4 Απρ 2011

το κορίτσι στο πίσω τραπέζι

(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)


“Πώς άδεια δηλαδή;”

Άλλαξε ταχύτητα κι έστριψε δεξιά στην Αμαλίας. Είχαμε κατέβει στο κέντρο μ' ένα αμάξι και τώρα, από τη θέση του συνοδηγού, ξενερωμένος, του περιέγραφα τα καθέκαστα.

“Άδεια, σου λέω! Ούτε γυναίκα, ούτε τίποτα. Κανείς! Καθόμουν και κοίταζα σαν ηλίθιος μέχρι που μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα. Άκουσα το κλειδί να γυρίζει κι ύστερα το χερούλι κατέβηκε, σα να 'χε κρεμάσει πάνω του το παλτό της. Για να μη λερωθεί περισσότερο, ίσως. Ή για να καλύψει την κλειδαρότρυπα...”
“Αυτά που μου λες δεν στέκουν. Τύφλα έγινες ρε μαλάκα με μισό μπουκάλι κρασί;”
“Έτσι σκέφτηκα κι εγώ και, ασφαλώς, το ίδιο θα σκέφτηκε κι εκείνη. Τι να σου πω, ρε Γιάννη, δεν μου' χει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Στεκόμουν έξω απ' την τουαλέτα σα μαλάκας προσπαθώντας να συγκεντρώσω το μυαλό μου. Περίμενε, έλεγα, συγκεντρώσου και σκέψου! Πού μπορεί να πήγε;
“Γι' αυτό σε περίμενα κι εγώ κι έλεγα πως έπεσες μέσα στην τρύπα;”
“Γι' αυτό. Και γιατί μέχρι να βγει η άλλη να κάνω αυτοψία του χώρου, ξημέρωσε. Όταν με είδε πάλι μπροστά της δεν το πίστευε. “Ακόμα εδώ;” με ρωτάει. “Λιποθύμησε και κανείς άλλος;” Με δούλευε κανονικά.”
“Πολύ ψύχραιμη τη βρίσκω. Δε φοβήθηκε;”
“Τι να φοβηθεί; Δίπλα μου περίμενε να μπει μια γυναίκα που έμεινε άναυδη όταν με είδε να της παίρνω τη σειρά. “Με συγχωρείτε”, είπα, “θέλω μόνο να δω κάτι”. Κατάλαβα ότι η άλλη της έκανε νόημα πως είμαι τύφλα.”
“Και λοιπόν;”
“Λοιπόν, τίποτα. Όπως σου είπα. Κανείς. Ούτε παράθυρο δεν υπήρχε. Μου είχε περάσει η ιδέα μήπως μου κάνανε φάρσα κι είχε κρυφτεί πίσω από την πόρτα. Τρίχες. Ζήτησα συγγνώμη απ' τη γυναίκα που περίμενε και αποχώρησα δόξη και τιμή.”

Σώπασα, νιώθοντας ξαφνικά κενός. Έξω γινότανε το έλα να δεις απ' το μποτιλιάρισμα. Νόμιζες ότι βρισκόσουν μεσημέρι στην Πανεπιστημίου.
“Αυτά τα έργα δεν θα τελειώσουνε ποτέ;” ρώτησα, έτσι για να πω κάτι. Έδειξα προς το συγκρότημα του Mall: “φτιάξανε κι αυτή τη μαλακία εδώ πέρα κι ήρθε κι έδεσε το γλυκό.”
“Τι να σου πω, ρε φίλε. Ή σε πειράξαν τα ληγμένα που παίρνεις ή κάποιος σου έκανε χοντρή πλάκα εκεί μέσα. Είσαι σίγουρος πως η φωνή ακουγόταν απ' τη διπλανή τουαλέτα;”
“Φυσικά, ακριβώς δίπλα μου.”
“Και ήταν, είπες, μεγάλης γυναίκας;”
“Έτσι ακουγόταν. Είχε μια τραχιά χροιά πολύ ιδιαίτερη. Και...”
“Και;”
“Σαν κάτι να μου θύμιζε.”
“Κάποια γνωστή; Ή μήπως κάποια που άκουσες να μιλάει απόψε;”
“Μακάρι να 'ξερα”, είπα αφού έκανα μια φιλότιμη προσπάθεια να θυμηθώ. Έξω, το πανηγύρι είχε τελειώσει και πλησιάζαμε ολοταχώς στο σπίτι που έμενα τότε. “Αισθάνομαι ότι είναι κάτι που ξέρω καλά και που, αν το θυμηθώ το μυστήριο θα λυθεί.”
“Πρέπει να το συζητήσουμε κάποια στιγμή με ηρεμία”, είπε ο Γιάννης παρκάροντας πρόχειρα. “Τώρα δεν είμαστε για δύσκολους πολλαπλασιασμούς. Περιμένει κι η Κωνσταντίνα να την πάρω τηλέφωνο.” Η Κωνσταντίνα ήταν αναπληρώτρια στην Αμοργό. “Θα μου φέρεις το βιβλίο;”
“Σ' ένα λεπτό”, είπα βγαίνοντας στον παγωμένο αέρα.

Πέρασαν δεκαπέντε μέρες. Εγώ, μπλεγμένος με κάτι κληρονομικά, συμβολαιογράφους, εκκρεμότητες της εφορίας και τέτοια, είχα ξεχάσει εντελώς την παράξενη αυτή ιστορία. Κυριακή πρωί με ξύπνησε το τηλέφωνο.
“Στον ύπνο σου μ' έβλεπες;”
“Περίπου. Τι ώρα είναι;”
“Ούτε δώδεκα!”
“Κερνάς καφέ;”
“Τι άλλες επιλογές έχω;”
“Να κεράσεις καφέ.”
“Προτιμώ να κεράσω καφέ. Μην αργήσεις.”
Εννοείται, με ξύπνησε το κουδούνι.

“Τ' ειν' αυτό;”
“Το βιβλίο σου, το ξέχασες; Το κίτρινο δωμάτιο. Γι' αυτό έγιναν όλα.”
“Ποια όλα.”
“Ούτε κι αυτά τα θυμάσαι; Καλά, τι τρως ρε μαλάκα;”
“Τρελή αγελάδα. Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;”
“Καφέ θα πιούμε; Γιατί εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου.”
Φτιάχναμε τους καφέδες και μου τα 'λεγε.
“Το περασμένο σαββατοκύριακο ήταν η Κωνσταντίνα εδώ. Μέχρι χθές είχα διαβάσει μόνο ένα κεφάλαιο. Διάβαζα όλη νύχτα για να το τελειώσω.”
“Κόλλησες, ε;”
“Μάλλον ξεκόλλησα.”
“Τι εννοείς;”
“Πόσος καιρός πάει;”
“Που το διάβασα; Χρόνια.”
“Γι' αυτό. Η εξήγηση που ψάχναμε ήταν μέσα.”
“Ποια εξήγηση;”
“Για το πώς εξαφανίζεται κάποιος χωρίς να εξαφανιστεί.”
“...Λες για τη φάση στο...; Αν σου πω ότι την είχα ξεχάσει;”
“Δεν με εκπλήσσεις.”
Μου έδειξε το δοχείο της καφετιέρας που γέμιζε με καθαρό νερό.
“Γαμώτο. Δεν έβαλα καφέ.”
“Είσαι χειρότερος από μένα. Σε παραδέχομαι.”

“Λοιπόν; Για ρίχ'το”, είπα πίνοντας την πρώτη γουλιά.
“Να τα πάρουμε απ' την αρχή”, είπε κοιτάζοντάς με πονηρά.
“Κατάλαβα. Εγώ θα κάνω το μαλάκα το γιατρό.”
“Δεν σε παραξένεψε η ομοιότητα ανάμεσα στο δικό σου περιστατικό και στα μυστήρια κλειστών δωματίων που λίγο νωρίτερα εκείνο το βράδυ μου ανέπτυσσες;”
“Να σου πω, δεν το πολυσκέφτηκα...”
Ήπιε δυο γουλιές καφέ. Στο κενό ανάμεσα, άκουγα τα γένια μου να μεγαλώνουν.
“Εντάξει, εγώ Γουάτσον. Να σου φέρω την πίπα σου ή να σου πάρω μία;”
Με κοίταξε με απορία.
“Αστειεύεσαι έτσι; Το ήξερες ότι υπάρχει μια θεωρία για τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία μεταξύ...”
“Γιάννη, χέσε με! Πες μου τι σκέφτηκες.”
“Εντάξει, άκου: δυο γεγονότα που μοιάζουν με υπερβολική σύμπτωση, λογικά θα πρέπει κάπως να συνδέονται, συμφωνείς;”
“Συμφωνώ.”
“Και όταν λέμε συνδέονται;”
Σκέφτηκα λίγο.
“Το ένα προκάλεσε το άλλο.”
“Σωστός ο νέος. Και πώς μπορεί να έγινε αυτό στην περίπτωσή μας;”
“Εννοείς ότι... κάποιος...” Τον κοιτούσα εμβρόντητος.
“Το είδες επιτέλους;”
“Είσαι πολύ πούστης.”
“Άντε πάλι. Τι σ' έχει πιάσει με...”
“Γι' αυτό μωρή κουφάλα πήγες στην τουαλέτα;”
“Ποια τουαλέτα;”
“Ακριβώς πριν από μένα. Είχες πάει εσύ.”
“Ε, και; ...Δεν πιστεύω να νομίζεις...”
“Ότι εσύ τα έστησες όλα. Κι απ' όσο σε ξέρω...”
“Κάνεις λάθος.” Φαινόταν να διασκεδάζει ειλικρινά με τις υποψίες μου. “Σε βεβαιώνω τίμια και κατηγορηματικά ότι δεν είμαι ελέφαντας.”
Κώλωσα.
“Σε πιστεύω. Αλλά τότε, θα πρέπει να υπήρχε κάποιος άλλος που άκουσε την κουβέντα μας και...”
“Αλληλούια!”
“...κάποιος με σατανικό μυαλό...”
“Πες γυναικείο. Μεταξύ μας είμαστε.”
“...κάποιος που καθόταν σε κοντινό τραπέζι ώστε να μπορεί να μας ακούει...”
“Πιο κοντινό δεν γίνεται.”
“...κάποιος, τέλος πάντων, αρκετά διεστραμμένος ώστε να στήνει κακόγουστες φάρσες σε αγνώστους στα καλά καθούμενα.”
“Το γάμησες.”
“Τι το γάμησα; Κίνητρο, Χολμς, κίνητρο!”
“Το κίνητρο θα το συζητήσουμε στο τέλος. Πάμε καλύτερα πρώτα να χαράξουμε τον κύκλο της σκέψης μας.”
“Επίτρεψέ μου.”
“Γιατί σηκώνεσαι;”
“Για να υποκλιθώ.”
“Κοφ' τις μαλακίες.” Ξαφνικά ζωήρεψε. “Είναι μια γυναίκα στην τουαλέτα, δίπλα σου. Μετά από δυο λεπτά ανοίγεις και δεν τη βρίσκεις μέσα. Τι συμπεραίνεις;”
“Ότι κάπως βγήκε.”
“Τι θα πει κάπως; Από πού;”
“Μακάρι να 'ξερα.”
“Τι “μακάρι να 'ξερα”, ρε μαλάκα; Είπαμε, αποκλείουμε το αδύνατο.”
“Εντάξει, απ' την πόρτα.”
“Θαυμάσια. Και πού πήγε μετά;”
“Δεν ξέρω. Εξαϋλώθηκε;”
Καθότανε και με κοίταζε. Τον κοίταζα κι εγώ. Δεν εννοούσε...;
“Δεν εννοείς...;”
Χαμογέλασε.
“Τι πάγκαλος που ήμουν!” ξέσπασα.
“Ακριβώς! Μια γυναίκα βγαίνει, μία μπαίνει. Πόσες χωράνε στον κύκλο μας;”
“Μόνο μία! Πώς δεν το είδα νωρίτερα;”
“Αυτό αναρωτιόνται οι απανταχού αναγνώστες ιστοριών μυστηρίου. Θυμάσαι τι μου έλεγες εκείνο το βράδυ; Τα πάντα βασίζονται σε μια καλοπροαίρετη απάτη βασισμένη στην ευπιστία του εξαπατούμενου. Δεν το είδες γιατί πίστεψες ότι η πόρτα της δεν άνοιγε και γιατί “έβλεπες” δυο γυναίκες, μια νέα και μια μεσόκοπη. Και γιατί “είδες” τη μια από τις δύο να μπαίνει...”
“Ήμουν σίγουρος ότι έμπαινε.”
“Ήταν πολύ πονηρή. Χτύπησε βγαίνοντας την πόρτα της καμπίνας για να πιστέψεις ότι έπεσε πάνω, την κλείδωσε κι ύστερα έκανε ότι μιλά σε κάποιον απέξω. Ίσως είπε “περίμενέ με” ή κάτι παρόμοιο για να νομίσεις ότι μπαίνει, ενώ ήταν μέσα και απλώς άνοιγε την εξωτερική πόρτα.”
“Και πώς άνοιξε πάλι την καμπίνα;”
“Είπες ότι κρατούσε παλτό. Από κάτω θα είχε το κλειδί. Καθώς έκανε ότι σπρώχνει την πόρτα, την ξεκλείδωσε.”
“Μα η φωνή της...”
“Τόσο δύσκολο είναι ν' αλλάξει κάποιος τη φωνή του; Ειδικά αν πρόκειται για κάποια γνωστή φωνή που έχει μάθει να την μιμείται; Εσύ δεν κάνεις κάποιες φορές τον Αλαβάνο και τον Τράγκα;”
Τον κοίταζα αποσβολωμένος. “Σαπφώ Νοταρά”, ψέλλισα.

Έβλεπα τώρα την αλήθεια καθαρά, ξαναζούσα όλη τη σκηνή, βήμα-βήμα, όχι μέσα απ' τα μάτια του ανυποψίαστου, ζαλισμένου θαμώνα, αλλά μέσα απ' τα μάτια τα δικά της, τα μάτια του κοριτσιού που διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, ξέρει τους κώδικές τους (ίσως μάλιστα γνωρίζει καλά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα που αναφέρθηκε λίγο νωρίτερα από κάποιον πολυλογά διπλανό) και αποφασίζει να τους αντιγράψει για να... γιατί άραγε;

“Και ποιο είναι το κίνητρο για όλη αυτή την παράσταση; Είπες ότι θα το συζητούσαμε στο τέλος.”
“Εννοείς, σοβαρά, ότι δεν το βλέπεις;”
“Ειλικρινά, όχι.”
“Γιατί σε θέλει, ρε βλάκα. Ή, να πω καλύτερα, γιατί σε χρειάζεται.”
“Με χρειάζεται; Εμένα; Γιατί;”
“Για να τη βγάλεις απ' το κλειστό, ασφαλισμένο δωμάτιο. Εκεί όπου νιώθει φυλακισμένη.”
“Κάτσε... Θες να πεις...”
Ξαφνικά την είδα. Μόνη, κατάμονη.
“Στο διπλανό τραπέζι. Ήταν...”
“Ένα κορίτσι που οι φίλες του προσπαθούσαν να στείλουν σε κάποιο ραντεβού. Δεν μπορούσες να τη δεις γιατί καθόταν ακριβώς στην πλάτη σου.”
“Όταν σηκώθηκα, εκείνη έλειπε.”
“Είχε ακούσει να λες ότι θα πας στην τουαλέτα μόλις γυρίσω και κατέστρωσε αστραπιαία το σχέδιό της.”
Τα μάτια μου θα πρέπει να γυάλιζαν άγρια όταν είπα: “Γιάννη, νομίζω βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου.”
“Και τον κουμπάρο σου, επίσης. Αν και δεν τη βρήκες ακριβώς. Αλλά θέλει να τη βρεις, αυτό είναι σίγουρο.”
“Τι λες να κάνω;”
“Τι θα κάνανε ο Χολμς, ο Ρουλεταμπίλ, ο Ηρακλής Πουαρώ;”
Ήξερα, γαμώτο μου, ήξερα.
“Θα δημοσίευαν μια αγγελία.”

Σηκώθηκε.
“Λοιπόν, δεν με χρειάζεσαι πλέον”, είπε.
Μόλις έφυγε κάθισα στον υπολογιστή. Άνοιξα τον blogger και πήγα new post.
Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας, άρχισα να γράφω.



3 Απρ 2011

το φάντασμα του Ρουλεταμπίλ


Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σαββατιάτικα, αφού εξαντλήσαμε τα φλέγοντα θέματα (γυναίκες, ταινίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) να συζητάμε για αστυνομικά μυθιστορήματα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί ανάμεσά μας. Εγώ με το πάθος του από καιρό μυημένου κι ο φίλος μου ο Γιάννης με την έξαψη του νεοφώτιστου. Καταλαβαίνετε, του οίνου βοηθούντος, πολύ σύντομα η συζήτηση εξελίχθηκε σε κανονική διάλεξη.

“Ρουλεταμπίλ!”
“Τι όνομα είναι αυτό;”
“Τ' όνομα ενός πιτσιρικά, εκκολαπτόμενου δημοσιογράφου, που κάνει ντεμπούτο στην αστυνομική φιλολογία με το περίφημο μυστήριο του κίτρινου δωματίου.”
Άφησα να μου ξεφύγει ένας αναστεναγμός νοσταλγίας για τις ωραίες εποχές που διάβαζα τέτοιου είδους βιβλία.

“Και πώς τον είπες το συγγραφέα;”
“Γκαστόν Λερού. Το φάντασμα της όπερας;”
“Αυτό δεν είναι αστυνομικό.”
“Καμία σχέση. Μάλλον ρομαντικό δράμα με γοτθικά στοιχεία, αλλά είναι του ίδιου.”
“Αυτό το κίτρινο δωμάτιο είναι καλό;”
Κλασσικό. Αρκεί να σου πω ότι η Κρίστι θεωρούσε τον Λερού δάσκαλό της και το κίτρινο δωμάτιο ένα απ' τα καλύτερα αστυνομικά όλων των εποχών. Η αναλυτική του μέθοδος πάει πολύ πέρα απ' το Χολμς -όσο για τον Ηρακλή Πουαρώ ουσιαστικά αντιγράφει το νεαρό Ρουλεταμπίλ και τον κύκλο της σκέψης του.”
“Κύκλο; Τι κύκλο;”

Άφησα μια καλά υπολογισμένη παύση πριν απαντήσω.
“Έναν κύκλο που χωρά μόνον ό,τι θεωρεί ο ήρωάς μας λογικό, με βάση το κίνητρο, την ευκαιρία και το ψυχολογικό προφίλ των εμπλεκομένων. Μέθοδος βασισμένη σε κάποιο βαθμό στην παλιά αρχή του θείου Σέρλοκ: απορρίπτουμε το αδύνατο -αυτό που μένει, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, μας οδηγεί στην αλήθεια. Μόνο που ο Κόναν Ντόυλ παραμένει δέσμιος της αισθησιοκρατίας, προσκολλημένος στις καινοτόμες επιστημονικές μεθόδους της εποχής: αποτυπώματα, χημικές αναλύσεις κλπ. Για τον Λερού ολ' αυτά είναι χρήσιμα αλλά δευτερεύοντα και πολλές φορές παραπλανητικά-αν με βγάζουν απ' τον κύκλο της σκέψης μου οφείλω να τα απορρίψω.”
Τεντώθηκα στην καρέκλα μου. Μήπως φώναζα περισσότερο απ' όσο έπρεπε; Η παρέα στο διπλανό τραπέζι φαινόταν απορροφημένη σε μια λογομαχία περί Καζαντζίδη, Νταλάρα και λαϊκών βάρδων. Πίσω μου, δυο γυναικείες φωνές προσπαθούσαν να πείσουν μια τρίτη να βγει κάποιο ραντεβού.

“Δηλαδή, ρε παιδί μου, τι είναι αυτός ο κύκλος; Δεν μπορείς να μου πεις ένα παράδειγμα;”
“Πάρε το κίτρινο δωμάτιο, είναι η κλασσική περίπτωση αυτού που -υποτίθεται- δεν μπορεί να συμβεί. Πόρτες και παράθυρα κλειστά... κι όμως, η ένοικος του δωματίου δέχεται επίθεση από κάποιον που, ανεξήγητο πώς, καταφέρνει να μπει και να βγει αφήνοντας τα πάντα ασφαλισμένα από μέσα.”
“Τι λες τώρα; Όπα, κάτσε... κρυφά περάσματα κι έτσι;”
“Όχι, τίποτα τέτοιο. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το έργο μοιάζει να έχει γραφτεί σαν απάντηση στον Πόε...”
“Τι σχέση έχει ο Πόε;”
“Δεν έχεις διαβάσει τα εγκλήματα της οδού Μοργκ;”
“Αυτό με το γορίλλα;”
“Αυτό. Θεωρείται το πρώτο αστυνομικό και, συγχρόνως, το πρώτο “μυστήριο ασφαλισμένου δωματίου”. Ο Λερού μοιάζει να θέλει ν' αποδείξει ότι το κόλπο, όσο τρελό κι αν ακούγεται, μπορεί να έχει μια απλή “καθημερινή” εξήγηση και όχι μαλλιοτραβηγμένα σενάρια και ιστορίες γι' αγρίους.”
“Μ' έφτιαξες τώρα. Μη μου λες τίποτ' άλλο...ή μάλλον, πες μου αν θυμάσαι τον εκδότη.”
“Αν θέλεις, περνώντας απ' το σπίτι μου σταματάς και το παίρνεις.”
“Έλα ρε! Θα με βάλεις στον πειρασμό τέτοια ώρα;”
“Αυτοί είναι ωραίοι πειρασμοί φίλε μου... Θα σου δώσω και το έγκλημα στη Μεσοποταμία να το διαβάσεις στο καπάκι.”
“Του ίδιου;”
“Όχι, είναι η απάντηση της Αγκάθα Κρίστι. Η συμβολή της στη φιλολογία του κλειστού δωματίου.”

Έριξα μια ματιά γύρω. Το μαγαζί ήταν σε φάση παρακμής -περασμένες δύο. Οι κοπέλες πίσω πλήρωναν για να φύγουν, ο τσακωμός για το Νταλάρα (ή τον Καζαντζίδη ή και τους δύο) καλά κρατούσε. Καθώς ήμουν στη φάση όπου η έξαψη συναγωνίζεται την κούραση, ρώτησα το φίλο μου αν θέλει να παραγγείλουμε άλλο ένα. Ένιωσα μια ενδόμυχη ανακούφιση όταν αρνήθηκε.

“Μου έχεις εξάψει την περιέργεια και θέλω να ξεκινήσω αυτό το βιβλίο με το δωμάτιο. Εξάλλου, είναι ήδη αρκετά αργά.” Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα. “Βλέπεις πουθενά την κοπελιά;”
“Ήτανε τώρα εδώ κι έφυγε.”
“Πάω στην τουαλέτα. Αν τη δεις, φώναξέ της.”
“Έντάξει. Σε περιμένω να πάω μετά.”

Καθόμουν και τον περίμενα μέσα σ' εκείνη την κατάσταση της εύθυμης, γλυκιάς μακαριότητας που σε φέρνουν το κρασί και η καλή παρέα, αναλογιζόμενος ότι ήμουν ήδη τριάντα χρονών και, εκτός από μια σίγουρη, μέτρια αμειβόμενη δουλειά, δεν είχα κάνει στη ζωή μου τίποτα. Κανείς δεν με περίμενε στο σπίτι και κανείς δεν ενδιαφερόταν να με “ψήσει” για κάποιο ραντεβού. Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω και -δήθεν αδιάφορα- κοίταξα προς την κοριτσοπαρέα του πίσω τραπεζιού. Οι δυο ήταν ακόμα εκεί μασουλώντας κάτι υπολείμματα ξηρών καρπών και σιγοκουβεντιάζοντας. Η τρίτη, η ελεύθερη της παρέας, αυτή που οι άλλες προσπαθούσαν να πείσουν να δώσει μια ευκαιρία στο γνωστό του γνωστού, απουσίαζε. Μάλλον θα είχε πάει στην τουαλέτα ή έφυγε πρώτη να προλάβει το τελευταίο μετρό. Είδα από μακριά το φίλο μου να 'ρχεται και θυμήθηκα ότι δεν είχα πληρώσει. Άφησα το ποσό που μου αναλογούσε στο τραπέζι κι έφυγα με τη σειρά μου προς την ίδια κατεύθυνση. Χωρίς να ξέρω ότι το ραντεβού μου ήταν κιόλας εκεί και με περίμενε.

Λοιπόν, ας μη μακρηγορώ περισσότερο. Έφτασα στο γεγονός που αποτελεί το σκοπό αυτής της διήγησης. Και, μολονότι δεν έχω τρόπο να το περιγράψω χωρίς να φανώ (αυτό που εξάλλου ένιωσα τότε) εντελώς γελοίος, οφείλω να το κάνω διότι χωρίς αυτό τα πάντα θα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή τα ίδια. (Δηλαδή, σκατά. Ο Γκαστόν Λερού θα το σερβίριζε σίγουρα πολύ καλύτερα.)

Είχα μόλις κλείσει πίσω μου την πόρτα της τουαλέτας κι άρχιζα ήδη να ξεκουμπώνομαι όταν την άκουσα. Κάποια, (υπέθεσα το “κάποια”, αφού το μαγαζί -όπως τα περισσότερα μπαρ- είχε μόνο δύο τουαλέτες στον ίδιο χώρο, μια αντρική και μια γυναικεία) προσπαθούσε ν' ανοίξει τη διπλανή πόρτα χωρίς επιτυχία. Άκουσα καθαρά το κλειδί να γυρίζει, ύστερα την πόρτα να ταρακουνιέται ξανά και ξανά και, στο τέλος, μια αγωνιώδη γυναικεία φωνή: “η πόρτα δεν ανοίγει, μ' ακούει κανείς;” Κι αμέσως μετά τρία, τέσσερα δυνατά χτυπήματα. Ξέρετε αυτό το συναίσθημα; ...μετά από μερικές ώρες καθισιού και μισό μπουκάλι κρασί, όταν αισθάνεσαι τη “φούσκα” σου να πάει να σκάσει και βγάζεις έξω το πράμα σου βιαστικά φοβούμενος ότι δεν θα προλάβεις το μοιραίο; Φανταστείτε λοιπόν τη σκηνή: εγώ, μ' ένα αίσθημα ανακούφισης και το πουλί έξω ν' αδειάζει ακατάσχετα κι από δίπλα τις φωνές και τα χτυπήματα -ακόμα και πάνω στον κοινό ψεύτικο τοίχο που χωρίζει τις δυο τουαλέτες- να καλούν σε βοήθεια. Τι έπρεπε να κάνω; Κατάλαβα ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ακούσει κι εκείνη περίμενε από μένα που, πιθανόν, με άκουγε να κατουράω θορυβωδώς ενάμιση μέτρο μακριά της. Ετοιμάστηκα ν' απαντήσω, να της πω να μην πανικοβάλλεται κι ότι θα πάω αμέσως να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο του μπαρ, αλλά δεν πρόλαβα. Άκουσα ξαφνικά μιαν ασθματική αναπνοή, ένα στεναγμό (κάτι σαν “θεέ μου!”) κι ένα γδούπο που τράνταξε δυσοίωνα τη μικρή μου καμπίνα. Πετάχτηκα έξω με το πουλί ατίναχτο, ίσα που πρόλαβα να το χώσω στο εσώρουχο. Ευτυχώς, γιατί -σαν σε κακόγουστη κωμωδία- την ίδια στιγμή είδα ν' ανοίγει η εξωτερική πόρτα και μια αδύνατη μελαχρινή κοπέλα να μπαίνει στον μικρό προθάλαμο των δύο wc. Είχε το κεφάλι στραμμένο μιλώντας με κάποιον απέξω και χρειάστηκε να τη συγκρατήσω για να μην πέσει πάνω μου. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν, γυρνώντας μπροστά της, διαπίστωσε ότι αυτός που την κρατούσε ήταν ένας άγνωστος άντρας, του οποίου το μισοκατεβασμένο παντελόνι έκρυβε ευτυχώς το παλτό που κρατούσε στο χέρι της! Έσπευσα να κουμπωθώ ζητώντας συγγνώμη, κατακκόκινος.
“Με συγχωρείτε, αλλά κάποια λιποθύμησε νομίζω στην τουαλέτα.”
Με κοίταξε απορημένη. Της έδειξα την πόρτα με τη σήμανση “ladies”. Καθώς την είδα να με κοιτάζει δύσπιστα, προχώρησα και χτύπησα δυο φορές. Εννοείται ότι δεν πήρα καμιά απάντηση. Προσπάθησα ν' ανοίξω χωρίς αποτέλεσμα.
“Είναι κανείς μέσα;” φώναξα. Αυθόρμητα έσκυψα να κοιτάξω απ' την κλειδαρότρυπα.
“Μια γυναίκα φώναζε ότι δεν μπορεί ν' ανοίξει”, είπα. “Την άκουσα από δίπλα. Ύστερα ακούστηκε σαν να έπεσε πάνω στην πόρτα.”
“Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνετε”, είπε επιτιμητικά εκείνη κι έσκυψε με τη σειρά της στην κλειδαρότρυπα.
“Δεν φαίνεται τίποτα”, είπε. “Το καλύτερο είναι να απευθυνθούμε στη διεύθυνση.”
Έπιασε και πάλι το χερούλι και το τράνταξε δυνατά. Ύστερα έπεσε με όλο της το σώμα πάνω στην πόρτα.
“Κάπου σκαλώνει. Ίσως αν...”
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Η πόρτα υποχώρησε κι η ίδια βρέθηκε να παραπατά μέσα στην τουαλέτα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατηθεί -το παλτό της έπεσε σχεδόν μέσα στη λεκάνη. Το μάζεψε με μια γκριμάτσα αηδίας. Στεκόμουν πίσω της αποσβολωμένος. Ακόμα θυμάμαι την ειρωνεία στο βλέμμα της.

Η καμπίνα ήταν τελείως άδεια.



...συνεχίζεται