
ήταν δικός
της. Ξαφνικά,
συνειδητοποίησε
ότι ο
«εκείνος» είχε
σηκωθεί. Τον
περίμενε. Δεν
ερχόταν. Συνέχισε
να περιμένει.
Κι ήταν
κι αυτό
το άλλο
πράμα, μετά,
που την
ξαναξύπνησε.
Πόση
ώρα πέρασε;
Έψαξε για
το φως
στα σκοτεινά.
Δεν άναβε.
Σηκώθηκε απ’
το κρεβάτι
σκοντάφτοντας.
Τι κλωτσούσε;
Έσκυψε και
το μάζεψε.
Το βιβλίο
της. Κλασικά.
Την είχε
πάρει ο
ύπνος διαβάζοντας.
«Αγάπη
μου;»
Ένας συριγμός
της αποκρίθηκε.
Στο σαλόνι,
στον καναπέ.
Κοιμόταν με
τα παπούτσια
πάνω στο
καθαρό της
το ριχτάρι,
ροχαλίζοντας.
Μηχανή αυτοκινήτου.
Αυτό ήταν
που
άκουσα;
Έτρεξε στο
παράθυρο. Η
λάμπα αλλαγμένη,
επιτέλους, και
ο δρόμος
τους με
άπλετο φως.
Έρημος δρόμος,
σταθμευμένα
αυτοκίνητα.
Δίπλα στους
κάδους, μια
θέση κενή.
Το ήξερε
πως ήταν
αργά. Το
αυτοκίνητο είχε
πια χαθεί.
Σηκώθηκε
περασμένες
δώδεκα. Τον
άκουσε που
πήγε στο
μπάνιο, τον
άκουσε να
πλένεται και
να τραβά
το καζανάκι.
Συνηθισμένες
κινήσεις. Η
ρουτίνα του
τού Σαββάτου,
όταν εκείνη
σηκωνόταν πρώτη
και τον
περίμενε για
πρωινό. Μόνο
που ετούτη
τη φορά
ήταν μεσημέρι
κι εκείνη
είχε σηκωθεί
απ’ το
χάραμα.
Η
ίδια τον
είχε βοηθήσει
να γδυθεί
και τον
είχε φέρει
να ξαπλώσει
στο κρεβάτι
τους. Δεν
βρήκε σημάδι
του σεξ
φανερό στο
σώμα ή
τα ρούχα
του. Έμεινε
δίπλα του,
με τα
μάτια ανοιχτά
στο κενό
και τις
σκέψεις να
βουίζουν
ασταμάτητα.
Οποιοσδήποτε
ήταν αυτός
που μπήκε
μέσα της,
το είχε
κάνει με
προφύλαξη. Είχε
ανοίξει το
συρτάρι του
κομοδίνου, είχε
πάρει ένα
από τη
συσκευασία και,
στο τέλος,
είχε πετάξει
το χρησιμοποιημένο
προφυλακτικό
στο καλάθι.
Επίσης, είχε
βγάλει το
αναμμένο φωτιστικό
απ’ την
πρίζα.
«Τι
ετοιμάζεις;»
Ήρθε
πίσω της
και της
φίλησε το
λαιμό. Μπά;
Εκείνη άφησε
την κουτάλα
στην κατσαρόλα,
γύρισε και
τον αγκάλιασε.
«Μπεσαμέλ.
Θα μου
πιάσει.»
Την
φίλησε. Έβαλε
το χέρι
του στον
πισινό της.
«Τι
θα σου
πιάσει;»
Τον
έσπρωξε απαλά
και γύρισε
να συνεχίσει.
Εκείνος επέμεινε.
Ένιωσε πάλι
τα χέρια,
τώρα στο
στήθος της,
τη στύση
του να
πιέζει.
«Τι
έβλεπες στον
ύπνο σου;»
«Πως
το κάναμε,
λέει, με
τα ρούχα.
Δηλαδή, εγώ.
Εσύ ήσουν
γυμνή.»
«Οπότε,
έχουμε προόδους.
Γιατί συνήθως
δεν θυμάσαι
τίποτα.»
«Αλήθεια
το κάναμε;»
Έσβησε
το μάτι
κι ακούμπησε
την κατσαρόλα
στο πλάι.
Παραλίγο να
την πάρουν
τα ζουμιά.
«Αλήθεια.»
Του
έδωσε ένα
πεταχτό φιλί
κι έφυγε
να μην
την δει
δακρυσμένη.
Όσο
να πεις,
ηρέμησε. Της
έμεινε βέβαια
η απορία.
Σηκώθηκε,
πλύθηκε,
πέταξε
και το
χρησιμοποιημένο
προφυλακτικό.
Γιατί
δεν
γύρισε
μετά στο
κρεβατάκι
μας; Για
να την
βασανίζουν τώρα
οι σκέψεις.
Κατάλαβες; Κι
όταν λέμε
σκέψεις…
«Να
σου πω,
μωρό μου.»
«Τι.»
«Αυτός
ο φίλος
σου, ο
Μπάμπης.»
«Ε.»
«Αυτός
ο Μπάμπης,
λέω.»
«Τι
ο Μπάμπης;»
Κυριακή
απόγευμα, βλέπω
ποδόσφαιρο, μη
μου μιλάτε.
«Μήπως
έχει ένα
ασημί αυτοκίνητο;»
«Τι
πράγμα;» Σιωπή.
Η φωνή
του σπίκερ
της τηλεόρασης.
Υπομονή. «Ο
Μπάμπης; Ένα
μαύρο έχει,
γιατί ρωτάς;»
«Α.
Τίποτα μωρέ.
Κάποιος μ’
ένα ασημί
κορνάριζε. Θα
’ταν για
τους αποκάτω.»
Ώστε
μαύρο, λοιπόν.
«Και,
να σου
πω μωρό
μου.»
«Τι
είναι πάλι;»
«Γιατί
δεν βλέπω
το αυτοκίνητό
μας απέξω;
Πού το
άφησες;»
«Τι
πού το
άφησα;»
«Πού,
το άφησες.
Απλή ερώτηση
είναι.»
«Βλέπω
μπάλα, το
καταλαβαίνεις;»
«Το
καταλαβαίνω.
Θες να
μου απαντήσεις
και να
σ’ αφήσω
ήσυχο;»
«Φτου
σου μαλάκα
άντρα! Τι
σφυρά ο
καραγκιόζης,
γαμώ την
παναχαϊκή μου
μέσα; Θα
τρελαθώ! Στραβός
είσαι ρε
αρχίδι; Ρε,
γαμώ τη
μάνα σας,
κοπρίτες, το
στήσατε ρε;
Που να
σας…»
Αν
δεν τον
σταματούσε, έτσι
θα συνέχιζε.
«Γιώργο
μου… Το
κορίτσι, γλυκέ
μου. Το
Μαράκι μας.»
«Τι
έπαθε;»
«Μια
βδομάδα άυπνο,
έπεσε κατευθείαν
στο κρεββάτι.»
«Συγγνώμη.
Τι μου
είπες για
τ’ αυτοκίνητο;»
«Πού
το άφησες,
λέω. Χτες που
γύρισες. Δεν το έχω δει δυο μέρες.»
«Στον
αποκάτω δρόμο.
Εντάξει; Ησύχασες
τώρα;»
Άρα,
δεν τον
είχε γυρίσει
ο άλλος.
Και το
αυτοκίνητο που
άκουσε; Σύμπτωση,
προφανώς.
«Φυσικά.
Δεν ήταν
δύσκολο.»
Και,
τελείως ήσυχη
πια, τον
άφησε κι
αυτόν στην
ησυχία του.
Παρκάρισε λίγο άτσαλα. Ο κώλος του προεξείχε από πίσω.
Δεν βαριέσαι. Θα το διορθώσω το πρωί. Το χαμόγελο ως τ’ αυτιά. «Άντε πάμε», τραγούδησε βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο. Το, γνώριμο πια, αίσθημα της προσμονής τον πλημμύρισε.
Ξεκλείδωσε την εξώπορτα. Περίμενε το φίλο του να περάσει μπροστά για να κλειδώσει πάλι. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη φωνή.
«Μην κλείνεις, αδερφέ.»
Το ζευγάρι του τέταρτου.
«Γεια σας κύριε Γιώργο», η κοπέλα. Ευγενέστατη.
Κλείδωσε και τους ακολούθησε στα σκαλιά του ισογείου.
Κάλεσαν το ασανσέρ και περίμεναν. Κουρασμένοι, ευχαριστημένοι, αμήχανοι.
«Ο φίλος μου, ο Μπάμπης», αισθάνθηκε την ανάγκη να πει.
Ο άλλος γέλασε, σαν να είχε ακούσει κάποιο αστείο.
«Τι έγινε μ’ αυτόν;»
«Όχι, εννοώ…»
Όμως ο άντρας –Μιχάλη τον λένε ή Μανώλη;- άνοιγε ήδη την πόρτα του ασανσέρ. Άφησε, λοιπόν, κατά μέρος τις συστάσεις και περίμενε υπομονετικά να βολευτούν όλοι οι άλλοι για να μπει τελευταίος.
Ο θάλαμος ήταν αρκετά ευρύχωρος και του φάνηκε παράξενο που η κοπέλα πήγε και κόλλησε πάνω στον Μπάμπη. Έμοιαζε σαν να προσπαθεί να τον στηρίξει, μιας που φαινόταν από μακριά πως είναι μεθυσμένος. Της χαμογέλασε απολογητικά. Ο Μανώλης –ή μήπως Αντώνης;- τον κοίταζε κάπως παράξενα. Στον τρίτο σταμάτησαν.
«Εδώ, εμείς κατεβαίνουμε», τους πληροφόρησε.
«Ό,τι πεις μεγάλε».
Τους άκουσε που γελούσανε. «Δεν σε βλέπουν», ψυθίρισε. «Μόνο εγώ σε βλέπω». Η προσοχή του ήταν στραμμένη τώρα όλη στο φίλο του που παράπαιε. «Μόνο μην κάνεις φασαρία», του είπε. «Άσε σ’ εμένα ν’ ανοίξω την πόρτα. Θα σε βοηθήσω να ξαπλώσεις στον καναπέ και θα φύγω.»
Έτσι έλεγε πάντα. Αλλά, φυσικά, δεν είχε σκοπό να φύγει αμέσως. Σκέφτηκε τα βυζιά της Ζωής -έτσι την είχε βαφτίσει τη γυνάικα του ανύπαρκτου φίλου του- ζεστά απ’ τον ύπνο, και μια έξαψη που ξεκινούσε χαμηλά,απ'το υπογάστριο, απλώθηκε σ’ όλο του το σώμα. Όχι. Θα έκανε πρώτα ένα πέρασμα από το κρεβάτι της.
Ίσως δεν ήταν και πολύ σωστό να εκμεταλλεύεται έτσι την άγνωστη γυναίκα, που, μες στη θολούρα του ύπνου της, τον περνούσε για τον άντρα της και του δινόταν. Ακόμα κι αν επρόκειτο για μια σκέτη φαντασίωση. Όμως, στο κάτω-κάτω έπαιρνε όλες τις προφυλάξεις και επιπλέον φαινόταν να της αρέσει. Οπότε, μπορούσες να πεις ότι όχι μόνο δεν έκανε κάποια ατιμία αλλά, ως από μηχανής άγγελος, λειτουργούσε ευεργετικά αποκαθιστώντας την διαταραγμένη απ’ το χρόνο αρμονία στην υποτιθέμενη σχέση τού... υποτιθέμενου ζευγαριού.
«Α, ρε Μπάμπη!» σκέφτηκε στηρίζοντάς τον στον τοίχο κι ανάβοντας το φωτάκι που είχε στο μπρελόκ. «Μην ανησυχείς φίλε μου», είπε σιγά, βάζοντας το κλειδί στην πόρτα. «Το πρωί δεν θα θυμάσαι τίποτα.»
Απόψε θα μάθαινε. Δεν ήταν δα και δύσκολο. Το βασικότερο, να βαστηχτεί ξύπνια. Όχι τηλεόραση. Η τηλεόραση θα τη νύσταζε. Χάζεψε λιγάκι, ίσα που να κοιμηθεί η μικρή, και την έσβησε.
Παλιά, θα έπιανε το τηλέφωνο, αλλά τώρα πια υπήρχε το φέισμπουκ. Φοβερή εφεύρεση. Δεν μπορεί η μια, βρίσκεις αμέσως άλλη. Τέτοια ώρα, συνήθως, τα λέγανε με την Ιωάννα. Ούτε ν’ ακούν οι άντρες και να σχολιάζουν, ούτε «αμάν πια, θα μας παίρνει κανένας άνθρωπος και θα μιλά η γραμμή», ούτε τίποτα. Ηρεμία, διακριτικότητα κι ένα σωρό φωτογραφίες, κουτσομπολιά και αστείες καταστάσεις, που να σχολιάζεις ατελείωτα. Το μόνο κακό ήταν πως δεν μπορούσε να της πει της αλληνής τι την απασχολούσε. Τι να της έλεγε, δηλαδή; Πως είχε γαμηθεί στον ύπνο της, αλλά δεν ήταν σίγουρη από ποιον; Όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές; Ακουγόταν λίγο… κάπως. Δεν είναι πως φοβόταν μην την περάσει η φίλη της για βλαμμένη. Σιγά. Αλλά, να. Θα έπρεπε να της εξηγήσει, και πώς να το κάνει αυτό; Αφού ούτε κι η ίδια καταλάβαινε. Και, στο τέλος-τέλος, ήξερε τι θα άκουγε. «Καλά, μαρή, τόσο δύσκολο είναι ν’ απλώσεις λίγο το κουλό σου ν’ ανάψεις το φως να σιγουρευτείς;»
Και αυτό ακριβώς είχε σκοπό να κάνει.
Κοίταξε το ρολόι του υπολογιστή. Δώδεκα και σαρανταπέντε. Η Ιωάννα όπου να ’ναι θα ’βγαινε, ήταν η ώρα της. Δηλαδή, η ώρα τους και των δύο, αλλά η Λουκία απόψε θα το τραβούσε λίγο παραπάνω. Είχε ήδη ανοίξει κάποιους συνδέσμους, δύο με συνταγές και μερικά βίντεο, όταν ήρθε η καληνύχτα της φίλης της. Μέχρι να της στείλει τις σχετικές καρδούλες, να ’σου κι ένα άρθρο «πώς να ξαναφέρετε τον άντρα σας στο κρεβάτι». Όταν έκλεισε και την τελευταία καρτέλα, το ρολόι έδειχνε μία και εικοσιεννιά. Έσβησε τον υπολογιστή –όπου να ’ναι θα γυρίσει- κι ετοιμάστηκε να πέσει.
Απ’ ό,τι φάνηκε είχανε σκοπό να την καθιερώσουν με το φίλο του την τσιπουροκατάνυξη. Να ’ταν άλλη περίπτωση, μπορεί και να της μπαίνανε τίποτα ιδέες, μην έχει ξεμυαλιστεί με καμιά και πουλάει φούμαρα, αλλά στην προκειμένη τι να πει; Ο άνθρωπος γυρνούσε σπίτι του λες κι είχε να κάνει σεξ ένα χρόνο. Ούτε φαντάρος, δηλαδή. Όχι, όχι, άλλη ήταν η ανησυχία της αυτηνής. Όμως κι αυτήν εντός ολίγου θα την ξεκαθάριζε. Μια και καλή.
Φόρεσε το σέξι νυχτικό της –απόψε θα ’χουμε φώτα- και πήγε στη βιβλιοθήκη. Δεν είχε αδιάβαστο βιβλίο, αλλά δεν την χαλούσε να ξαναδιαβάζει πού και πού τα παλιά. Έπιασε τον Αστερισμό του Πάθους και την Απόλυτη Αμαρτία. Θα διάβαζε από μια σελίδα και θ’ αποφάσιζε.
Όμως δεν πρόλαβε. Ίσα που ’χε χωθεί μες στα σκεπάσματα όταν την άκουσε. Μηχανή αυτοκινήτου! Έσβησε βιαστικά το φως και περίμενε. Ήταν όλα στη θέση τους; Ο διακόπτης του πορτατίφ κοντά της και ο φακός κάτω απ’ το μαξιλάρι. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Παρκάρει, Χριστούλη μου, έρχεται! Κι αν αυτός νευρίαζε; Αν ένιωθε ταπεινωμένος, αν θύμωνε; Αν μετά έχανε κάθε διάθεση για… συνέχεια επί της οθόνης;
Τότε το κατάλαβε. Δεν χρειαζόταν φωτιστικά και φακούς. Το αυτοκίνητο ακουγόταν να παρκάρει ακριβώς από κάτω. Κάτω από την δυνατή, ολοκαίνουργια λάμπα του δρόμου. Ήταν αρκετό να σηκωθεί και να πάει ως το παράθυρο. Έτσι δα να κοιτούσε, θα έβλεπε και το αυτοκίνητο και πόσοι θα βγαίναν απ’ αυτό. Αλλά γιατί ένιωθε τα μέλη της τόσο βαριά, το σώμα της τόσο απρόθυμο; Αντί να πεταχτεί απάνω, αυτή βούλιαζε μες στα σεντόνια περισσότερο. Ξαφνικά, τα έβαλε με τον εαυτό της. Γιατί ήταν ακόμα όρθια, τι γύρευε τέτοια ώρα ξυπνή; Άνοιξε το φακό, του έβγαλε τις μπαταρίες του και τα ’χωσε όλα μαζί μες στο συρτάρι του κομοδίνου. Έβγαλε και το φωτιστικό από την πρίζα.
Η καρδιά της ηρέμησε. Μια τρελή σκέψη άρχισε τώρα να στριφογυρνά στο μυαλό της. Σαν περιέργεια. Τι χρώμα να έχει άραγε; Κόκκινο; Ή μαύρο;
Όμως, δεν ήταν περιέργεια. Δεν υπήρχε καμία περιέργεια, μόνο μια θεότρελη σκέψη. Ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να ξέρει τι χρώμα έχει το αυτοκίνητο.
Έκλεισε τα μάτια της και, χωρίς να χρονοτριβεί περισσότερο, αποκοιμήθηκε.
το σχέδιο είναι της Ειρήνης Κουρζάκη