21 Μαρ 2010

μην πυροβολείτε τους ποιητές


Ι. σε παλιό συμπολεμιστή

ti einai poihsh? με ρώτησε

ένας που χειρονομεί
μοναχός του

έχω μια τρύπα στο γόνατο

δυο λάμες στο γοφό από πτώση

παιδιά
καταθέσεις
ομόλογα

εργοδότη

ύστερα στραφηκε
στο χέρι του άστραφτε οργισμένη

μια πέτρα

αυτό
μου λέει
ειναι το ποίημα
κι εγώ
τινάζω την τελευταία του λέξη

μια καταιγίδα σωριάστηκε -ti perimeneis?

(τι περιμένω στ' αλήθεια;)

κεφάλια γλάρων
(τούτη η οικτρή μεταφορά)
μες απ' το χώμα πετάγονται
(μου μοιάζει με συμβιβασμό διαδίκων)

λίγο πιο κάτω

ποιο μάρμαρο αναρωτήθηκα

κι η νύχτα μαινόταν ήδη

αρμόζει στην ποίηση

σύντροφε λεγεωνάριε βρωμερέ
αδερφέ μου?



ΙΙ. η διακοπείσα συνδιάλεξη

στεκόμουν και κοίταζα τη ροδιά χωρίς να μπορώ τη ροδιά να μη σκέφτομαι (α, ναι, και το κοράκι που φτεροκοπά και που ακόμα δεν έμαθα να τ' ονομάζω)

πώς μου ζητάς
ό,τι έχω νιώσει
ό,τι έχεις νιώσει
ό,τι αγαπήσαμε
όλα δια μιας να διαγράψω

προς χάρην ποιας ιδίας φωνής
κι αν υποθέσουμε ακόμα πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μία πρόφαση
για δεκαπέντε λεπτών δημοσιότητας
τις υποκλίσεις

πάλι και πάλι
ο κύκλος τέσσερα φωνήεντα τρόμο
θα 'κλεινε μέσα του
όπως η μέρα το σκοτάδι που τη θρέφει

tote, loipon, se ti xrhsimeyei h poihsh?
θα σηκωθεί να ρωτήσει κι εγώ
κι εσύ
κι η ροδιά και το πουλί
κι ο κύκλος με τα τέσσερα φωνήεντα
θα 'ναι ένα τραύμα -εκ νέου- σε αναμονή

μια συνδιάλεξη βίαια διακοπείσα



ΙΙΙ. ...πεθαίνουν και μόνοι τους

εδώ s' ετούτην
φωνές
έρημο
την

οι
pου
ακούς
δεν

ανήκουν

τα
λόγια
εκκλήσεις
οι
ta
σ' εμένα
αινίγματα
ή
δεν
σ' αυτούς
κατοχυρώνονται

anhkoun

κι ούτε
απευ8ύνονται
σε
ποτέ
κανέναν και
τπτ
λέγονται

ειλικρινά

απ' όσα
σου
δεn
λέω
για
λέγεται nα
ειπωθei

εικόνες: ν.εγγονόπουλος, αυτοπροσωπογραφία και s.dali, poesie d' amerique

3 Μαρ 2010

καθημερινά πράγματα




Πού είσαι; Γιατί άργησες να μ’ ανοίξεις; Έκλαιγες;

Απ’ τα κρεμμύδια.

Κρεμμύδια, ε; Τώρα θα δεις αληθινό κλάμα. Πού είναι η κόρη σου;

Η κόρη… μουου;

Η κόρη σουου… Γιατί δική μου αποκλείεται να ‘ναι. Για φώναξέ την.

Δεν είναι εδώ, αλλά δεν θ΄αργήσει.

…Όλο χάρη κι ευτυχία! «Δεν είναι εδώ, αλλά δεν θ΄αργήσει»… Και πίσω στην κουζίνα. Ούτε νοιάστηκε να ρωτήσει, να πει…

Τι θες, χριστιανέ μου, να στέκομαι σαν ηλίθια με τα κρεμμύδια στα χέρια ν’ ακούω τις αρλούμπες σου; Σ’ έμαθα πια… Κάθε φορά που μπαίνεις στο σπίτι, με την καλή την κουβέντα! Τι είναι αυτό;

Σαν τι μοιάζει;

Με κοροϊδεύεις; Έχω αφήσει το φαγητό στη μέση για να λύνω αινίγματα; Σα μηχανογραφικό έντυπο μοιάζει.

Συγχαρητήρια! Είναι το μηχανογραφικό της κόρης σου. Μόνο που δεν μπορώ να φανταστώ με ποιον την έκανες, γιατί δεν ξέρω κανέναν που να της μοιάζει στη βλακεία.

Τι λες άνθρωπέ μου, καταλαβαίνεις τι λες; Μέχρι χτες καυχιόσουνα, «η κόρη μου και η κόρη μου… από ποιον πήρε βέβαια; Απ’ το μπαμπά της!» Η αριστούχος! Τώρα, ξαφνικά, έγινε βλάκας;

Μόνο βλάκας; Πρωταθλητής βλακείας! Μακράν, εκτός συναγωνισμού! … Και πρώτα-πρώτα, από πού κι ως πού αριστούχος; Την πιάνει την Ιατρική; Δεν την πιάνει!

Άχου… είναι τρελός! Εσύ βρε δεν το ‘φαγες το κορίτσι να μπει στη Φαρμακευτική; Με το φαρμακείο του θείου Γιώργου και το φαρμακείο του θείου Γιώργου; Που δεν έχει παιδιά; Που είναι ευκαιρία; Τώρα μου θες Ιατρική;

Όχι βέβαια. Αλλά μη λέμε κι ότι θέλουμε! Από πού κι ως πού αριστούχος;

Καλέ, ο άνθρωπος το ‘χει χάσει! Ξέχασες τα ξενύχτια του κοριτσιού, την αγωνία με τις εξετάσεις; Μας έφαγες να μπούμε στη Φαρμακευτική, που να μη σώναμε, και πάλι δεν είσαι ευχαριστημένος;

Από τι να είμαι ευχαριστημένος, ρε Ψωνάρα; Που πιάνει τη βάση αλλά δεν την έχει δηλώσει; Αν είναι…

Κωνσταντίνε! Σου έχω πει χίλιες φορές! Με το… Τι πράμα; Τι δεν έχει δηλώσει;

Τι βλέπεις εδώ; Εδώ, στο μηχανογραφικό, για δες καλά.

Ε, τι; Είναι ασυμπλήρωτο.

Εμ, δεν είναι! Όπως βλέπεις, έχει σφραγιστεί κανονικά. Και έχει συμπληρωμένη ακριβώς μία επιλογή. Αριθμός! Μία!

Μη φωνάζεις μες στ’ αυτί μου, το είδα. Τι γράφει εδώ; Μοριακής… βιολογίας… και… γενετικής… Θρά… Θράκης;

Μάλιστα, Θράκης! Αλεξανδρούπολης! Τι έχεις να πεις;

Τι να πω; Τα ΄χω χαμένα. Η Μαρία το συμπλήρωσε αυτό;

Όπως βλέπεις… Μου το ‘δωσε ο Μαράτος, που είναι συνάδελφος και φίλος, εμπιστευτικά, μπας και το σώσουμε.

Δεν καταλαβαίνω. Καλά τη Φαρμακευτική, πες δεν την ήθελε, αλλά… στην Αλεξανδρούπολη;

Δεν την ήθελε; Πρώτη φορά τ’ ακούω. Αφού τα είχαμε συμφωνήσει μια χαρά.

Εσύ τα είχες συμφωνήσει και δεν άκουγες κανέναν. Εγώ στα ‘λεγα…

Τι μου ‘λεγες, ρε Ψωνάρα;

Μήτσου, κόψε το «Ψωνάρα», μη γίνουμε από δυο χωριά!

Μπα; Τ’ όνομά σου δεν είναι; Ντρέπεσαι για τ’ όνομα του πατέρα σου;

Φυσικά και όχι! Αλλιώς δεν θα το κρατούσα.

Ναι, αλλά πήρες και το δικό μου. Και στο σχολείο, κυρία Μήτσου σε ξέρουν τα παιδιά…

Από αγάπη στο μπαμπά μου και το ξέρεις! Δημήτρης Ψωνάρας, αλλά τον φωνάζανε Μήτσο.

Κι έτσι έγινες κυρία Μήτσου-Ψωνάρα. Όνομα και πράμα.

Είδες; Πάλι ειρωνεύεσαι! Τόση κακία πια με τ’ όνομά μου…

Ε μα, συγγνώμη, αν εμένα με λέγανε Βεατρίκη Μήτσου-Ψωνάρα, τι θα σκεφτόσουν;

Ότι παντρεύτηκα λάθος άνθρωπο… Που το σκέφτομαι έτσι κι αλλιώς. Κι αν θες να ξέρεις… η κόρη σου… τη Φαρμακευτική… ούτε απ’ έξω!

Ωραία! Μπράβο! Ποιος ξέρει τι συνομωσίες έχετε κάνει πίσω από την πλάτη μου. Βρε, ο αδερφός μου, πενηνταπέντε χρονών γεροντοπαλίκαρο χωρίς παιδιά, πού θα το αφήσει το φαρμακείο; Μέχρι να τελειώσει η Μαρία τη σχολή και να κάτσει λίγο δίπλα του να μάθει τη δουλειά, αυτός θα ‘ναι πια… Χάνονται τέτοιες ευκαιρίες;

Μωρέ, θα κάτσει λίγο δίπλα του ή… Άντε μην ανοίξω το στόμα μου!

Τι πράμα; …Όχι, να το ανοίξεις Βεατρίκη μου, να το ανοίξεις! Να καταλάβουμε κι εμείς οι αργόστροφοι.

Δεν θέλω να πω τίποτα, επειδή είναι αδερφός σου… Αλλά έχω δει πώς κοιτάζει το…

Το ποιο;

Το…



Τον κώλο της!

…Ευτυχώς που δεν είπες τίποτα.

Ε, και τόσον καιρό που το καταπίνω, τι κατάφερα; Το ‘φαγες το κορίτσι να γίνει φαρμακοτρίφτισα. Αφού δεν θέλει σου λέει…

Ωραία, λοιπόν, τώρα που έγινε το δικό σου, να τρέχεις στην Αλεξανδρούπολη να την πλένεις…

Το δικό μου; Τρελάθηκες Κωνσταντίνε; Ήθελα εγώ να πάει το κορίτσι μας στην εξορία, σ’ αυτή τη σχολή π’ ούτε ξέρω τι είναι; Δασκάλα της έλεγα να γίνει…

Α…

Γιατί, άσχημα είναι; Αμέσως διορίζονται. Κι ύστερα για μια γυναίκα υπάρχει καλύτερο; Δες εμένα…

Σε βλέπω…

Ε, τι, σου κακόπεσε που ‘χες τη γυναίκα απ’ τις μία στο σπίτι; Ούτε παραδουλεύτρα πλήρωσες ποτέ ούτε γκουβερνάντα… Κι εσύ, σαν καθηγητής, μη μου πεις; Βέβαια, ο μισθός είναι άστα να πάνε, αλλά με τα βραδυνά… Να αυτά της έλεγα, γιατί την έβλεπα που προβληματιζόταν.

Κι αφού της έλεγες αυτά, πώς βρεθήκαμε στην Αλεξανδρούπολη; Μήπως τρέχει τίποτ’ άλλο;

Τι άλλο;

Γκομενοδουλειά…

Αποκλείεται, μάνα της είμαι θα το ‘ξερα.

Είσαι σίγουρη; Αν έχει πάρει την πονηριά σου…

Τι λες καλέ; Εκατό χρονώ η αλεπού… αποκλείεται σου λέω! Α, να, ήρθε, δεν στο ‘πα ότι δεν θ’ αργήσει;

Για μένα λέγατε;

Για σένα… Για σένα…

Και τι ύφος είναι αυτό; Γιατί με κοιτάτε έτσι;

Γιατί την κοιτάμε έτσι, Βεατρίκη;

Το μηχανογραφικό μου! Πώς βρέθηκε εδώ;

Το μηχανογραφικό σου; Από πού κι ως πού; Αυτό έχει ήδη κατατεθεί, βλέπεις; Μου το ‘δωσε ο Μαράτος σφραγισμένο.

Ο κύριος Μαράτος δεν είχε κανένα δικαίωμα!

Μήπως ξεχνάς πως είσαι ακόμα ανήλικη και πως είμαι ο κηδεμόνας σου;

Κορίτσι μου…

Μαμά, σε παρακαλώ, μη με κοιτάζεις μ’ αυτό το ύφος… Ωραία, δήλωσα την Αλεξανδρούπολη, αυτή η σχολή μου άρεσε, δικαίωμά μου δεν είναι;

Δικαίωμά σου; Δικαίωμά σου είναι να κοροϊδεύεις τους γονείς σου; Εσύ δεν μου ‘λεγες πως θες την παιδαγωγική;

Το σκεφτόμουν…

Τι το σκεφτόσουν, παιδί μου, εσύ το ‘χες για σίγουρο! Δυο βήματα απ’ το σπίτι μας…

Κι ύστερα, ο θείος…

Σταμάτα Κωνσταντίνε. Μαρία, πουλάκι μου, εσύ είσαι έξυπνο κορίτσι και λογικό. Πώς θα πας στην Αλεξανδρούπολη; Ποιος θα σε φροντίζει;

Κι εξάλλου ο θείος…

Μαμά, δεν είμαι μωρό! Ξέρω μια χαρά να φροντίσω τον εαυτό μου. Εδώ πρόκειται για το μέλλον μου…

Μα, ακριβώς…

Τόσα χρόνια κατασκήνωση, την τελευταία φορά ομαδάρχισα, μην το ξεχνάς!

Καλέ, τι σχέση έχει η κατασκήνωση;

Συγγνώμη, εγώ μπορώ να μιλήσω;

Τι να μιλήσεις, Κωνσταντίνε; Για να μας αρχίσεις πάλι τις βλακείες με το θείο Γιώργο; Άσε μας τις γυναίκες να τα βρούμε.

Πάει… Το διαλύσαμε.

Μην αρχίσετε πάλι να τσακώνεστε, σας ικετεύω! Την απόφασή μου την πήρα και δεν την αλλάζω. Και πολύ κακώς που σας το είπε ο υποδιευθυντής. Δεν σας είπα τίποτα γιατί θα με πρήζατε.

Θα σε πρήζαμε;

Ενώ τώρα νομίζεις ότι θα περάσει έτσι…

Κωνσταντίνε, μη μου σπας τα νεύρα! Άσε με να μιλήσω με την κόρη μου!

Πατέρα, μάνα, επιτέλους! Δώστε μου το μηχανογραφικό!

Ποτέ!

Ωραία –κι εγώ τότε θα καταγγείλω το σχολείο ότι μου άλλαξε αυτά που δήλωσα!

Αγύριστο κεφάλι!

Πεισματάρα! Ο θεός να σε φυλάει!

Από ποιον πήρε άραγε;

Τι θέλεις να πεις Κωνσταντίνε; Υπονοείς κάτι;

Θα με τρελάνουν! Μέχρι την τελευταία στιγμή θα με τρελαίνουν! …Δεν μπορείτε απλά, μια φορά, να σεβαστείτε την επιλογή μου; Να καταλάβετε ότι για να κάνει μια τέτοια επιλογή η κόρη σας, κάποιο λόγο θα είχε; …Κάποιο λόγο που μου είναι όμως πολύ δύσκολο να σας τον εξηγήσω.

Να μας τον πεις, παιδί μου, γονείς σου είμαστε… Θέλεις, κοριτσάκι μου, να τον πεις μόνο σε μένα;

Βεατρίκη!

Όχι, θα τον πω και στους δυο σας, να τελειώνουμε! Λοιπόν… υπάρχει κάποιος…

Το πα! Το πα, που να μην το λεγα!

Είναι καλά;

Μωρέ, για τα ανίατα είναι, αλλά ας τον αυτόν και λέγε! Υπάρχει κάποιος…

… που τον αγαπούσα πολύ κι ακόμα τον αγαπώ…

Σκάσε, Κωνσταντίνε!

…αλλά η σχέση έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Πρέπει να μάθω να ζω μακριά του. Έστω και προσωρινά.

Και γι’ αυτό πρέπει να ξενιτευτείς; Το δρόμο σου και το δρόμο του.

Δυστυχώς, μένουμε στον ίδιο δρόμο.

Τι, είναι απ’ τη γειτονιά; Εκείνος ο χαμένος ο Μενέλαος με το ντάπα-ντούπα;

Τι λες ρε μπαμπά;

Μη μου πεις… όχι! Αυτό όχι!... Ο … αυτός ο σαχλός, ο γιος της περιπτερούς, που βριστήκαμε…

Που τον έβρισες θες να πεις… Εκείνος μόνο μπάρμπα που σε είπε… Όχι, μην κουράζεστε, δεν μένουμε απλά στον ίδιο δρόμο, αλλά και στο ίδιο σπίτι. Εσένα εννοώ μπαμπά… κι εσένα μαμά… Σας αγαπώ, αλλά δεν σας αντέχω.

Δεν …μας αντέχεις;

Δεν αντέχω πια την καταπίεσή σας και δεν αντέχω τους καυγάδες σας, τις τσιρίδες, τα Ψωνάρα! Και τα Μήτσου! και «πώς τον λεν τον πατέρα σου» και «πώς τον λεν τον δικό σου» και «η Μαρία αυτό» και «η Μαρία εκείνο» και ξενύχτισε και πού γυρνούσε και «θα γίνει αυτό που θέλω εγώ!», «όχι θα γίνει εκείνο που θέλω εγώ!», δεν μπορώ άλλο, πνίγομαι, έχω κι εγώ φτερά και θέλω να τ’ ανοίξω!





Κοριτσάκι μου…

Μικρή μου…

Η σχολή είναι μια χαρά, τη γουστάρω πολύ μην ανησυχείτε… Μέτρησε βέβαια και το γεωγραφικό. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά.

Και… το φαρμακείο;

Κωνσταντίνε, είσαι εκτός κλίματος!

Δεν μου πάει, μπαμπά. Με το θείο Γιώργο είμαστε φίλοι και τον αγαπώ πολύ, αλλά…

Ωραίο φίλο διάλεξες…

Βεατρίκη!

Ε, τι; Μεγάλη κοπέλα είναι, να μην ξέρει τι της γίνεται;

Μαμά, υπονοείς κάτι;

Αθώο μου κορίτσι, τίποτα δεν έχεις καταλάβει;

Τι να καταλάβω;

Αθώο μου κορίτσι!

Μαμά, τι ιδέες σου μπήκανε πάλι;

Μωρέ, μακάρι να ήταν ιδέες δικές μου. Όλη η γειτονιά το συζητά. Δεν έχεις υποψιαστεί τίποτα για το… θείο σου;

Ο θείος μου είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και σε παρακαλώ ν’ αφήσεις τα υπονοούμενα και να πεις τι εννοείς.

Βεατρίκη…

Σταμάτα, Κωνσταντίνε, μόνη της θα πάει να μείνει, πρέπει να ξυπνήσει λίγο. Να, παιδί μου, ο θείος σου ο Γιώργος έχει έναν ιδιαίτερα, πώς να το πω, επίμονο τρόπο να κοιτάζει τα…

Λες που καρφώνεται στα βυζιά μου; Το ‘χω πιάσει από καιρό. Φαίνεται πως του αρέσουν.

Α, και στα, χμμ, βυζιά λοιπόν!

Μωρέ μπράβο αθωότητα!

Γιατί, εσύ τι εννοούσες;

Ε, τα, χμμ, οπίσθιά σου παιδί μου.

Τον κώλο μου; Ε, αυτά τα βλέμματα δεν μπορώ να τα πιάσω. Φαίνεται, θα του αρέσει κι αυτός.

Παραξυπνημένη τη βρίσκω…

Εντάξει, πλάκα κάνω. Εγώ του έχω πει να τα κοιτάζει. Για ξεκάρφωμα.

Μαρία, δε μου τα λες καλά! Τι τρέχει με το θείο σου;

Τι τρέχει; Εσείς δεν έχετε πιάσει τίποτα;

Σαν τι να πιάσουμε;

Μου ‘χε ζητήσει να σας βοηθήσω κάποια στιγμή να καταλάβετε…

Να μας βοηθήσεις;

Στο κάτω-κάτω, ίσως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Μιας που αρχίσαμε τις αποκαλύψεις. Μαμά, μπαμπά…

Μαρία…

Ξέρετε γιατί δεν παντρεύτηκε ποτέ ο θείος; Γιατί απλούστατα…

…απλούστατα…

…δεν του αρέσουν οι γυναίκες.

Ε, καλά! Σε ποιον αρέσουν;

Κρυάδες!

Δεν εννοώ αυτό, μπαμπά. Εννοώ ότι, πώς το λένε… το πάει το γράμμα. Καταλάβατε; Το μαστιγώνει το δελφίνι. Πάλι δεν καταλάβατε. Ο θείος Γιώργος είναι γκέι. Αυτό το καταλάβατε;





ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΙΔΙΑ! ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΔΙΑΛΛΕΙΜΑ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΓΥΡΙΣΜΑ.

Κυρία Βεατρίκη Μήτσου-Ψωνάρα! Τα σέβη μου!

Άντε ρε μυξιάρικο κοφ’ το δούλεμα! …Πάντως, αυτό το επεισόδιο παιδιά θα πάει άπατο. Πολύ πλήξη! Ευτυχώς που το σώζει στο τέλος. Τώρα όλοι θα περιμένουν το επόμενο, να δούνε φάση με θείο Γιώργο.

Ναι, ναι. Το σώζει!

Ε, μα τώρα, είπαμε, οικογενειακές καταστάσεις και λοιπά, ντάξει ο κόσμος γουστάρει ν’ ακούει την Ψωνάρα να βρίζεται, αλλά πέραν τούτου (πώς το μιλάω! Παραδέχεσαι;) πέραν τούτου τι περιμένει ν’ ακούσει; Καθημερινά πράγματα! Κώλο, βυζί, κέρατο, ξεφώνημα.

Τα είπες όλα!

Το ‘σωσε. Βέβαια!

Όχι, «με πνίγετε» και «τα φτερά μου» και «το μηχανογραφικό μου» και «το παιδί στην εξορία» και κουραφέξαλα! Μα πού γίνονται αυτά;

πάνω σε μια ιδέα του φίλου Μανώλη Σ.