7 Δεκ 2013

οι κροίσοι




πρόσωπα:

ΥΠΟΥΡΓΟΣ  (Ο)
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ  (Η)
ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ

Τόπος:  εσωτερικό ακριβού εστιατορίου  (Σκηνικό με σερβιτόρους αγάλματα)



ΥΠΟΥΡΓΟΣ: Χαριτωμένο.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Βρίσκετε;

ΥΠ: Έχει κάτι.

ΕΠ: Ε μα, ναι, σας το είπα, δεν σας το είπα;

ΥΠ: Μου το είπατε. Και είστε σίγουρη ότι...

ΕΠ: Απολύτως.

ΥΠ: Φαίνεται ακριβό.

ΕΠ: Μην ανησυχείτε καθόλου. Έχω έλθει επανειλημμένως. Ποτέ δεν με άφησαν να πληρώσω ούτε ένα ευρώ. “Την επόμενη φορά”, έτσι λένε πάντα.

ΥΠ: Εσείς ξέρετε. (Της τσιμπά το μάγουλο.) Είστε η ειδικός!

ΕΠ: Άτακτο παιδί! (Αμηχανία.) Μα που είναι ο συνδαιτημόνας μας; Δεν συνηθίζει να καθυστερεί.

ΥΠ: Ασχολίαστον.

ΕΠ: (Τον κοιτάζει ερωτηματικά.) Εννοείτε το έργο που...

ΥΠ: Εννοώ το έργο που...

ΕΠ: Μια συνηθισμένη καθυστέρηση.

ΥΠ: Δεκαοκτώ μηνών.

ΕΠ: Εθιμοτυπική, θα έλεγα.

ΥΠ: Δεν μου αρέσουν οι καθυστερήσεις στα έργα. Ο κόσμος δυσανασχετεί.

ΕΠ: Ο κόσμος είναι γκρινιάρης και αχάριστος. Αυτό μας έλειπε, να του ζητάμε την άδεια!

ΥΠ: Μην ξεχνάτε τη θέση μου. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

ΕΠ: Εν πάση περιπτώσει, το έργο αποπερατώθηκε έστω και με καθυστέρηση. Όσο για τον Ακριβόπουλο, απ' όσο ξέρω, στην προσωπική του ζωή είναι ό,τι λέει το όνομά του: ακριβής.

ΥΠ: Και ακριβός.

ΕΠ: Τον έχετε άχτι, καθώς φαίνεται. Ίσως αυτή η συνάντηση να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα, τελικά.

ΥΠ: (Της τσιμπά το μάγουλο. Εκείνη του χτυπά το χέρι ναζιάρικα.) Μια συνάντηση μαζί σας δεν είναι ποτέ κακή ιδέα. Μα, ελάτε πιο κοντά μου. Γιατί απομακρύνεστε;

ΕΠ: Γιατί... (ακούγονται φωνές) Τον ακούω που έρχεται. (Αιφνιδιαστικά, του σκάει ένα φιλί.) Θέλω να είσαι φρόνιμος.


(Μπαίνουν ο Γιάννης και η Μαρία. Πίσω, σχεδόν τους σπρώχνει ο Ακριβόπουλος.)

ΜΑΡΙΑ: Δεν μπορούμε. Δεν είναι σωστό.

ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ: Αφού σας παρακαλώ. (Περνά μπροστά)

ΓΙΑΝΝΗΣ: Αφού μας παρακαλεί.

ΜΑΡ: (Σιγά, με μια ανάσα) Μα πώς θα παρουσιαστώ έτσι στον υπουργό; Ούτε ένα κομμωτήριο!

ΓΙΑΝ: Μην σε νοιάζει. Είναι απλός άνθρωπος.

ΑΚΡ: Κύριε υπουργέ! Κυρία επίτροπος! Απολογούμαι για την καθυστέρηση. Μια απρόοπτη συνάντηση, τολμώ να πω. (Προς τους δύο που στέκονται σε απόσταση) Μα ελάτε λοιπόν!

ΓΙΑΝ: Ε... καλησπέρα σας.

ΜΑΡ: Καλησπέρα.

ΑΚΡ: (Κάνει τις συστάσεις) Ο κύριος Μαυρομμάτης. Tολμώ να πω, από τους καλύτερους υπαλλήλους της εταιρείας μας. Η σύζυγός του. Ο υπουργός μας. Η κυρία επίτροπος.

ΜΑΡ: Σε ποια επιτροπή; ...Τι σκουντάς Γιάννη μου, έκανα γκάφα; Είναι που δεν είμαι μαθημένη -ξέρετε. Έχω τόσο τρακ. Πρώτη μου φορά βλέπω υπουργό από τόσο κοντά. (Προς τον υπουργό) Καλέ, η τηλεόραση σας αδικεί. Δεν είστε τόσο... εννοώ... είστε πολύ κομψός.

ΥΠ: Ευχαριστώ. Κι εσείς πολύ χαριτωμένη. Παρακαλώ, καθίστε μαζί μας.

ΑΚΡ: Τους το είπα ότι είστε πολύ καταδεκτικός. Και ότι χαίρεστε, τολμώ να πω, να έρχεστε κοντά στον απλό κόσμο.

ΓΙΑΝ: Μας το είπε, Μαρία, δεν μας το είπε; Μας το είπε.

ΜΑΡ: (Σιγά) Καλά, καλά. Θα σε δω όταν έρθει ο λογαριασμός.

ΓΙΑΝ: Μην είσαι κουτή. Δεν θα πάρουν λεφτά από μας.

ΜΑΡ: Ότι δεν θα πάρουν είναι σίγουρο. Το θέμα είναι να μην ζητήσουν.

ΓΙΑΝ: (Προς τους άλλους) Λοιπόν, τι λέγαμε; Ωραίο μαγαζί.

ΥΠ: Εικοσιεπτά αστέρια!

ΓΙΑΝ: (Δήθεν αδιάφορα) Θα είναι ασφαλώς ακριβό.

ΥΠ: Όχι ιδιαίτερα. Στην πραγματικότητα, τρως σχεδόν τζάμπα. Τι λέτε κι εσείς αγαπητή μου.

ΕΠ: (Τινάζεται μ' ένα επιφώνημα, σαν να την τσίμπησαν. Ο Ακριβόπουλος μαζεύει βιαστικά τα χέρια του που είχαν απλωθεί κάτω απ' το τραπέζι.) Τι να πω; (Σιγά) Άτακτο!

ΥΠ: Ρωτά ο κύριος για τις τιμές.

ΕΠ: Καλέ, ποιες τιμές; (Δείχνει πάνω στο τραπέζι) Πάρτε ελεύθερα. Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; (Σιγά) Σταμάτα, σου λέω!


ΓΙΑΝ: Παίρνουμε, παίρνουμε! (Τεντώνεται προσπαθώντας να φτάσει τις πιατέλες που γεμίζουν τη μεριά των τριών. Ο Ακριβόπουλος του χτυπά παιχνιδιάρικα το απλωμένο χέρι κι ύστερα του σπρώχνει ένα μικρό πιατάκι. Μουδιασμένος ο Γιάννης, παίρνει από μέσα ένα κόκκαλο κι αρχίζει να το γλύφει.)

ΜΑΡ: (Προς την επίτροπο, με συγκρατημένη οργή) Σε ποια επιτροπή είστε είπαμε;

ΑΚΡ: (Ξεροβήχει) Λοιπόν, κύριε υπουργέ, ποια είναι η θέση σας για την προμήθεια του υλικοτεχνικού εξοπλισμού της Ελληνικής Αναγέννησης;

ΥΠ: Κοιτάξτε να δείτε. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι καθυστερήσεις της εταιρείας σας στο σχέδιο “Αθηναϊκή Άνοιξη” ζημίωσαν το Δημόσιο και εξέθεσαν την κυβέρνησή μας. Σας προειδοποιώ ότι οι ρήτρες της Ελληνικής Αναγέννησης θα είναι πολύ υψηλότερες.

ΑΚΡ: Με προειδοποιείτε;

ΥΠ: Τολμώ να πω.

ΓΙΑΝ: Τι λένε; Δεν ακούω καλά.

ΜΑΡ: Τίποτα, τίποτα. Γλύψε το κοκκαλάκι σου εσύ.

ΑΚΡ: (Βγάζει ένα μπλοκ επιταγών) Πόσο “υψηλότερες”;

ΥΠ: Επταψήφιες.

ΓΙΑΝ: Επταψήφιες; Είπε επταψήφιες; (Η Μαρία του δείχνει το κόκκαλο.)

(Ο Ακριβόπουλος συμπληρώνει, υπογράφει και δίνει στον υπουργό την επιταγή. Εκείνος βγάζει και φορά τελετουργικά τα γυαλιά του, μετρά επτά δάχτυλα, ύστερα γουρλώνει τα μάτια κι ανοίγει και όγδοο. Ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. Βάζει την επιταγή στην τσέπη και υψώνει το ποτήρι του. Οι άλλοι τον μιμούνται.)

ΥΠ: Ας πιούμε! Στην Ελληνική Αναγέννηση!

ΟΛΟΙ: Στην Αναγέννηση!!!

ΜΑΡ: Μην πίνεις πολύ!

ΓΙΑΝ: Να μην πιω; Σε τέτοια γιορτή; Τέτοια ιστορική συμφωνία; Έλα γεια μας!

ΜΑΡ: Ιστορική συμφωνία λες το λάδωμα; Καλό κουμάσι ο διευθυντής σου!

ΓΙΑΝ: Όχι διευθυντής! Κάτοχος του πλειοψηφικού πακέτου!

(Τσουγκρίζουν. Ο Ακριβόπουλος τους σπρώχνει άλλο ένα πιατάκι. Η Μαρία παίρνει ένα κόκκαλο κι αρχίζει να γλύφει κι αυτή.)

ΓΙΑΝ: Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν να διασκεδάζουν! Και το μαγαζί, ε; Μη μου πεις;

ΥΠ: Περνάμε καλά;

ΓΙΑΝ: Σούπερ!


(Η Μαρία μουγκρίζει με το κόκκαλο και αγριοκοιτάζει τον Ακριβόπουλο που της κάνει περίεργα νοήματα)

ΥΠ: Ας πιούμε!

ΟΛΟΙ: Ας πιούμε!!!

ΥΠ: Στην Αναγέννηση!

ΟΛΟΙ: Στην Αναγέννηση!!!

Σκοτάδι/Φως

(Η μουσική δυναμώνει. Παίζει το “Σήκω χόρεψε κουκλί μου”. Ο Ακριβόπουλος χορεύει με την Επί-τροπο στα όρια του άσεμνου. Ο υπουργός με μισομεθυσμένο βλέμμα. Κρατά ένα μεγάλο ρολό και πασχίζει να διαβάσει/αποκρυπτογραφήσει τα γραφόμενα. Ο Γιάννης, με ανεβασμένη λίμπιντο μετά το υποτιθέμενο φαγοπότι, καλοπιάνει τη Μαρία, η οποία παρακολουθεί με ανησυχία τα καμώματα του υπουργού)

ΜΑΡ: Ήρθε η λυπητερή.

ΓΙΑΝ: (Τραυλίζοντας από το κρασί) Μ...μη λες “λυπητερή”! Μ...μη λες “λυπητερή”!

ΜΑΡ: Πώς θες να την πω; Είδες το μήκος της;

ΓΙΑΝ: (Πρόστυχα) Είναι... μ... μεγάλο το μήκος της;

ΜΑΡ: Έχεις μεθύσει.

ΓΙΑΝ: Σ... σιγά! Τι ήπια; Ούτε δ...δυο κιλά κ...κρασί.

ΜΑΡ: Δυο κιλά! Κι από φαΐ... κάτι κόκκαλα. Πώς να μη βγεις γκολ;

ΓΙΑΝ: Κ..κόκκαλα, αλλά τ..τι κόκαλα! Δ..δες περιβάλλον! Εδ..δώ τρώνε οι Κ..κροίσοι!

ΜΑΡ: Και τα λαμόγια.

ΓΙΑΝ: Άλα της κ..και γλώσσα της πιάτσας το Μ..μαράκι!


(Ο υπουργός παλεύει ακόμα με το ρολό του λογαριασμού, που τυλίγεται γύρω του σαν φίδι. Η Μαρία τον κοιτάζει ανήσυχα. Ο Ακριβόπουλος της κάνει νοήματα ν' ανέβει στην πίστα.)

ΜΑΡ: Γιάννη, πάμε να φύγουμε!

ΓΙΑΝ: Δεν πάω π..πουθενά!

ΜΑΡ: (Τον τραβά) Σήκω σου λέω! Σήκω πριν να είναι αργά! Κύριε Υπουργέ, χαρήκαμε πολύ.

ΥΠ: Τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε κι έντεκα...

ΓΙΑΝ: Δεν φ..φεύγω, αν δεν τ..τελειώσω το φ..φαΐ μου.

ΜΑΡ: Ποιο φαΐ, βρε κακομοίρη;  Δος μου αυτά τα κόκκαλα να δεις τι θα τα κάνω!


(Του τραβά το πιάτο. Εκείνος το κρατά γρυλλίζοντας σαν σκύλος. Της το αποσπά κι αποτραβιέται γρυλλίζοντας πάντα.)

ΜΑΡ: Α, μα το τραβά η ψυχή σου το κέρατο! (Πετά τη ζακέτα της κι ανεβαίνει στην πίστα. Ο Ακριβόπουλος παρατά την Επίτροπο κι αρχίζει να χορεύει με τη Μαρία κολλώντας επάνω της προκλητικά. Η Επίτροπος, ενοχλημένη, επιστρέφει στο τραπέζι.)

ΕΠ: (Προς τον Γιάννη) Φάγαμε καλά; Ωραία, γιατί ήρθε ο λογαριασμός. (Τραβά το ρολό απ' το χέρι του υπουργού και αρχίζει να διαβάζει... και να διαβάζει...)

ΥΠ: (Μουδιασμένος) Αγαπητή μου. Καθίστε, καλύτερα.

ΕΠ: (Σιγά) Έχω πάθει σοκ.

ΥΠ: Γιατί, εγώ; Μου είχατε πει ότι... Σας εμπιστεύθηκα!

ΕΠ: Επλανήθην. Σας βεβαιώ, επλανήθην. Ε, μα κι εσείς (δείχνει τα πιάτα στο τραπέζι) το παρακάνατε!

ΥΠ: Δεν έχει νόημα να γυρεύουμε ευθύνες. Το ζήτημα είναι σοβαρό.

ΕΠ: Πολύ σοβαρό.

ΥΠ: Μία λύση βλέπω μόνο.

ΕΠ: Κρέμομαι απ' τα χείλη σας.

ΥΠ: Προφανώς, κάποιος θα πρέπει να πληρώσει.

ΕΠ: ...Προφανώς.

ΥΠ: Είδατε το ποσό;

ΕΠ: Δεν το είδα;

ΥΠ: Ποιος...

ΕΠ: Ποιος...

ΥΠ: Εδώ γύρω...

ΕΠ: Εδώ γύρω...

ΥΠ: Θα μπορούσε να...

ΕΠ: Δεν εννοείτε...

ΥΠ: (Δείχνοντας διακριτικά προς τον Ακριβόπουλο) Αυτός που τα έχει, ασφαλώς.

ΕΠ: Θα αστειεύεστε... ασφαλώς!

ΥΠ: Στο κάτω-κάτω, αυτός έφαγε τα περισσότερα.

ΕΠ: Ε, κάτι φάγαμε κι εμείς.

ΥΠ: Για χάρη του έγινε όλο αυτό το τσιμπούσι! Το δίκαιο είναι...

ΕΠ: Δεν καταλαβαίνω. Γίνατε και δικαστής τώρα;

ΥΠ: Εγώ δεν καταλαβαίνω. Πριν λίγο σας φλερτάριζε, τώρα σας έχει γραμμένη. Σκέφτεται μόνο με την κοιλιά και το πράμα του κι εσείς... Ήθελα να 'ξερα τι του βρίσκετε.

ΕΠ: Μην είστε ανόητος. Είναι θέμα τάξης πραγμάτων. Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Μία είναι η λύση και την ξέρουμε και οι δύο.

ΥΠ: (Συγκατανεύοντας) Ναι, αλλά -δυστυχώς- εγώ είμαι εκείνος που θα την εφαρμόσει.

ΕΠ: Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος. Κάντε καλά με την... πελατεία σας.


(Η μουσική σταματά. Ακούγεται ένα ηχηρό χαστούκι.)

ΜΑΡ: Χοντρομαλάκα!

ΑΚΡ: (Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι τον ακούνε) Μ' ανάβουν οι αγριάδες!

ΜΑΡ: Ξεκόλλα, ρε ξεφτίλα, από πάνω μου! (Τον κλωτσάει)

ΓΙΑΝ: Μαρία! Τι κάνεις εκεί;

ΜΑΡ: Εγώ, βρε ηλίθιε, τι κάνω;

ΓΙΑΝ: (Ταραγμένος, ξεσκονίζοντας υποτιθέμενες σκόνες στα ρούχα του άλλου) Κύριε κάτοχε του πλειοψηφικού πακέτου! (Απαρηγόρητος) Σας χαστουκίσαμε.

ΑΚΡ: (Αρπάζοντας το σακκάκι του) Τολμώ να πω... (Προς τον Γιάννη) Εμείς θα λογαριαστούμε αργότερα! (Κάνει να φύγει. Ο υπουργός σφυράει και του δείχνει το ρολό του λογαριασμού. Ο Ακριβόπουλος του σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο.) Σιγά μην πληρώσω κι από πάνω. (Φεύγει)

ΜΑΡ: Γιάννη, φεύγουμε!

ΕΠ: Όχι τόσο γρήγορα, κούκλα μου!

ΜΑΡ: Άσε με κάτω εσύ, σκύλλα!

ΥΠ: Η κυρία Επίτροπος έχει δίκιο. Δεν μπορείτε να φύγετε αν δεν τακτοποιηθούν κάποιες εκκρεμότητες.

ΜΑΡ: Ποιες εκκρεμότητες, κύριε Υπουργέ; Μήπως θα μας βάλετε να πληρώσουμε και το λογαριασμό;

ΥΠ: Μήπως δεν φάγατε μαζί μας;

ΜΑΡ: Τι φάγαμε; Τα κόκκαλα;

ΥΠ: Αυτά που φάγατε. Εδώ τα χρεώνουν λίγο παραπάνω. Τι ψάχνετε;

ΜΑΡ: Το επιδόρπιο. Κάπου θα παίζει ένα γιαούρτι.

ΓΙΑΝ: (Προσπαθεί να την ηρεμήσει) Μαρία...

ΥΠ: Είστε αναρχικοί!

ΜΑΡ: Είμαι... είμαστε αγανακτισμένοι!

ΕΠ: Κύριε Υπουργέ! Απαιτώ να δείξετε πυγμή!

ΜΑΡ: Κι εσένα μωρή τι σε βάλαμε; Δραγουμάνο; Εσύ δεν θα πληρώσεις τίποτα; Που μου 'χεις θρέψει κάτι κώλους-να με τα τραπεζώματα;

ΓΙΑΝ: Μαρία μου, ηρέμησε...

ΜΑΡ: (Ξεσπάει) Σκάσε κι εσύ, βούλωσ' το, ανόητε! Να σε πηδάνε και να τους ξεσκονίζεις! Τόσην ώρα έγλυφες τα κόκκαλα που σου πετούσαν και καμάρωνες. Ορίστε λοιπόν! Δεν καμαρώνεις πια; Ο κύριος Υπουργός! Η κυρία Επίτροπος! Ο κύριος παπάρας της πλειοψηφικής μαλακίας! Καμάρωσέ τους τώρα! Καμάρωσε ντε! Αυτοί είναι οι Κροίσοι σου!

σκοτάδι