21 Ιουλ 2011

sorry, you can't delete this





“Έχασα την παρέα μου.”
Είχε αγκαλιάσει το φανοστάτη. Πού απευθυνόταν; Στην κολόνα, στην πλατεία, στη νύχτα; Γύρισε δυο τεράστια και κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Μάτια.
“Μήπως εσύ... εσείς...”
“Πώς ήταν;”
“Τι;”
Κολλούσε λίγο.
“Η παρέα σου.”
“Α! Ένας ψηλός καραφλός με μια ξανθιά. Έξυπνη... Άλλες δυο, χαζές, ένας με επίδεσμο και μια χοντρούλα με γυαλιά. Όχι, αυτή είμαι εγώ.”
“Δεν φοράς γυαλιά.”
“Φορά...” Χέρι μετέωρο. “Φοράω φακούς, βλάκα.”
Ευγενέστατη.
“Δεν είσαι χοντρούλα.”
“Τι;”
“Είπες χοντρούλα με γυαλιά. Ούτε χοντρούλα είσαι.”
“Είμαι.”
“Δεν είσαι.”
“Είμαι! Το λέει το τραγούδι.”
“Ποιο τραγούδι;”
“Ένα. Είδες την παρέα μου;”
Κοίταξα γύρω μου την πλατεία που είχε πάρει ν' αδειάζει. Μια έξυπνη ξανθιά, ένας καράφλας, ένας με επίδεσμο. Και δυο χαζές. Υπέροχα.
“Δεν βλέπω τίποτα.”
“Μ' αφήσαν και φύγαν τα μαλακισμένα. Είμαι...” -κλώτσησε ένα άδειο κουτί μπύρας που σερνόταν στα πόδια της- “... αγανακτισμένη.”
“Προφανώς.”
Φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
“Ίσως πάνε στα τρένα, ίσως σε ψάχνουν. Δεν έχεις κινητό;”
“Το 'χει η Γιούλια, -η έξυπνη- στην τσάντα της. Μια μικρή με λουριά, τη φοράει μπροστά σαν καγκουρώ.” Γέλασε αμήχανα. “Φοβόμαστε μη μας κλέψουν.”
“Πες μου το νούμερο.”
“Το ποιο;”
“Το νούμερο. Τον αριθμό σου!” είπα βγάζοντας το τηλέφωνο.
“Α! 6, 9...” Σταμάτησε. “Δεν σε ξέρω.”
Μάλιστα.
“Κοίταξε, δε μπορώ να καθυστερήσω άλλο εδώ, θα χάσω το τρένο μου. Πες τον αριθμό ή πάρε μόνη σου.”
Της άπλωσα το τηλέφωνο. Το κοίταξε με τρόμο.
“Θα με πας σπίτι μου;”
Αλίμονο.
“Μπορώ;”
“Είσαι βλάκας; Αφού στο ζητάω.”
“Να, είναι που δεν με ξέρεις.”
Με κοίταξε μπερδεμένη.
“Μην κάνεις τον έξυπνο!”
Θα παρέμενα βλάκας.
“Πάω νότια”, είπα.
“Πού πέφτει αυτό;” Με κοίταξε με παράπονο. “Εγώ παίρνω ηλεκτρικό. Για Μαρούσι.”
Μια χαρά.
“Δίπλα είμαστε.”
Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Φεγγάρι.
“Αλήθεια;”
“Αλήθεια.”
Ούτε είκοσι χιλιόμετρα.

“Είσαι πολύ καλός.”
“Μαλάκας είμαι.”
“Μη λες βλακείες! Τι ζώδιο είσαι;”
“Δεν προτιμάς τ' όνομά μου;”
Με κάρφωσε με δυο τεράστιες κόρες.
“Σε λένε Αντώνη.”
“Πώς το ξέρεις;”
“Έτσι λέγαν τον πρώτο μου γκόμενο. Αλλά δεν του μοιάζεις καθόλου.”
Είπα να μην παρακολουθήσω το συλλογισμό της.
“Και τη γκόμενα του γκόμενου;”
“Την... α, εμένα;” Γέλασε. “Μαρίζα.”
“Μαρίζα, τι έχεις πάρει;”
“Εννοείς... αν έχω πιει μπάφους;”
“Εννοώ, εκτός από μπάφους.”
“Μι...σό τριπάκι.” Έσκυψε το κεφάλι ντροπαλά. “Νομίζω.”
“Νομίζεις ότι ήταν μισό ή νομίζεις ότι το πήρες;”
Κόλλησε πάνω μου καθώς ο συρμός άρχισε να φρενάρει. Ατμοί αλκοόλης με τύλιξαν.
“Έλα μωρέε, μην αρχίζεις ανάκριση! Αφού είσαι καλόος...”
“Μόνο μην ξεράσεις στον ώμο μου.”

Βγήκαμε στη νύχτα του Αμαρουσίου, το πιτσιρίκι κι ο μεσήλικας, πιασμένοι απ' το χέρι. Σα ζευγαράκι.
“Μη γίνεσαι σπαστικός!”
“Άκου, Μαρίζα, αν δεν μου πεις πού μένεις είναι αδύνατον να σε πάω σπίτι σου.”
“Δεν θέλω σπίτιιι... Δεν έχω ξενερώσει ακόμα.”
Σωριάστηκε σ' ένα παγκάκι, έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε στο χώμα. Άρχισε να σκάβει με μανία. Ύστερα πήρε να τρίβει τα δάχτυλά της.
“Τι πήγατε να κάνετε στην πλατεία;”
Με κοίταξε έκπληκτη και χτύπησε τον κρόταφο με το δάχτυλο.
“Διαμαρτυρία, γιου νόου; Αγανακτισμένοι;” Σηκώθηκε κι άρχισε να τινάζει το παντελόνι, με κίνδυνο να γλιστρήσει τελείως από τους γοφούς της. “Πήγαμε να βρίσουμε αυτούς τους μαλάκες.”
“Ποιους μαλάκες;”
Έκανε μια χειρονομία σαν να έλεγε “όλους”.
“Έτσι διαμαρτύρεστε εσείς; Βρίζοντας και μαστουρώνοντας;”
“Κοίτα. Αν ήθελα τον πατέρα μου να μου τα πρήζει, καθόμουν και σπίτι.”
“Δεν θέλω να στα πρήζω. Προσπαθώ να καταλάβω.”
“Τι να καταλάβεις, ρε φίλε; Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι; Τι δουλειά κάνεις;”
“Δεν έχει σημασία.”
“Α, δεν έχει σημασία! Ε, λοιπόν, έχει και παραέχει. Διότι αύριο εσύ θα πας ωραία και καλά στη δουλίτσα σου, ενώ εγώ...”
“Θα ξυπνήσεις κατά τις δέκα...”
“Τουλάχιστον. Και ξέρεις γιατί;”
“Γιατί είσαι μαθήτρια. Και τα σχολεία είναι κλειστά.”
“Πού το ξέρεις πως είμαι μαθήτρια;”
“Είσαι δεκαπέντε χρονών.”
“Δεκαέξι! Και τι σημασία έχει η ηλικία; Θα μπορούσα να 'μαι στον ΟΑΕΔ. Θα μπορούσα και να δουλεύω όπως κάποιες φίλες μου. Όμως σε λίγο για να δουλέψω θα χρειάζομαι το πιστοποιητικό της καλής πουτάνας: τα κάνει όλα και συμφέρει -στήνει και κώλο αν χρειαστεί.”
“Τσ, τσ, τσ, τσ!”
“Ωχ, σοκάραμε τον καλό κύριο. Τι υποκρισία! Πάω στοίχημα πως αν στον έστηνα θα τα 'χες κατεβάσει επί τόπου.”
“...”
“Τι έγινε θείο; Σου 'φαγε η γατούλα τη γλώσσα;”
“Προσπαθώ να καταλάβω πώς συνδέονται οι κώλοι με την αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία.”
“Άμα θέλει το αφεντικό, όλα συνδέονται.”
“Το αφεντικό! Άσε με να μαντέψω. Δεν εννοείς...”
“Αυτούς ακριβώς εννοώ!”
“...τον κυρίαρχο λαό...;”
“Ποιον;”
“Τον λαό, γιου νόου; Εγώ, εσύ, οι αγανακτισμένοι φίλοι σου... Εμείς, υποτίθεται, είμαστε το αφεντικό.”
“Κατάλαβα. Είσαι από κείνους που λένε πως είμαστε όλοι υπεύθυνοι.”
“Όχι. Είμαι από κείνους που λένε πως είμαστε όλοι ανεύθυνοι.”
“...”
“Τι έγινε κούκλα; Σου 'φαγε η γάτα τη γλώσσα;”
“Προσπαθώ να καταλάβω αν είσαι πολύ μαλάκας ή πολύ έξυπνος.”
“Μαλάκας είμαι. Στο είπα.”
“Νομίζω πως είσαι εντάξει. Απλά, βρήκες εδώ την πιτσιρίκα και είπες να πουλήσεις λίγη φιγούρα.”
“Δεν είναι φιγούρα, Μαρίζα. Ο καθένας έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Και δεν εννοώ μόνο την ώρα της κάλπης. Αυτοί οι “μαλάκες”, που τους λες, είναι οι περισσότεροι ψωνισμένοι με την εξουσία. Καλά; Ποιος τους δίνει την εξουσία; Εμείς. Προσπαθούν λοιπόν να μας κάνουν τα κέφια. Δεν είναι αυτό το καθήκον τους, όμως αυτό κάνουν. Λέμε “κλέφτες”. Και πράγματι, κάποιοι απ' αυτούς τα “παίρνουν” και τα βάζουν στην τσέπη. Γιατί τα παίρνουν; Επειδή κάποιοι άλλοι τους τα δίνουν. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, λένε. Αυτά όμως, να ξέρεις, είναι τα ψιλά. Τα χοντρά δεν τα παίρνουν για τους εαυτούς τους. Τα παίρνουν για τους πελάτες τους, δηλαδή εμάς, οι οποίοι με τη σειρά τους τα τσεπώνουν λέγοντας κι αυτοί ότι έτσι λειτουργεί το σύστημα. Δεν έχει σημασία αν εσένα κι εμένα δεν μας έδωσαν ποτέ τίποτα. Δεν είναι οι μεμονωμένες μονάδες που μετράνε, αλλά οι κοινωνικές ομάδες. Οι λιμενικοί, οι αγρότες, οι φαρμακοποιοί, οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι νοικοκυρές, οι εμποροβιοτέχνες, οι συνταξιούχοι, οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι ταξιτζήδες, οι εκπαιδευτικοί, η εκκλησία, οι οικολόγοι, οι πρόσκοποι...”
“Δηλαδή, κλέβουν για να τα δώσουν στον κόσμο; Μήπως το χοντραίνεις λίγο;”
“Όχι και τόσο, αν το σκεφτείς. Δίνω παράδειγμα. Έχει φτιαχτεί, ας πούμε, ένα νοσοκομείο, αλλά μια βασική πτέρυγα δεν λειτουργεί επειδή της λείπει ο εξοπλισμός. Περνάει ένας χρόνος, δύο, πέντε χρόνια, ο κόσμος αγανακτεί και φωνάζει “κλέφτες, φάγανε τα λεφτά!” Ας δούμε ποιοι μπορεί να είναι οι κλέφτες. Κατ' αρχήν, ο υπουργός με τα τσιράκια του. Πώς σου φαίνεται;”
“Χλωμό. Αυτοί τρώνε πιο μουλωχτά.”
“Συμφωνούμε. Ενδιάμεσες υπηρεσίες, εταιρείες, εργολάβοι και λοιποί παρατρεχάμενοι; Είναι πιθανόν. Και γιατί δεν ελέγχθηκαν; Γιατί δεν τιμωρήθηκαν; Τα ποσά εκταμιεύτηκαν, το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και κανείς από “πάνω” δε λέει τίποτα. Γιατί; Γιατί οι φταίχτες είναι πελάτες. Την επόμενη φορά, το υπουργείο θα τους ξαναδώσει λεφτά να τα ξαναφάνε. Δεν είναι κάπως σαν να τα κλέβει, σε εισαγωγικά, ο υπουργός για να τα δώσει στους δικούς του;”
“Τα εισαγωγικά μ' αρέσανε...”
“Και γιατί κανείς δε μιλάει; Γιατί όλοι περιμένουν τη σειρά τους. Υπάρχει όμως και η άλλη πιθανότητα: το ποσό δεν εκταμιεύτηκε ποτέ. Άρα, θα πεις, κανείς δεν “έφαγε”. Λάθος. Απλώς, το ποσό διοχετεύτηκε κάπου αλλού. Σε κάποιο άλλο πρόγραμμα για να ξεκοκαλιστεί αναλόγως ή σε κάποιο επίδομα για να φρενάρει μια απεργία ή έγινε μπάλωμα για να βουλωθεί η τρύπα που κάποιοι κάπως δημιούργησαν. Και πάλι είναι ένα είδος κλοπής που πραγματοποιούν οι έχοντες τη εξουσία εις βάρος του συνόλου των πολιτών προς όφελος μιας μερίδας των πολιτών. Και γιατί οι υπόλοιποι δεν μιλάνε; Μιλάνε... διεκδικώντας το μερίδιό τους. Θέλουν βέβαια και να δουλέψει το νοσοκομείο, αλλά κι αν δε δουλέψει... στ' αρχίδια τους.”
“Τσ, τσ, τσ!”
“Με συγχωρείς. Έτσι, σταδιακά και μεθοδικά διαφθείρεται το εκλογικό σώμα. Μόνο που μερικές φορές, καλή ώρα, ο έλεγχος χάνεται. Σε νύσταξα;”
Η Μαρίζα μάζεψε όπως-όπως ένα χασμουρητό.
“Πολύ ωραία όλ' αυτά, αλλά αν ήσουν βιβλίο θα σ' είχα κλείσει προ πολλού.”
“Νόμιζα πως το θέμα σ' ενδιέφερε. Λάθος μου.”
“Γίνεσαι πικρόχολος. Απλά είναι περασμένες μία κι έχει ένα τέλειο φεγγάρι. Κρίμα να μην έχουμε και τίποτα να ρουφάμε. Και μην κάνεις συνειρμούς, ξέρω τι πρόστυχοι είστε οι άντρες. Όλο στις πίπες το 'χετε το μυαλό σας.”
Και λέγοντας αυτά, διπλώθηκε πάνω στο παγκάκι σε στάση εμβρύου βολεύοντας το κεφαλάκι της στους μηρούς μου.
“Τώρα μάλιστα.”
“Τι μάλιστα;”
“Συζητάμε για διαφθορά και μου το γυρνάς στις πίπες. Και είμαι εγώ ο πρόστυχος.”
“Εντάξει, μια πλάκα ήταν. Δεν ξέρω γιατί το είπα... αφού σας ξέρω όλους εσάς.”
“Εμάς;”
“Ε ναι, όλους εσάς τους...”
“Τους...;”
Μου 'κλεισε το στόμα αλαφιασμένη. Με τα φρύδια σμιχτά και τα ματάκια της να ανιχνεύουν εντατικά το στερέωμα έμοιαζε ν' αναζητά λύση σε κάποιο πολύπλοκο και ενοχλητικό ερώτημα.
“Να σου πω. Επειδή δεν θέλω να εκτεθώ ξανά... αυτό το πράμα που μου καρφώνει το μάγουλο... δεν είναι μέσα στην τσέπη σου, ε;”
“Όχι, δεν είναι στην τσέπη μου.”
Πετάχτηκε δήθεν έξαλη.
“Ααα, τ' ομολογείς λοιπόν!”
“Τι ομολόγησα πάλι; Αντανακλαστική αντίδραση είναι. Αφού ξαπλώνεις πάνω μου...”
“Και στο μπαμπά μου ξαπλώνω, αλλά... δεν του γίνεται τούμπανο!”
“Ο μπαμπάς σου θα είναι κάποιος ήρωας. Και πιθανολογώ ότι δεν του δείχνεις τον κώλο σου.”
“Τι θες να πεις; Ούτε σε σένα τον δείχνω!”
Ίσως, τελικά, έπρεπε να το παίξω μπαμπάς της.
“Κοίταξε να δεις... δεν είμαι μαθημένος κι ίσως δεν χρησιμοποιήσω τα σωστά λόγια, αλλά μ' αυτά τα παντελόνια της μόδας και μ' αυτά τα εσώρουχα που φοράτε, κάθε φορά που λυγίζεις τα γόνατα... κατάλαβες;”
“Τι να καταλάβω;”
“Το μόνο που δεν φαίνεται είναι η κωλοτρυπίδα σου.”
Τινάχτηκε όρθια.
“Τι;; Ε, όχι, αυτό πάει πολύ! Θες να δεις την κωλοτρυπίδα μου; Οκέι, δες την!”
“Χριστέ μου!”
“Ευχαριστήθηκες τώρα; Πήρες το μάτι που ήθελες; Ελπίζω να κατάλαβες τη διαφορά!”
Σκέφτηκα να πω κάτι έξυπνο, αλλά προτίμησα να το βουλώσω καθώς εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.
“Είσαι απαίσιοοος... Θέλω το μπαμπά μου!”
Είχε πέσει στα γόνατα και τρανταζόταν από σπασμούς σαν να μην μπορούσε να κάνει εμετό. Πήγα κοντά της.
“Μαρίζα, άκουσέ με. Εγώ είμαι ο μπαμπάς σου.”
“Τι...τι θες να πεις;” είπε σκουπίζοντας τις μύξες με το χέρι της.
“Σου έχω ένα νέο και φοβάμαι πως δεν θα σου αρέσει. Θυμάσαι που με ρώτησες τι δουλειά κάνω; Τι σου είπα;”
“Δεν μου απάντησες.”
“Ακριβώς. Είμαι συγγραφέας... κι εσύ η ηρωίδα μου.”
“Παπάρια.”
“Κοίτα γύρω σου. Είμαστε εδώ μια ώρα και δεν έχει περάσει ψυχή... ένας πορτοφολάς... ένας πρεζάκιας... κι εσύ είσαι ξαπλωμένη στα πόδια ενός αγνώστου, αμέριμνη...”
“Έτσι μ' αρέσει!”
“Ακριβώς! Η ζωή είναι γεμάτη κανόνες αλλά εσύ είσαι πλάσμα της φαντασίας και η φαντασία είναι ελεύθερη. Είπες πως αν ήταν βιβλίο δεν θα το διάβαζες και κατάλαβα πως είχες δίκιο. Χωρίς σεξ, αυτό θα ήταν άλλο ένα άνοστο κείμενο που προσπαθεί να εξηγήσει ότι η Γη γυρίζει.”
“Οπότε, είπες να προσθέσεις λίγο καρύκευμα. Εντάξει, λοιπόν. Αφού είμαι πλάσμα της φαντασίας, ας εκμεταλλευτώ τα προνόμιά μου.”
“Μαρίζα, τι κάνεις; Περίμενε να σου πω!”
Σεξ δεν είπες ότι χρειάζεται αυτή η ιστορία; Δεν βλέπω να μου 'χεις άλλον ήρωα πρόχειρο... προφανώς κράτησες αυτό το προνόμιο για τον εαυτό σου -δεν πειράζει όμως. Δεν πειράζει καθόλου. Είμαι σίγουρη ότι σε λίγο θα “πετάξω στον έβδομο ουρανό”. Ή να το λέγαμε καλύτερα “στις πιο απάτητες κορυφές της ηδονής”; Οκέι-οκέι, εσύ κάνεις παιχνίδι, έχω εμπιστοσύνη στην εγωπάθειά σου. Πολύ αδέξια μ' έκανες όμως ρε παιδάκι μου... μπορείς να το ξεκουμπώσεις λίγο αυτό;”
“Δεν θα ξεκουμπώσω τίποτα, αυτό έλειπε! Ο κόσμος θέλει σεξ μέσα σε κάποια πλαίσια. Τι θα σκεφτούν οι αναγνώστες για το συγγραφέα που πηδά τις ηρωίδες του;”
“Ότι είναι πηδίκουλας, βέβαια. Αλλά ντόμπρος. Δεν καλύπτεται πίσω απ' το προσωπείο κάποιου υποτιθέμενου ήρωα.”
“Ωραίο σκεπτικό! Η ηρωίδα είναι μόνο δεκαπέντε χρονών!”
“Δεκαέξι! Και μην τολμήσεις να με κάνεις παρθένα!”
“Τι παρθένα και ξεπαρθένα! Ένας σαρανταφευγάρης μ' ένα πιτσιρίκι; Είναι θέμα καλού γούστου!”
“Πιτσιρίκι είναι το μάτι σου! Σιγά μην είμαι και μωρό!”
“Για το μέσο αναγνώστη είσαι παιδί και δεν δικαιούμαι καν να νιώθω έλξη για σένα.”
“Ξέρεις που τον έχω γραμμένο τον αναγνώστη σου;”
“Μου έδειξες πριν.”
“Α, ναι, ξέχασα. Αυτή ήταν λοιπόν η πικάντικη νότα της ιστορίας σου; Ο κώλος μου; Τι ταπείνωση θε μου! Έτσι τις ξεφτιλίζεις όλες τις ηρωίδες σου; Κι οι αναγνώστες σου χαίρονται μ' αυτές τις αηδίες;”
“Δεν ξέρω. Δεν έχω εκδώσει τίποτα μέχρι τώρα.”
“Α ναι; Λοιπόν σου έχω ένα νέο και φοβάμαι πως δεν θα σου αρέσει! Δεν θα γίνεις ποτέ συγγραφέας. Και σίγουρα όχι με τέτοιες μαλακίες!”
Ήταν πολύ δυσάρεστο. Παρ' όλ' αυτά πίστευα ακόμα πως είχα τον έλεγχο. Τόσο ανόητος ήμουν.
“Μαρίζα, μάτια μου...”
“Μη με λες μάτια σου! Και να σου πω και κάτι άλλο; Δεν είσαι καθόλου καλύτερος απ' αυτούς που κατηγορούσες πριν. Τι θέλει ο κόσμος; Ό,τι θέλει ο κόσμος -οι πελάτες μας! Αλλά ξέχασες κάτι.”
Ήρθε κοντά μου με νάζι. Πού να φανταστώ...
“Τι ξέχασα μωρό μου;”
“Τη βία, γλυκέ μου μπαμπάκα... Τη βία. Σεξ και βία δε θέλει ο κόσμος; Να μην του δώσουμε και λίγη βία;”
“Μαρίζα...”
Την άλλη στιγμή, δεν κατάλαβα πώς, ήμουν στο χώμα κι εκείνη από πάνω να με κλοτσάει ξανά και ξανά φωνάζοντας λόγια ακατάληπτα, όπου ξεχώριζα μόνο κάποιες λέξεις όπως “φαντασία”, “ελεύθερη”, “πλαίσια”, “διαφθορέας”. Κάποια στιγμή φάνηκε να κουράστηκε. Πρέπει να μου είχε σπάσει όλα τα πλευρά.
“Αυτό ήταν -ουφ- στ' αλήθεια πολύ ανεβαστικό. Κάποιοι απ' τους αναγνώστες σου θα έχουν ήδη ταυτιστεί μαζί μου... μη σου πω και όλοι. Όχι πως με νοιάζει αυτό βέβαια.”

Πίστεψα πως είχε τελειώσει. Λάθος μου. Η μεγάλη ξεφτίλα δεν είχε έλθει ακόμα.
“Και τώρα, καλέ μου ντάντι...”
Έπεσε.
“...ας τελειώνουμε.”
Με όλο το βάρος της.
“Το κοινό περιμένει!”
Πάνω μου.
“Μαρίζα σταμάτα!” Ψάχνοντας απεγνωσμένα το delete. “Μαρίζα όχι! Μαρίζα, μου γαμάς το...”
Πούστη μου...
“Όχι, γλυκέ μου. Εσύ μου γαμάς το.”
Την είχα κάνει πολύ δυνατή.